ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΚΟΤΣΗ
Ποιοι
είναι Έλληνες στα χρόνια της επανάστασης του ’21; Με τι σχετίζεται η απόδοση σε
κάποιον της ελληνικής ιθαγένειας; Αποτελεί κριτήριο η γλώσσα και η ορθοδοξία;
Ποιος είναι ο ρόλος της Ελληνικής Επικράτειας, και της «εθνικής γης»; Ποιοι και
μέσα από ποιες διαδικασίες θεωρούνται «εθνικοί ήρωες»; Ποια είναι η σχέση των
«εθνικών ηρώων» με την «εθνική γη»; Ποιες πληθυσμιακές, κοινωνικές ομάδες
θεωρούνται «ηρωικές»;
Έλληνες
είναι… Ένα από
τα πρώτα ζητήματα που απασχόλησαν τις «Εθνικές Συνελεύσεις» των επαναστατημένων
Ελλήνων ήταν ποιοί θεωρούνται Έλληνες. Στο πρώτο ελληνικό σύνταγμα της
Επιδαύρου (1822)[1] αναφέρεται ότι Έλληνες είναι
«όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας
της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν».[2]
Δύο επομένως προϋποθέσεις τέθηκαν στο
Σύνταγμα του 1822, ρύθμιση που επαναλαμβάνεται και στα επόμενα Συντάγματα των
επαναστατικών χρόνων: Να είναι κάποιος «αυτόχθων» κάτοικος της Επικράτειας της
Ελλάδας αλλά και χριστιανός, χωρίς όμως να γίνεται αναφορά στην ορθοδοξία. Απουσιάζουν
η γλώσσα και η εξ αίματος καταγωγή. Με τον τρόπο αυτό θεωρήθηκαν Έλληνες και όλοι
οι Αρβανίτες, ως αυτόχθονες και χριστιανοί, αλλά και ο οποιοσδήποτε αυτόχθων κάτοικος
και χριστιανός, ανεξάρτητα αν ήταν ορθόδοξος ή καθολικός.
Στο Σύνταγμα της Επιδαύρου
σημειώνεται επίσης ότι η Διοίκηση θα εκδώσει προσεχώς νόμο για την
πολιτογράφηση των ξένων που επιθυμούν να γίνουν Έλληνες.
Στο Σύνταγμα του Άστρους (1823)[3]
επαναλαμβάνεται η ρύθμιση, ότι είναι Έλληνες οι αυτόχθονες της Ελληνικής
Επικράτειας που πιστεύουν στον Χριστό. Όμως εδώ προστίθεται μια νέα διάταξη για
όσους θα έλθουν από το εξωτερικό. Αυτοί μπορούν να γίνουν Έλληνες εφόσον έχουν
«πάτριον την Ελληνικήν φωνήν»,
πιστεύουν στον Χριστό και, αφού παρουσιαστούν σε κάποια τοπική Αρχή Ελληνικής
Επαρχίας, ζητήσουν να συμπεριληφθούν στους Έλληνες πολίτες.
Πολιτογραφούνται εξ άλλου Έλληνες οι
«αλλοεθνείς», εφόσον παραμείνουν πέντε ολόκληρα έτη στην Ελλάδα, δεν
καταδικαστούν σε κάποιο έγκλημα και αποκτήσουν κατά το διάστημα αυτό «ακίνητα κτήματα».
Προβλέπεται επίσης η πολιτογράφηση,
για εκείνους από τους «αλλοεθνείς» που προσφέρουν «μεγάλα ανδραγαθήματα» και σημαντικές εκδουλεύσεις για τις ανάγκες
της πατρίδας, με την προϋπόθεση της «χρηστότητας
των ηθών» τους.
Στο Σύνταγμα της Γ΄ Εθνικής
Συνέλευσης της Τροιζήνας (1827),[4] εκτός
των όσων προβλέφτηκαν με τα δύο
προηγούμενα Συντάγματα, θεσπίστηκαν και ορισμένες νέες περιπτώσεις απόκτησης
της ελληνικής ιθαγένειας. Ειδικότερα, αναφέρεται ότι Έλληνες είναι:
- όσοι
αυτόχθονες της Ελληνικής Επικράτειας πιστεύουν στον Χριστό.
- όσοι
από εκείνους που ζουν υπό τον Οθωμανικό ζυγό και πιστεύουν στον Χριστό, έλθουν
στην Ελληνική Επικράτεια για να αγωνιστούν ή να κατοικήσουν σε αυτήν.
- όσοι,
σε ξένες Επικράτειες «είναι γεννημένοι από
πατέρα Έλληνα».
- όσοι
«αυτόχθονες και μη» καθώς και οι
απόγονοί τους, που πολιτογραφήθηκαν σε ξένες Επικράτειες, έλθουν στην Ελληνική
Επικράτεια πριν τη δημοσίευση του Συντάγματος αυτού (της Τροιζήνας) «και ορκισθώσι τον Ελληνικόν όρκον»
- όσοι
ξένοι έλθουν και πολιτογραφηθούν.
Μπότσαρης |
Όμως, από την επαναλαμβανόμενη βασική
διάταξη, για το ποιος είναι Έλληνας, προέκυψαν ορισμένα ζητήματα. Το πρώτο
αφορά στην έκταση, τα όρια της Ελληνικής Επικράτειας, τα οποία δεν θα μπορούσαν
να είναι σαφή όσο ο απελευθερωτικός αγώνας συνεχιζόταν,[5] κάτι
το οποίο συνέβαινε κατά την χρονική περίοδο ψήφισης και των τριών παραπάνω Συνταγμάτων.
Το δεύτερο σχετίζεται με τη στάση των Ελλήνων καθολικών χριστιανών του Αιγαίου,
οι οποίοι μέχρι και το 1821 προστατεύονταν από τη Γαλλία. Οι καθολικοί αυτοί,
παρότι με βάση τα παραπάνω κριτήρια θεωρούνταν Έλληνες, για διάφορους λόγους,
επέλεγαν την προστασία της Γαλλίας, κάτι το οποίο προκαλούσε την αντίδραση του
Ελληνικού Κράτους.[6]
H έννοια της μεταβαλλόμενης και
ρευστής Ελληνικής Επικράτειας στα χρόνια του απελευθερωτικού αγώνα συνδέεται επομένως
άμεσα με την απόκτηση/απόδοση της Ελληνικής ιθαγένειας, λόγω του κριτηρίου της
αυτοχθονίας.
Το εύρος όμως της Ελληνικής
Επικράτειας, σχετίζεται και εξαρτάται, εκτός των άλλων, και από τις συνεχιζόμενες
πολεμικές επιχειρήσεις, τη συμμετοχή τους σε αυτές διαφόρων ομάδων ή ατόμων,
ακόμη και «αλλοεθνών». Όποιος, ή όποιες ομάδες επομένως συμμετέχουν σε αυτές
τις πολεμικές επιχειρήσεις συμβάλλουν στη διεύρυνση της Επικράτειας και τους
αποδίδεται η ελληνική ιθαγένεια, κυρίως γιατί καθίστανται αυτόχθονες, εφόσον η
έκβασή τους είναι επιτυχής, με την απελευθέρωση της περιοχής τους. Ακόμη όμως
και στην περίπτωση που δεν απελευθερωθεί η περιοχή τους, μπορούν τα άτομα αυτά
να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια, σύμφωνα με τη σχετική ρύθμιση του
Συντάγματος της Τροιζήνας, ως χριστιανοί που ζουν υπό τον Οθωμανικό ζυγό και
πιστεύουν στον Χριστό, εφόσον έλθουν στην Ελληνική Επικράτεια για να
αγωνιστούν.
Υπ’ αυτή την έννοια, βάσει τους
Συντάγματος της Τροιζήνας, η συμμετοχή και μόνο στις πολεμικές επιχειρήσεις
αποτελεί κριτήριο για την απόδοση της ελληνικής ιθαγένειας για όσους
χριστιανούς ζουν υπό τον Οθωμανικό ζυγό.
Έχουμε επομένως, κατά τη διάρκεια των
πολεμικών επιχειρήσεων για την απελευθέρωση και για να υπάρξει Ελληνική
Επικράτεια, μια σύνθετη διαδικασία όπου, συνήθως, ένα άτομο, μέλος μιας ομάδας,
καθίσταται Έλληνας, ως αυτόχθων, και στη συνέχεια αναγνωρίζονται οι υπηρεσίες
του, ο ηρωισμός του, με παράσημα, αξιώματα,[7] αλλά και μέσω της απόδοσης εθνικής
γης, ως αποζημίωση για τις υπηρεσίες του στον αγώνα.[8]
Αντίστοιχα συμβαίνουν και με τις
ομάδες, Υδραίοι, Σπετσιώτες, Ψαριανοί,[9] Κρητικοί,
Σουλιώτες, κλπ.). Η διαδικασία αυτή μπορεί να είναι και διαφορετική. Λόγω της
συμμετοχής στις πολεμικές επιχειρήσεις αποκτά κάποιος την ελληνική ιθαγένεια,
αλλά και ο «αλλοεθνής» μέσω των «μεγάλων ανδραγαθημάτων»
και των σημαντικών εκδουλεύσεων για τις ανάγκες της πατρίδας.[10]
Ενώ λοιπόν σε εκείνον που συμμετέχει
στις πολεμικές επιχειρήσεις και ιδίως στον ήρωα παραχωρείται «εθνική γη»,[11] αντίθετα,
στον προδότη, στον προσκυνημένο επιφυλάσσονται διάφορες τιμωρίες, μεταξύ δε των
άλλων, και η δήμευση της γης που κατέχει.
Θυμίζουμε την επιστολή,[12] που
απέστειλε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, με την οποία προειδοποιεί τους κατοίκους των
χωριών Νεζερών και Πάτρας, για μια τελευταία φορά, να μετανοήσουν «δια την αισχράν πράξιν» που διέπραξαν,
να προσκυνήσουν τον Ιμπραήμ. Μάλιστα τονίζεται ότι ανεξάρτητα από την αιτία που
οδηγήθηκαν σ’ αυτήν την πράξη, οφείλουν εντός δύο ημερών να μετανοήσουν. Αν δεν
το πράξουν, «τα στρατεύματα του έθνους»
θα εισβάλλουν στα χωριά τους, θα τους γδύσουν», θα τους σκοτώσουν, ενώ όλα
τα υπάρχοντά τους, χωράφια, αμπέλια και σπίτια, θα δημευθούν («θα γίνουν εθνικά»). Εν ολίγοις, αυτά που
γλύτωσαν προσκυνώντας τον Ιμπραήμ, τις ζωές τους και την ακίνητη περιουσία τους,
εφόσον δεν μετανοήσουν, απειλούνται άμεσα να τα χάσουν.
Ο
Θ. Κολοκοτρώνης, αλλά και οι άλλοι οπλαρχηγοί, πριν του παραδοθούν ακίνητα από
την «εθνική γη», ως επικεφαλής ή πρωταγωνιστής των πολεμικών επιχειρήσεων,
αποσπά αυτοβούλως λάφυρα από τις πόλεις που καταλαμβάνονται από τους Έλληνες:
Τρίπολη, Κόρινθος, Ναύπλιο.[13] Πριν
την κατάληψη μάλιστα της Τριπολιτσάς όλοι οι σημαίνοντες οπλαρχηγοί και
πρόκριτοι, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Δημήτριος Υψηλάντης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης,
Παλαιών Πατρών Γερμανός, κλπ, συμφωνούν για τους όρους διανομής των λαφύρων «δια να μην αδικηθή κανείς στρατιώτης, ούτε η
πατρίς δια την οποία πολεμούμεν».[14]
Στις 7 Απριλίου 1823, και αφού έχει
ολοκληρωθεί τέσσερις μήνες νωρίτερα η κατάληψη του Ναυπλίου, η «Εθνική
Συνέλευση» του Άστρους, «επειδή θεωρεί το
Ναύπλιον εθνικόν κτήμα», δίνει την εντολή στον Θ. Κολοκοτρώνη να της παραδώσει
το Ναύπλιο, το Παλαμήδι και το Μπούρτζι, χωρίς μάλιστα την παραμικρή αναβολή.[15] Ο
Κολοκοτρώνης, απαντώντας στη «Σεβασμιωτάτη
Συνέλευση» αρνείται να προβεί στην παράδοση, με την αιτιολογία ότι η Εθνική
Συνέλευση δεν είναι Διοίκηση και μόνο στη Διοίκηση, όταν αυτή συσταθεί,
πρόκειται να τα παραδώσει.[16]
Κατασκευάζοντας ήρωες. Κατά τη διάρκεια
του απελευθερωτικού αγώνα, αλλά και στα κατοπινά χρόνια, εκτός από τους
μεμονωμένους αγωνιστές και ορισμένες πληθυσμιακές ομάδες θέτουν στο Κράτος αιτήματα
αναγνώρισης, αλλά και αποζημίωσης για τις πολεμικές τους υπηρεσίες. Κάποιοι από
αυτούς, όπως οι κάτοικοι των Σπετσών, της Ύδρας και των Ψαρών κατορθώνουν και
ικανοποιούν, σε ένα βαθμό, τα αιτήματά τους, κάποιο άλλοι, όπως οι «Ολύμπιοι»,
όχι.[17]
Είτε μεμονωμένοι αγωνιστές, είτε
πληθυσμιακές ομάδες, εκτός από την κρατική αναγνώριση προσβλέπουν στη συμβολή
των βιογράφων και των συντακτών απομνημονευμάτων και ιστορικών μαρτυριών.[18] Άλλωστε
η κρατική αναγνώριση από μόνη της δεν είναι αρκετή για να καθιερώσει κάποιον ως
εθνικό ήρωα, κάτι το οποίο άλλωστε γνωρίζουν καλά τα τιμώμενα πρόσωπα και οι
αντίπαλοί τους.
Από τη θεσμική αυτή διαδικασία/πραγματικότητα,
που έχει να κάνει με την αναγνώριση της ιθαγένειας και την απόδοση αξιωμάτων
και «εθνικής γης», φαίνεται ότι απουσιάζουν οι παλιοί κλέφτες. Οι τελευταίοι
είτε ενσωματώνονται στις «άτυπες» ομάδες
που λαμβάνουν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις, προσδοκώντας και αξιώνοντας και
αυτοί τα σχετικά προνόμια, είτε συνεχίζουν τις ίδιες πρακτικές,
αντιμετωπιζόμενοι από το νεοσύστατο Κράτος ως ληστές. Αν κάτι διεκδικούν τα
μέλη των παλιών ένοπλων ομάδων των κλεφτών και αρματολών στα χρόνια της
επανάστασης, αυτό γίνεται στο όνομα της τωρινής τους συμμετοχής στις πολεμικές
επιχειρήσεις. Η μυθολογία γύρω από την προεπαναστατική δράση τους θα αναπτυχθεί
σε μεταγενέστερους χρόνους.
Ο Κωνσταντίνος Γκότσης είναι
ιστορικός
[1]. «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος κατά την εν Επιδαύρω Α΄ Εθνικήν
Συνέλευσιν»
[2]. Ως
προς τα δικαιώματά τους προβλέπεται ότι όλοι οι Έλληνες είναι «όμοιοι ενώπιον των νόμων», χωρίς καμιά
εξαίρεση, βαθμό, κλάση ή αξίωμα. Μάλιστα σημειώνεται ότι και εκείνοι που θα
έλθουν από το εξωτερικό να κατοικήσουν ή να «παροικήσουν» στην Επικράτεια της
Ελλάδας είναι «όμοιοι με τους αυτόχθονας
κατοίκους ενώπιον των Νόμων». Η ίδια ρύθμιση επαναλαμβάνεται στο Σύνταγμα
του Άστρους (1823).
[3]. «Νόμος της Επιδαύρου, ήτοι προσωρινόν
Πολίτευμα της Ελλάδος κατά την εν Άστρει Β΄ Εθνικήν Συνέλευσιν»
[4] . «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος κατά την εν Τροιζήνι Γ΄ Εθνικήν Συνέλευσιν»
[5]. Για το ζήτημα αυτό βλ.
Ελπίδα Βόγλη, «Έλληνες το γένος». Η
ιθαγένεια και η ταυτότητα στο εθνικό κράτος των Ελλήνων (1821-1884),
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2007, σελ. 85-88.
[6]. Βλ. Ελπίδα Βόγλη, ό.π.,
σ. 71-81.
[7]. Με
διάφορες αποφάσεις απονέμονται στρατιωτικά αξιώματα, προαγωγές. Ενδεικτικά
αναφέρουμε ότι με το υπ’ αριθμ. 1373 Προβούλευμα του Εκτελεστικού, προήχθησαν
σε στρατηγούς οι Ανδρέας Ίσκου, Γιαννάκης Γιολδάσης, Γεώργιος Τζίγκας, Πάνος
Κολοκοτρώνης, Μήτζος Κοντογιάννης. Η προαγωγή αυτή εγκρίθηκε ομόφωνα από το
Βουλευτικό με το υπ’ αριθμ. 99 Προβούλευμα στις 5 Ιουνίου 1823. Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τομ. 2,
σ. 60. Με το υπ’ αριθμ. 1686 Προβούλευμα του Εκτελεστικού, προήχθησαν σε
στρατηγούς οι Ζυγούρης, Τζαβέλλας, Θεόδωρος Γρίβας, Ιωάννης Ράγκος, Γεώργιος
Καραϊσκάκης, Δημήτριος Μακρής, Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τομ. 2,
σ. 72. Αντίθετα με το Προβούλευμα 910 της 26ης Μαΐου 1823 του
Εκτελεστικού, προτείνεται να κηρυχθούν έκπτωτοι των αξιωμάτων τους «όταν δεν ακολουθούν τα χρέη των εις τας
εκστρατείας» και όποιος από τους ορισθέντες να εκστρατεύουν, στρατηγός ή
αξιωματικός, δεν εκστρατεύσει με τους στρατιώτες του, να είναι έκπτωτος του
βαθμού του, Αρχεία Ελληνικής
Παλιγγενεσίας, τομ. 2, σ. 54. Φαίνεται μάλιστα ότι ήταν τόσοι πολλοί οι
στρατιωτικοί προβιβασμοί, ώστε το Βουλευτικό στις 6 Ιουνίου 1823 συνέταξε
Προβούλευμα προς το Εκτελεστικό να μην γίνουν προς το παρόν άλλοι προβιβασμοί,
γι’ αυτό και δεν ενέκρινε τους προταθέντες, αλλά όποιος είναι άξιος να το
προβάλει και να εγκρίνεται μετά την εκστρατεία, Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τομ. 2, σ. 64. Όμως, λίγες μέρες
αργότερα, στις 11 Ιουνίου 1823, το Βουλευτικό αποφάσισε να εγκρίνει νέους
προβιβασμούς, Αρχεία Ελληνικής
Παλιγγενεσίας, τομ. 2, σ. 69-70.
[8]. Η Ε΄
Εθνοσυνέλευση ψήφισε ως προς το ζήτημα αυτό τα ακόλουθα: «Α΄ Εις όλα τας
επαρχίας του Κράτους να διανεμηθή, κατά πόλεις, κώμας και χωρία, μερίς εθνικής
γης εις τους παλαιούς κατοίκους αυτών, τους αυτόχθονας Έλληνας, εις τους
συναγωνισθέντας μετά των αυτοχθόνων εξ αρχής και εις τους δυστυχήσαντας
προφανώς υπέρ της πατρίδος ομογενείς κατοίκους των επαρχιών οι οποίοι έλαβον τα
όπλα, Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας,
τομ. 5, σ. 57-59. Βλ. επίσης σ. 98, 100, 228-231.
[9]. Στα
επίσημα έγγραφα του Βουλευτικού γίνεται αναφορά στις «τρεις ναυτικές νήσους»
και τους ανατίθενται καθήκοντα στις πολεμικές επιχειρήσεις, Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τομ. 2,
σ. 64, 67. Ως προς τις αποζημιώσεις των τριών νήσων, Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τομ. 5, σ. 98, 107-108.
Επίσης διαβάζουμε για τα υποβληθέντα αιτήματα
των Σουλιωτών που ζητούσαν να τους δοθεί «τόπος
κατοικίας και γη προς οικονομία της ζωοτροφίας των», Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας,
τομ. 2, σ. 68.
[10].
Ενδεικτικά, στις 15 Ιουνίου 1823, πολιτογραφήθηκαν Έλληνες οι Ερνέστος Αιμίλιος
Όφμανος, Ιωάννης Τάσπαρδος - Ορέλλιος, Λ. Σχότιος Βρέμιος, Βίντερς, Φρειδερίκος
Εδουάρδος Ρεϊνέκιος, Αρχεία Ελληνικής
Παλιγγενεσίας, τομ. 2, σ. 76.
[11]. Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τομ. 3,
σ. 507-508, όπου γίνεται αναφορά στην έκδοση ψηφίσματος από την Εθνική
Συνέλευση ότι «μετά το τέλος του πολέμου,
θέλει δοθή εθνική γη δι’ ανταμοιβήν εις έκαστον των στρατιωτικών, αξιωματικόν
τε και απλούν στρατιώτην, όπου θέλει δουλεύσει
την πατρίδα, καταταττόμενοι υπό την σημαίαν του έθνους από την σήμερον,
φυλάττοντες ακριβώς τους εκδοθησομένους στρατιωτικούς νόμους».
[12] . Η
επιστολή αυτή έχει επί λέξει ως εξής: «Προς
άπαντας τους κατοίκους Νεζερών και Πάτρας, ιερείς και λαϊκούς μικρούς και
μεγάλους, άνδρας και γυναίκας». «Ως γενικός αρχηγός, και πατριώτης, ως έλλην
και χριστιανός σας έγραψα, σας εσυμβούλευσα και σας παρεκίνησα να μετανοήσετε
δια την αισχράν πράξιν, οπού επράξατε, αλλ’ εως σήμερον είτε αναισθητούντες
είτε απατούμενοι από άλλους δεν μετανοήσατε. Πατριώται! το έθνος είναι εύσπλαγχον,
συγχωρεί τους αμαρτάνοντας εις αυτό, δια τούτο σας συμβουλεύω και με την
παρούσαν να μετανοήσετε εξ όλης της καρδίας και αύριον Πέμπτην έως την Παρασκευήν
το πρωί να ελθήτε εις εμένα να ομιλήσωμεν και προσωπικώς, και να σας συγχωρήσω
εξ ονόματι του έθνους το σφάλμα σας· αν εις αυτήν την διορίαν δεν ελθήτε θα
μετανοήσετε ανωφελώς· και το κρίμα εις τον λαιμόν σας, διότι θα πέσουν τα
στρατεύματα του έθνους εις τα χωρία σας να σας γδύσουν, να σας σκοτώσουν, να
μην αφήσουν τίποτε, και τα χωράφιά σας, τα αμπέλια σας, τα οσπήτια σας θα
γίνουν εθνικά· αν όμως ελθήτε σας κάμνω όρκον ως στρατιώτης, ότι δεν θα
πειραχθήτε ούτε μίαν τρίχα, και διαλέξετε το καλλίτερον δια να μην παραπονήσθε
ύστερον. 13 Ιουλίου 1827. Ο Γεν. Αρχ. των Πελ. στρατευμάτων. Θ. Κολοκοτρώνης».
Δ. Δημητρόπουλος, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης,
Τα Νέα – Ιστορική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2009, σ. 68.
[13] .
Βλ. Δ. Δημητρόπουλος, ό.π., σ. 57-62. Σημειώνει ο Δ. Δημητρόπουλος σχετικά με
την άποψη ορισμένων επικριτών του Κολοκοτρώνη: «Εντούτοις συνήθης ήταν η κατηγορία, που εξακοντίστηκε εναντίον του από
πρόσωπα που δεν ανήκαν στο περιβάλλον του, ότι συσσώρευε πλούτο, ακόμη και από
εκείνα που του αναγνώριζαν την αξία του. Ο Γ. Γαζής, για παράδειγμα,
αναγνωρίζει ότι ο Θ. Κολοκοτρώνης είχε το “ελάττωμα της φιλοχρηματίας”, παρότι
όπως υποστηρίζει “ο μέγας πάλιν μέγας” είναι. Η εικόνα αυτή φαίνεται ότι υπήρξε
κυρίαρχη και μεταξύ των Φιλελλήνων πολεμιστών· το παρατσούκλι “Λάφυρας”, που
του προσάπτει ο Chr. Muller, αποδίδει
μια εδραιωμένη σε πολλούς γνώμη», σ. 58.
Υπήρξαν βεβαίως επιχειρήματα υπέρ αυτής της πρακτικής της λαφυραγωγίας,
ότι μέσω αυτών καλύπτονταν τα έξοδα του πολέμου. Δ. Δημητρόπουλος, ό.π., σ. 60-61,
όπου παρατίθενται τα επιχειρήματα του Φωτάκου «με αφορμή την υπόθεση των λαφύρων της Τριπολιτσάς».
[14]. Δ. Δημητρόπουλος, ό.π.,
σ. 58.
[15]. Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τομ. 3, σ. 83.
[16]. Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τομ. 3, σ. 84. Αρκετά χρόνια αργότερα,
στις 3 Μαΐου 1841, ο συμβολαιογράφος
Ναυπλίας Χαράλαμπος Παπαδόπουλος καλείται από τον Θ. Κολοκοτρώνη, να μεταβεί
στο «πέριξ της Ναυπλίας κτήμα του
ονομαζόμενο Κιουλουτεπέ», για να συντάξει τη διαθήκη του. Όπως σημειώνεται
στη διαθήκη, η περιουσία του «συνίσταται εις σπίτια, αμπέλια, σταφίδες,
περιβόλια, μύλους, δέντρα διάφορα, πρόβατα, ασημικά, τζεβαϊρικά [:κοσμήματα], άρματα, σκεύη διάφορα, τραπέζας και λοιπά».
Αφήνει λοιπόν κληρονόμους του, εκτός από τα εντός γάμου παιδιά του, Γενναίο και
Κωνσταντίνο και τον εκτός γάμου γιό του Παναγιωτάκη, τον οποίο «κηρύττει και αναγνωρίζει ως υιόν του».
[17]. Αρχεία Ελληνικής Παλιγγενεσίας, τομ. 3, σ. 221-222, 224.
[18]. Ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης έτυχε μιας πολύ σημαντικής προβολής από αγωνιστές όπως ο
Ι. Φιλήμων, ο Φωτάκος, ο Ν. Σπηλιάδης, ο Μιχαήλ Οικονόμου, ο Αμβρόσιος
Φραντζής, Δ. Δημητρόπουλος, ό.π., σ. 102-105.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου