29/4/18

Το παρελθόν μιλά...


ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΥ

Μιχάλης Νικολινάκος, Ορίζοντας, 1949, ακουαρέλα, 17 x 27 εκ.

ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΑΡΤΙΝΟΣ, Αγαπημένη μου Lyda, μυθιστόρημα, εκδόσεις Κριτική, σελ. 144

Το δεύτερο εν σειρά μυθιστόρημα του Αποστόλη Αρτινού είναι ένα βιβλίο-παλίμψηστο. Μετά τα Γράμματα της Ντόρας,[1] αλλά σωρευτικά, με πρόοδο, ο Αρτινός εξακολουθεί να αναζητά το ίχνος της ανάσας που απομένει στη γραπτή λέξη. Και εδώ, ξανά, ένα μυθιστόρημα που δομείται γύρω από ένα objet trouvé. Εν προκειμένω, το σώμα της επιστολογραφίας ενός προσώπου: της Αικατερίνης Αγάθου, ή «Μπεμπούλας», όπως αναφέρεται στις επιστολές.
Τα πρόσωπα των επιστολών προβάλουν μέσα από τις λέξεις, γίνονται λέξεις: η Lyda, η Ροζαλίνδη, ο Νίκος, ο Λουκάς, η μαμά... Και οι τόποι: η Αθήνα, το σπίτι στο χωριό. Τα ρήματα που ιχνογραφούν τη λαχτάρα και τη θλίψη: σε φιλώ, γράψε μου, περιμένω... Μέσα από τις επιστολές, ένα τετράδιο σημειώσεων, και με εφόδιο την ευαισθησία ενός αναγνώστη που γίνεται ο ουσιαστικότερος συγγραφέας, ο Αποστόλης Αρτινός σκιαγραφεί την εικόνα μιας ζωής που αποσύρεται στη λήθη. Αποκαλύπτοντας τη σκιά μιας επιθυμίας που θα μείνει ανεντόπιστη και ανεκπλήρωτη.
Το ερώτημα, συνεπώς, προκύπτει αβίαστα: σε ποιο σημείο συναντιούνται ο μυθιστοριογράφος Αποστόλης Αρτινός με την επιστολογράφο «Μπεμπούλα»; Σε ποιο σημείο και με ποιον τρόπο υλοποιείται η εφαπτομενική εκείνη σχέση του συγγραφέα με τη γραφή, και μάλιστα σε δεύτερο βαθμό: όταν ο γράφων συναντά τη γραφή του Άλλου. Όταν η δική του γραφή επικάθεται επανειλημμένως, ως μια άλλη στρωματογραφία, στην γραφή του Άλλου. Όταν η συνάντηση −ακόμα και όταν έχει αποκτήσει υλική υπόσταση (ο Αποστόλης συνάντησε δια ζώσης ένα κοντινό συγγενικό πρόσωπο της Μπεμπούλας)− δεν είναι παρά μια προσέγγιση των γραφών: λέξη απέναντι σε λέξη. Έστω κι αν πολύ συχνά οι λέξεις που στοιχίζονται είναι οι λέξεις που η μια γραφή δανείζεται από την Άλλη: μια ταυτολογία του αισθήματος και της διατύπωσης.

Την απάντηση, λοιπόν, για τη φύση της συνάντησης αυτής, την προσφέρει σε ένα κείμενό του ο Πωλ Ρικαίρ: «Το παρελθόν μιλά όσο το ρωτούν ζωντανοί άνθρωποι, και αληθινοί κληρονόμοι γίνονται μόνο οι ερμηνευτές του»[2]. Να λοιπόν πού συναντιούνται ο Αποστόλης Αρτινός με την Αικατερίνη Αγάθου: στον αναχρονισμό που αντιλαμβάνεται το παρόν ως ανέφικτη ενθύμηση. «Ο άλλος δεν είναι ποτέ εκεί όπου εσύ γράφεις, είναι εξαρχής αυτό που είναι πάντα ο άλλος, μια ανάμνηση» [σελ. 85], αναφέρει ο Αρτινός και, φυσικά, γνωρίζει ότι ετούτη η συνθήκη της απουσίας και της αποσιώπησης αφορά και το ίδιο το υποκείμενο του γράφοντος, που θεραπεύει την αγωνία της έλλειψης με τη φαντασία. Μια και η μνήμη ποτέ δεν αποδεικνύεται επαρκής. Είναι αυτή η επίγνωση που επιτρέπει στον Αρτινό να ομολογήσει στο τέλος του βιβλίου: «Μυθιστόρημα! Τι άλλο;». Με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο Λοτρεαμόν παραδίδει το πρωτείο της γλώσσας στην οικοδομούσα φαντασία: «...βρήκα τον οριστικό λογοτεχνικό μου τύπο. Τον καλύτερο: είναι το μυθιστόρημα!»[3].
Επιστρέφουν έτσι σ' εμάς, μέσα από την εμβληματική φράση του Ρικαίρ, οι σταθεροί, θεμελιώδεις και πάντοτε παρόντες συμμέτοχοι στο έργο της λογοτεχνίας: το παρελθόν, οι ζωντανοί άνθρωποι, η κληροδοσία, η ενθύμηση, η ερμηνεία... Εντούτοις είναι −εν προκειμένω− η φύση της επιστολογραφίας τέτοια που επιτείνει και φέρνει δραστικά στο προσκήνιο την αδιάρρηκτη περιπλοκή των στοιχείων αυτών. Υπογραμμίζω εκείνο το χαρακτηριστικό της που εντοπίζω ως την ουσιωδέστερη υπόδειξη για τη λογοτεχνική πρακτική του Αποστόλη Αρτινού: η επιστολή είναι ο αποκεκρυμμένος διάλογος. Η απεύθυνση του γράφοντος (και παραδειγματικώς του επιστολογράφου) δεν είναι το μονόδρομο άνυσμα μιας φωνής που επιζητά, αναζητά, αξιώνει, ενίοτε εκβιάζει, μιαν εγνωσμένα ανέφικτη απάντηση. Η απεύθυνση του επιστολογράφου αναπληρώνει διά της γραφής την εμπεδωμένη απουσία, και για να γραφτεί εξαρχής, εμπλέκεται σε έναν οιονεί διάλογο με τον Άλλον.
Ο λόγος του Άλλου ενυπάρχει εκεί... διαλάθει ανάμεσα στις λέξεις, τις φράσεις, τους συνειρμούς, τις λογής άδηλες λογοκρισίες, στις δικαιολογίες, τις πλάνες και τις αποκρύψεις. Η ανάμνηση του Άλλου γίνεται τότε μια ζωντανή παρουσία μέσω της γραφής, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο η ζωογόνος πνοή του Καββαλιστή δίνει υπόσταση στο γκόλεμ. Ομολογεί ο Αρτινός: «Θέλω να σκέφτομαι αυτές τις ώρες των γραμμάτων» [σελ. 85]. Με τον ίδιο τρόπο η Μπεμπούλα «ζει με τον Άλλον» τη στιγμή ακριβώς που γράφει. Μόνο που ο γράφων, εκείνη τη «στιγμή των γραμμάτων», τη «στιγμή της γραφής», ενώ κατασκευάζει τον Άλλον, την ίδια στιγμή κρύβεται από εκείνον. Γιατί συμβαίνει και αυτό: η γραφή επιτελείται ως αυτό που απομένει, που διασώζεται ή −αν θέλετε− ως αυτό που είναι εφικτό. Είναι αυτό που ονομάζει ο Ντολεζέλ: «Ευγενές υπόλοιπο»[4]. Το συνολικό ψυχικό φορτίο, με όλο του το βάρος, ο επιστολογράφος / ο συγγραφέας, δεν δύναται να το διατυπώσει ποτέ. Όχι μόνο επειδή δεν το γνωρίζει −το όριο τίθεται ακόμα νωρίτερα− αλλά επειδή δεν έχει το σθένος να το καταστήσει συνειδητό ως γλώσσα. Κι έτσι, αφήνει τη γραφή να το μεταβολίσει μέσα από την τυχαία συμπαραδήλωση. Ο σπαραγμός της Μπεμπούλας δεν θα εγγραφεί ποτέ κυριολεκτικώς στο επιστολόχαρτο. Η συγκινησιακή ενόρμηση του Αποστόλη Αρτινού δεν θα εντοπιστεί ποτέ σε όλο της το βάθος πουθενά μέσα στο βιβλίο του.
Αντιγράφω ένα αγαπημένο μου απόσπασμα από το βιβλίο The Telling της Λώρας Ράιντινγκ Τζάκσον: «Γνωρίζουμε ότι είμαστε εξηγήσιμοι, αλλά μη εξηγημένοι. Πολλά από τα λιγότερο σημαντικά πράγματα που μας αφορούν έχουν ήδη λεχθεί, όμως τα ουσιαστικά πράγματα παραμένουν ανείπωτα. Και τίποτα δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψή τους. Ωσότου η ιστορία για τον ελλείποντα εαυτό μας ειπωθεί, ό,τι κι αν λεχθεί θα είναι ανεπαρκές – θα συνεχίζουμε, σιωπηλά, να το επιθυμούμε»[5].
Αντιγράφει στο τετράδιό της η Μπεμπούλα από τον «Καθηγητή» της Σαρλότ Μπροντέ: «Κι ο νους εκείνου που θρηνεί γεμίζει με εικόνες, μπορεί όχι και τόσο καλοχαραγμένες, όμως υπέρλαμπρες [...] κι ενώ ποτέ η θλίψη δεν θα τον εγκαταλείψει εντελώς, βρίσκει ωστόσο το κουράγιο που χρειάζεται για να την αντέξει» [σελ. 131].
Με τον ίδιο τρόπο, αυτό που συμβαίνει τη στιγμή που γράφουμε, μας διαφεύγει πάντοτε ως ανομολόγητος συνειρμός, και ό,τι απομένει στο κείμενό μας δεν είναι παρά μόνο κάποια εικόνα του, όχι και τόσο καλοχαραγμένη. Πολλές φορές όμως, υπέρλαμπρη.
Γράφοντας, προσπαθούμε να μεταμορφώσουμε τις σκέψεις σε ιδέες. Με άλλα λόγια, να τους δώσουμε ένα όνομα διαφορετικό από το δικό μας. Σε αυτή την προσπάθεια, δεν κατέχουμε παρά ένα συνονθύλευμα και τίποτε άλλο. Και νομίζουμε ότι μπορούμε να φτιάχνουμε τους εαυτούς μας κατά βούληση, ενώ στην ουσία περιμαζεύουμε αποσπάσματα για να φτιάξουμε έναν καθησυχαστικό εαυτό που μας περιγελά. Αλλά το να είσαι συγγραφέας σημαίνει ότι, παρ’ όλα αυτά, επιθυμείς ακόμη να επιστρέψεις στο νόημα. Σημαίνει ότι προσπαθείς να βρεις το «πριν» μέσα στο «μετά». Ας πούμε λοιπόν μόνο αυτό, μέσα από τον αναδιατακτικό λόγο του Γιώργου Βέλτσου: «Ο συγγραφέας προσπάθησε να αφαιρέσει αυτό που ήξερε, από αυτό που είχε μόλις νιώσει»[6].
Αναφέρθηκα μόλις παραπάνω στο βιβλίο του Αποστόλη Αρτινού επιλέγοντας εμπρόθετα την κτητική αντωνυμία ως πλεονασμό. Είπα «το βιβλίο του» και επέμεινα σ' αυτό, για να μου επιτραπεί να αντιστρέψω και πάλι τον λόγο. Ό,τι σημείωσα ως τώρα, θα μπορούσαμε να το απευθύνουμε με την ίδια δραστικότητα στην Αικατερίνη Αγάθου. Ό,τι μπορούμε να διακριβώσουμε για τη γραφή αφορά και εκείνη ως επιστολογράφο. Αλλά με μια διαφορά: οι ρόλοι διαφέρουν. Το λογοτεχνικό προνόμιο ανήκει στον Αποστόλη Αρτινό. Είναι η επιλογή συνομιλητή που διακρίνει τα πρόσωπα. Η Μπεμπούλα επιλέγει κάθε φορά τον παραλήπτη των επιστολών της. Ο Αποστόλης Αρτινός επιλέγει ως συνομιλητή τη Μπεμπούλα, αλλά με αυτό το βιβλίο ανοίγει τη συνομιλία ετούτη σε όλους μας.

Ο Χρήστος Χρυσόπουλος είναι συγγραφέας


[1]    Αποστόλης Αρτινός, Τα γράμματα της Ντόρας, Σμίλη, 2012.
[2]    Πωλ Ρικαίρ, Λόγος και σύμβολο, μετάφραση Μαβίνα Πανταζάρα, εκδόσεις Αρμός, 2003, σ. 13.
[3]    Λωτρεαμόν, «Μαλντορόρ», μετάφραση. Στρατής Πασχάλης, Νεφέλη 2011, σελ. 286.
[4]    Lubomir. Dolezel, Heterocosmica: Fiction and Possible Worlds. Re-visions of Culture and Society, The Johns Hopkins University Press, 2000.
[5]    Laura Riding Jackson, The Telling, Carcanet Press, 2005.
[6]    Γιώργος Βέλτσος, Η μη-κοινωνιολογία, Νεφέλη, Αθήνα, 1988.

Δεν υπάρχουν σχόλια: