22/4/18

Στο εργαστήριο του Αγίου Ιερώνυμου

Καραβάτζιο, Ο Άγιος Ιερώνυμος στο εργαστήριό του (1605-1606, Πινακοθήκη Μποργκέζε, Ρώμη



ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΖΙΡΤΖΙΛΑΚΗ

 Ένα κείμενο μπορεί πάντα να διαβάζει ένα άλλο,
και ούτω καθεξής ως το τέλος των κειμένων.
 […] Θα διαβάσει καλά όποιος διαβάσει τελευταίος
 Gérard Genette[1]


Τι είναι η «μεταμυθοπλασία» και τι ακριβώς περιγράφει αυτό το πολυσυλλεκτικό βιβλίο του Κώστα Βούλγαρη, Η μεταμυθοπλασία στη νεοελληνική πεζογραφία (εκδόσεις Βιβλιόραμα) στο οποίο η αναγραφή και μόνο των ονομάτων των (συν)συγγραφέων που συμμετέχουν καταλαμβάνει πέντε σελίδες στο «Ευρετήριο»;
Μια πρώτη αποσαφήνιση που οφείλουμε είναι ότι ο παράξενος αυτός όρος αντλεί αλλά δεν ταυτίζεται με την «metafiction», στη συμβατική ή ακαδημαϊκή της έννοια. Εννοώ τον τρόπο με τον οποίο συζητήθηκε ο όρος από την δεκαετία του 1970 έως το 1990, εστιάζοντας αρχικά σε λογοτεχνικά κείμενα του εικοστού αιώνα, με συγκεκριμένες τεχνικές που καλούν επίμονα τον αναγνώστη να συμμετάσχει στην πράξη της αφήγησης, για να συμπεριλάβει στη συνέχεια και παλαιότερα κείμενα που χαρακτηρίζονται από αυτοαναφορικότητα κι ένα είδος «ναρκισσιστικής αφήγησης».[2] Πρόκειται, εξάλλου, για γενικευμένα αιτήματα της τέχνης σ’ αυτή την περίοδο.
Ποιό είναι, λοιπόν, το αντικείμενο αυτού του βιβλίου; Μια πρώτη αίσθηση που σχηματίζει κανείς είναι ότι διαπραγματεύεται μια σειρά μείζονα ζητήματα που βρίσκονται στο επίκεντρο της σύγχρονης κουλτούρας. Επιτρέψτε μου μια αναγκαστικά σχοινοτενή παράθεση των θεματικών και των ειδών που διασταυρώνονται: Το αρχείο, η συλλογή, η παράθεση, το παράθεμα, η διακειμενικότητα, η τεχνική του μοντάζ, η οικειοποίηση, η ταύτιση γραφής και ανάγνωσης,[3] το υπερκείμενο και το παλίμψηστο (τούτη η «δευτέρου βαθμού λογοτεχνία που γράφεται διαβάζοντας», όπως σημειώνει ο Genette), είναι μερικά από αυτά.

Το επόμενο ερώτημα μοιάζει αναπόφευκτο: Ποιος είναι ο κρυφός πυρήνας γύρω από τον όποιο όλα αυτά περιστρέφονται; Η απάντηση θα μπορούσε να είναι μονολεκτική: η νεωτερικότητα, η κατανόηση της οποίας εκκρεμεί εξακολουθητικά στη χώρα μας. Και ασφαλώς η μετα-νεωτερικότητα, που για πολλούς ταυτίστηκε με τη δυσπιστία και την επιπόλαια χλεύη.
Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν, να αντιληφθούμε πως ξεδιπλώνεται το συγκεκριμένο αυτό πολυσέλιδο εγχείρημα: παραθέτω τους εννέα μεσότιτλους από το «Προοίμιο» του συγγραφέα, οι οποίοι προοικονομούν τις έννοιες-κλειδιά και τους προσανατολισμούς του: «Η νέα μορφή», «Μεταμυθοπλασία: στοιχεία μιας πραγματικότητας», «Συζητώντας με τον αναγνώστη», «Αποσυσκευάζω την βιβλιοθήκη μου», «Οι συγγραφείς, τα βιβλία και τα κείμενα», «Η τεχνική της σύνθεσης», «Πράξεις επί χάρτου», «Ιερώνυμος», «Λόγος για τη συλλεκτική δραστηριότητα».
Ο τελευταίος αυτός συλλεκτικός «λόγος», είναι νομίζω ο πλέον δηλωτικός, γιατί μας αποκαλύπτει την ταυτότητα του συγγραφέα; Πως αυτοσυστήνεται στο βιβλίο αυτό ο Κώστας Βούλγαρης; Ως ένας συλλέκτης ιδεών και κειμένων, με όλες τις σημασίες και τις συμπαραδηλώσεις που απέκτησε ο όρος τα τελευταία χρόνια. Το επόμενο στοιχείο που αντιλαμβάνεται κανείς γρήγορα είναι η υπερβολική σημασία που δίνει ο συγγραφέας-συλλέκτης στη μορφή («Η νέα μορφή»). Πρόκειται για μια νεωτερική εμμονή που φαντάζει ανακόλουθη με το γενικότερο αναθεωρητικό πλαίσιο στο οποίο κινείται η έκδοση και το οποίο μάλλον προκρίνει την αφηγηματικότητα και τους διάφορους τρόπους της ρητορικής. Ο ιστορικός Hayden White έχει δώσει έναν επιγραμματικό ορισμό που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος επί του προκειμένου: «το περιεχόμενο είναι η μορφή». Κι αυτό νομίζω ότι είναι ένα από τα κρυφά πλεονεκτήματα της έκδοσης: Η ανάδειξη των «ρητορικών θεμελίων» όλων των μορφών της σύγχρονης πολιτιστικής παραγωγής, και κατά προέκταση και της κοινωνίας. Ιδού ποιος θα μπορούσε να είναι ένας πρώτος ορισμός της «μεταμυθοπλασίας»: Η επανασημασιοδότηση της ρητορικής στη σύγχρονη ετερογενή κουλτούρα.
Ένα δεύτερο σημείο αιχμής της έκδοσης που στοχεύει στην «υπέρβαση του μοντερνισμού», είναι η ανάδειξη σε κυρίαρχο παράδειγμα τριών ιδιαίτερων ελλήνων συγγραφέων, όπως ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Θανάσης Βαλτινός και ο Γιάννης Πάνου. Πρόκειται για μια τρίπτυχη προτεραιότητα στον εκτεταμένο αστερισμό των συγγραφέων της «μεταμυθοπλασίας», που αξίζει να διερευνηθεί μαζί με ορισμένες συμπληρωματικές και παράπλευρες διευρύνσεις σε άλλα καλλιτεχνικά είδη.
Το λέω αυτό γιατί ένας πίνακας του Καραβάτζιο που «κοσμεί» −όπως συνηθίσαμε να λέμε− το εξώφυλλο της έκδοσης μπορεί να αποτελέσει ερμηνευτικό δείκτη ο οποίος σηματοδοτεί με τον καλύτερο τρόπο το θέμα. Πρόκειται για τον Άγιο Ιερώνυμο (Hieronymus) στο εργαστήριό του (1605-1606, Πινακοθήκη Μποργκέζε, Ρώμη). Στον σημαντικό αυτό εκκλησιαστικό συγγραφέα και μεταφραστή η έκδοση αφιερώνει δύο σελίδες στο «Προοίμιο» (σσ. 24-25) και μια αναφορά στο ευρετήριο (σ. 468), αλλά η σημασία του αποδεικνύεται πολύ μεγαλύτερη.

Η αποστολή του μεταμυθοπλάστη

Αξίζει να παρατηρήσουμε προσεκτικά τον πίνακα του Καραβάτζιο: Σ’ ένα σκοτεινό και απροσδιόριστο χώρο διακρίνουμε τον ηλικιωμένο και σχεδόν ημίγυμνο Ιερώνυμο, να μην αναπαρίσταται τόσο ως ερημίτης αλλά ως άνθρωπος των γραμμάτων. Κάθεται και διαβάζει, σκυφτός και απορροφημένος, υποβαστάζοντας με το ένα του χέρι ένα βαρύ ανοιχτό φθαρμένο βιβλίο, ενώ στα λερωμένα από το μελάνι δάκτυλα του άλλου χεριού κρατά μια λευκή πένα έτοιμος να γράψει. Το βαθύ σκοτάδι του φόντου ενισχύει τη δραματική ατμόσφαιρα και μας υποχρεώνει να εστιάσουμε στα λιγοστά αντικείμενα του τραπεζιού, στο κεφάλι, στα λευκά γένια, στις ρυτίδες και στον κορμό του σώματος του Αγίου, καθώς και στην κόκκινη χλαίνη που σκεπάζει τον αριστερό του ώμο, καλύπτοντας με πτυχώσεις τα πόδια του.
Στην αριστερή πλευρά του πίνακα διακρίνουμε τις πτυχώσεις ενός λευκού υφάσματος πλακωμένου από δύο βιβλία: ένα κλειστό δερματόδετο κι ένα ανοιχτό, πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένο ένα κρανίο. Η παρουσία του κρανίου το οποίο έχει την ίδια κλίση με το κεφάλι του Αγίου− μας ξαφνιάζει, δημιουργώντας μια ανησυχητική ατμόσφαιρα. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για θανατολαγνεία ή για κάποια μακάβρια επίδειξη, αλλά για έναν τυπικό συμβολισμό της Δυτικής ζωγραφικής των αρχών του 17ου αιώνα, που μας θυμίζει την αδυναμία αποφυγής του θανάτου αλλά και την ματαιότητα των γήινων υλικών αγαθών στην ανθρώπινη ζωή.
Ο πίνακας του ιταλού ζωγράφου αναπαριστά με αλληγορικό τρόπο τι ήταν εκείνο που έκανε γνωστό τον Ιερώνυμο: Η μετάφραση στα λατινικά της Αγίας Γραφής, με βάση τις εβραϊκές και τις ελληνικές πηγές του κειμένου. Εκείνο όμως που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι η αποστολή αυτή του μεταφραστή ταυτίζεται εδώ με την αλληγορική φιγούρα της στοχαστικότητας − προοίμιο της μελαγχολικής ενδοστρέφειας που θα ακολουθήσει: Ο Άγιος Ιερώνυμος, μεταφράζοντας την Αγία Γραφή, γίνεται το κατεξοχήν εικονογραφικό παράδειγμα του ουμανιστή διανοούμενου, ο οποίος αποδίδει τους καρπούς της δημιουργικής ενασχόλησής του βυθισμένος στο σκοτεινό studiolo του. Η στάση αυτή του σκεπτόμενου διανοουμένου είναι ήδη γνωστή από τον 14ο αιώνα (Ghirlandaio κ.ά) με απεικονίζεις ποιητών, στοχαστών, αλλά και των Πατέρων της Εκκλησίας, πράγμα που συνήθως λησμονούμε να αναφέρουμε. Η έξαψη της «αριστερής μελαγχολίας», που φούντωσε στον εγχώριο διάλογο με υπερβολικά λυρικούς τόνους, διαθέτει κάποιες αναγνωρίσιμες ρίζες σ’ αυτήν την παράδοση.
Από το έδαφος αυτό αναδύεται η μήτρα όλης της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας, όπου το αρχαιότατο ενώνεται με το νεότατο (νεωτερικό), το πρωτότυπο με τη μετάφραση, η εκφραστικότητα με την αλληγορία. Ιδού γιατί Ο Άγιος Ιερώνυμος στο εργαστήριό του ανακαλεί το μέγα θέμα της ατελεύτητης γλωσσικής συμπλήρωσης και απεικονίζει τα καταγωγικά ίχνη του δύστροπου αυτού όρου της «μεταμυθοπλασίας». Στο ίχνη αυτά συμπεριλαμβάνονται η συλλογή, η περισυλλογή, η μεταγραφή, ακόμη και η αντιγραφή. Εφεξής, κάθε μεταγενέστερο κείμενο –ή έργο τέχνης− μας ωθεί, ρητά ή υπόρρητα, να «διαβάσουμε» ή να θυμηθούμε κάποιο προγενέστερο.
Έτσι, μείζων συμβολή της «μεταμυθοπλασίας» είναι ότι έννοιες-φετίχ της Δυτικής νεωτερικότητας, όπως η «πρωτοτυπία», η «αυθεντικότητα», και η ίδια η «δημιουργία», χρειάζονται ριζική αναθεώρηση. Η επεξεργασία της πρωτότυπης μορφής με βάση μια πρώτη ύλη αντικαθίσταται από την οικειοποίηση, κι έναν τρόπο καλλιτεχνικής εργασίας που βασίζεται σε προϋπάρχων υλικό. Όπως σωστά έχει εξηγήσει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στην Αποστολή του μεταφραστή : «η ιδέα της ζωής και της μετά θάνατον ζωής των έργων τέχνης πρέπει να εκληφθεί ως μια μη μεταφορική αντικειμενικότητα».
Παραθέτοντας, λοιπόν, αποσπάσματα από κείμενα συγγραφέων, όπως ο Αβερρόης, ο Τζόρτζιο Αγκάμπεν, ο Ευγένιος Αρανίτσης, ο Δημήτρης Δημητριάδης, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Κ. Π. Καβάφης, ο Ηλίας Λάγιος, η Ευαγγελία Λεδάκη, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, ο Γρηγόριος Ναζιανζινός, ο Κωστής Παπαγιώργης, η Τζίνα Πολίτη, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Γιώργος Χειμωνάς και πολλοί άλλοι, ο Κώστας Βούλγαρης μας υποβάλλει την ιδέα πως η «μεταμυθοπλασία» μπορεί να είναι μια διακριτή πολιτισμική στάση στην εποχή του ιλίγγου της πληροφορίας. Με θελκτικό προβάδισμα της πολιτιστικής μνήμης και της δυνατότητας γλωσσικής συμπλήρωσης, που μας πηγαίνουν πέραν της πληροφορίας, σε κάτι μυστηριώδες, κι ενίοτε, αβυσσαλέο.
Στο ίδιο πλαίσιο, ο Γάλλος θεωρητικός της τέχνης Nicolas Bourriaud πρότεινε τον επιχειρησιακό όρο της «μεταπαραγωγής»,[4] και παραδειγματική φιγούρα όχι τον Άγιο Ιερώνυμο αλλά τον DJ και τον προγραμματιστή. Μπορούμε τώρα ν’ αρχίσουμε να συζητάμε τις διαφοροποιήσεις, αλλά και τις πιθανές συσχετίσεις και συνδυασμούς.

Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης διδάσκει στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Παν/μίου Θεσσαλίας και είναι καλλιτεχνικός σύμβουλος του Ιδρύματος ΔΕΣΤΕ

[1] Παλίμψηστα. Η λογοτεχνία δευτέρου βαθμού (1982), μτφρ. Β. Πατσογιάννης, επιμ. Μ. Στεφανοπούλου, Λ. Τσιριμώκου, ΜΙΕΤ, 2018
[2] Patricia Waugh, The Theory and Practice of Self-Conscious Fiction, Routledge, London, New York, 1990 και Linda Hutcheon, Narcissistic narrative, the metafictional paradox, Routledge, London, New York, 1991.
[3] Ήδη οι «μεσαιωνικοί αναγνώστες-αντιγραφείς-συγγραφείς, ενσωμάτωναν στα χειρόγραφα τις δικές τους παρατηρήσεις […] στο περιθώριο ορισμένων κειμένων, παράγοντας ως αναγνωστική ανταπόκριση ένα πρωτογενές, άμεσο μετακείμενο, που συνδέεται μαζί του τόσο μεταφορικά (λόγω αναλογίας) όσο και μετωνυμικά (λόγω φυσικής γειτνίασης)»: Βλ.Karin Littau, Theories of Reading. Books, Bodies, and Bibliomania, Polity Press, Cambridge-Malden 2006.
[4] Nicolas Bourriaud, Μεταπαραγωγή. H κουλτούρα ως σενάριο: πώς η τέχνη επαναπρογραμματίζει τον κόσμο, μτφρ. Δημήτρης Γκινοσάτης, έκδοση της ΑΣΚΤ, Αθήνα 2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια: