29/4/18

Τι ήταν, τέλος πάντων, ο Νικόλαος Κάλας;


ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Την περασμένη Τρίτη, στον φιλόξενο, και πράγματι πνευματικό χώρο του Polis art cafe, παρουσιάστηκε το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, Ο μοντερνιστής κριτικός Νικόλας Κάλας (εκδόσεις Αρμός). Αμέσως μετά (και παρά), τις εμπεριστατωμένες εισηγήσεις του Ντένη Ζαχαρόπουλου και του Θεοδόση Πυλαρινού, αναπτύχθηκε ένας έντονος διάλογος, όπου εκφράστηκε η σύνολη και παρατεταμένη θεωρητική και καλλιτεχνική αμηχανία απέναντι στην «περίπτωση» Κάλας (όπως ακριβώς συνέβη παλαιότερα με τον Καρυωτάκη, τον Καβάφη, τον Σολωμό, όπως ακριβώς συμβαίνει ακόμα με τον Ροΐδη ...).
Η αμηχανία έναντι του Κάλας εκφράστηκε, πρώτον, επί του θεωρητικού του στίγματος. Υπήρξε «νεωτερικός», «μοντερνιστής» «φροϋδομαρξιστής», «τροτσκιστής» κλπ; Δηλαδή, τέλος πάντων, σε ποιον από τους «ισμούς» εντάσσεται; Γιατί ακόμα και επί τέτοιων θεμάτων, όταν αναφερόμαστε στον Κάλας, δεν αντέχουν οι συνήθεις κατατάξεις και τακτοποιήσεις.
Ο λόγος; Ως ελαχιστότατη ένδειξη, επισημαίνω μια αναφορά του Κάλας στη θεωρία «του Dziga Vertof, του Ρώσου πρωτοπόρου κινηματογραφιστή – που υποστηρίζει ότι η μηχανή πρέπει να παρουσιάζεται σαν πρόσωπο που βλέπει και ακούει (Kinoki και Radioki) και μας περιγράφει, στη σκηνή, αυτή την καινούρια άποψη της ζωής».
Αν λοιπόν το 1931 (γράφοντας τα παραπάνω στο περιοδικό Κύκλος) ο νεαρός Κάλας γνώριζε και αντιμετώπιζε τη μεταμυθοπλασία που εισήγαγε στον κινηματογράφο ο Βέρτοφ, με τα μανιφέστα του και την ταινία του Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή, 1929, (τη μεταμυθοπλασία που μόλις σήμερα τη συζητάμε...), μπορεί κανείς να υποθέσει όχι μόνο την απόσταση που διένυσε ο Κάλας στις θεωρητικές του επεξεργασίες, αλλά και την απόσταση της νεοελληνικής κουλτούρας από αυτές.

Δεύτερον, στη συζήτηση εκφράστηκε η γνωστή αντίρρηση, για το αν τα λιγοστά ποιήματα που έγραψε ο Κάλας, κυρίως στο μεσοπόλεμο, είναι όντως ποιήματα. Ναι, όντως δεν μοιάζουν με την τότε εμφανιζόμενη «νέα ποίηση» του Σεφέρη, γιατί και πάλι βρίσκονται σε πολύ πιο προωθημένα αισθητικά συμφραζόμενα. Τόσο προωθημένα, που είναι σχεδόν αδιανόητα, ακόμα και σήμερα, για τη νεοελληνική κουλτούρα. Και μόνο έτσι είναι ποιήματα, εξαιρετικά μάλιστα. Πάλι ενδεικτικά, παραπέμπω στη διδακτορική διατριβή της Δήμητρας Γ. Καραδήμα, «Οι μεταμορφώσεις της ποιητικής του Νικολάου Κάλας» (Πανεπιστήμιο Κύπρου, 2006):
«Βασικό χαρακτηριστικό του ποιητικού ύφους του Κάλας αποτελεί η αντικαλλιέπεια· προβάλλει, έντονα και προκλητικά, μέσα από τα ποιήματα η “κακοφωνία” που έχει σαν βάση την ασυνήθιστη λέξη και τους “τραχείς” συνδυασμούς των νοημάτων. Εμφανής επίσης προβάλλει η αντιρητορική δομή των ποιημάτων, τουλάχιστον όπως εννοείται παραδοσιακά. Ο διασκελισμός σε συγκεκριμένα σημεία έχει τον ρόλο του, δηλαδή την ανισορροπία στη σχέση μορφής και περιεχομένου. Όμως, δεν προκύπτει ρυθμικό χάος, γιατί είναι εμφανής η επεξεργασία ενός διαφορετικού ρυθμού, που βασίζεται σε συγκοπές και επαναλήψεις και αναζητά τους όρους ύπαρξής του πέραν του κλασικού τόνου, πέραν του ισχύοντος μέτρου. Τηρουμένων των αναλογιών, στην ποιητική του Κάλας βρίσκεται η απήχηση των προσπαθειών της μοντέρνας μουσικής να κλονιστούν τα θεμέλια του τονικού συστήματος και να καλλιεργηθεί μια καινούρια αρμονία. Χαρακτηριστικά στοιχεία της ήταν η ασάφεια, η μορφολογική ελευθερία, ο ασύμμετρος ρυθμός, η “απελευθέρωση της παραφωνίας”. Από τα πρώτα [του] ποιήματα γίνεται εμφανές ότι ο Κάλας προβληματίστηκε πάνω στην κατάρρευση των καθιερωμένων τονικών συνόρων και πειραματίστηκε πάνω στην εισαγωγή νέων ρυθμικών συνδυασμών».
Το βιβλίο της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη θα το παρουσιάσουμε προσεχώς, όπως του αξίζει, αλλά προσώρας ας παραθέσουμε ένα από εκείνα τα αδιανόητα μεσοπολεμικά ποιήματα του Κάλας:

ΑΘΗΝΑ 1933
Τώρα που την σιωπή των ρητόρων, των σοφιστών, καταπατούν τέκνα άλλων αστών,
τεύτονες −πατρίκιοι εκπεσμένοι, ήρωες πολλών θανάτων στη Βενετιά−
Άγγλοι ποιητές με ουαλδική μορφή και σκάνδαλα βυρωνικά,
και μεταφέρονται στους στίβους και στα γήπεδά της νίκες αιγυπτιακές και ξένες,
και τακτικοί θαμώνες της ζωής της γενήκανε εκείνα τα παιδιά της Ρωμιοσύνης
που, από χώρες όπου θαυματουργούσεν ο Εφέσιος Μάξιμος,
από τόπους άλλων πίστεων
καθημερινά, πάνου σε καράβια πτωχευμένων εταιρειών, καταφθάνουν στην Αθήνα…
καιρός είναι εμείς να εγκαταλείψουμε τον περίβολο των γκρεμισμένων τειχών της.
Μόνη πια τα βράδια των θερινών μηνών ας παρακολουθεί
τον ήλιο να κρύβεται πίσω από σκουριασμένες στήλες
ενώ για τελευταία φορά παίζει με τις υδάτινες εικόνες του Ιλισού.
Έχουν κατασκευασθεί για να ποτισθούν τα πέρατα της γης, με τη δόξα πόλης που πλένεται σε άνυδρο ποτάμι
με ό,τι απομένει από την δόξα αυτή.
Και δεν υπάρχει ελπίδα να αλλάξει η σύνθεσή των
η κοίτη να σκεπασθεί με πιο πολύ νερό.
Για να πνιγούνε τώρα οι Αθηναίοι πρέπει αλλού να αναζητήσουνε για το λουτρό τους τάφο.

Μιχάλης Νικολινάκος, Καράβια στο πέλαγος, 1989, ακουαρέλα, 29 x 39 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: