ΤΗΣ ΕΦΗΣ ΑΒΔΕΛΑ
ΡΙΚΑ ΜΠΕΝΒΕΝΙΣΤΕ, Λούνα. Δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας, εκδόσεις
Πόλις, σελ. 224
Η Ρίκα Μπενβενίστε
τιτλοφορεί τη Λούνα της δοκίμιο ιστορικής βιογραφίας. Με
δεδομένη την εξαιρετικά φειδωλή αναφορά της στις μεθοδολογικές και
ιστοριογραφικές συντεταγμένες του βιβλίου της, θα ήθελα εδώ να σταθώ, αφενός,
στον τρόπο με τον οποίο υλοποιεί αυτή την επαγγελία και, αφετέρου, στο ευρύτερο
ιστοριογραφικό πλαίσιο, στο οποίο, κατά τη δική μου ανάγνωση, εγγράφεται το
εγχείρημά της.
Πρώτα το ίδιο το βιβλίο. Η
ιστορική βιογραφία της Λούνας εντάσσεται, κατά τη συγγραφέα της, «στην ευρύτερη
προβληματική της μικροϊστορίας» (11). Όπως υποστηρίζει, η μικροϊστορία
προσφέρεται γιατί ανταποκρίνεται στην ανάγκη «να καθιστούμε κάθε φορά ορατή την
ένταση ανάμεσα στη διάκριση του υποκειμένου και την ιστορική αφήγηση» (11-12),
απαραίτητη οπτική για να καταλάβουμε τη Σοά στην πολυπλοκότητα και το μέγεθός
της. Για να πει, παραφράζοντας τον Μαρκ Μπλοκ χωρίς να τον αναφέρει, ότι «σε
τελική ανάλυση, η ιστορία φτιάχνεται από πρόσωπα και όχι από απρόσωπες δομές
που κατασκευάζει ο ιστορικός, πρόσωπα που, ακόμη κι όταν οι πράξεις τους δεν
αλλάζουν τον ρου της ιστορίας, επηρεάζουν τους ίδιους, τους γύρω τους, τη
συλλογική εμπειρία και την ευρύτερη κοινότητα στην οποία ζουν» (12).
Κοντολογίς, στο επίκεντρο της προβληματικής της Ρίκας Μπενβενίστε είναι η σχέση
ανάμεσα στα μέρη και στο όλο, το δοκίμιό της αυτό το ζήτημα επιχειρεί να
επαναθέσει και να επεξεργαστεί.
Για να το πετύχει αυτό,
απλώνει την αφήγηση –στο μέτρο που το επιτρέπουν οι πηγές– σε όλο το χρονικό
διάστημα που έζησε η Λούνα: σχεδόν όλο τον 20ό αιώνα, από το 1910 έως το 1998.
Περισσότερο από το μισό βιβλίο καλύπτει η μεταπολεμική περίοδος, «όταν», όπως
λέει η ίδια, «η ναζιστική κυριαρχία είχε εκλείψει, αλλά οι ολέθριες συνέπειές
της ήταν ακόμη παρούσες» (13), κυρίως για τα άτομα, όπως η Λούνα, που τις
έφεραν στο ίδιο τους το σώμα.
Το νήμα που διατρέχει τα
έντεκα κεφάλαια του βιβλίου είναι οι τόποι από τους οποίους πέρασε και στους
οποίους έζησε, για μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα, η Λούνα. Αυτοί οι τόποι
επιτρέπουν στην Ρίκα Μπενβενίστε να συνδέει τη ζωή της Λούνας με τα ευρύτερα
γεγονότα που την καθόρισαν: οι συνοικισμοί στους οποίους συγκεντρώθηκαν μετά τη
μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης τα φτωχά εβραϊκά στρώματα της πόλης (151, Ρεζί
Βαρδάρ), το γκέτο στου Βαρώνου Χιρς, όπου έκλεισαν τους Εβραίους οι ναζί, τα
στρατόπεδα στα οποία εκτοπίστηκαν οι Θεσσαλονικείς Εβραίοι, Άουσβιτς (με ειδική
αναφορά στο διαβόητο Μπλοκ 10) και Μπέργκεν Μπέλσεν, οι αλλεπάλληλες
διευθύνσεις στη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, πρώτα προσωρινής εγκατάστασης πολλών
επιζησάντων, όπως η Συναγωγή στη Συγγρού 37 ή το υπνωτήριο Αλλατίνη, ύστερα τα
μικρά διαμερίσματα στα οποία από τη δεκαετία του ’60 κατοικούν, συχνά στην ίδια
πολυκατοικία, πολλοί επιζήσαντες και η Λούνα, αργότερα το Γηροκομείο Σαούλ
Μοδιάνο, όπου θα περάσει, μαζί με άλλες συντρόφισσές της, τα τελευταία χρόνια
της ζωής της και, τέλος, το νέο εβραϊκό νεκροταφείο στο οποίο αναπαύεται,
εκείνο που αντικατέστησε αυτό που κατέστρεψαν οι ναζί με τη συνενοχή των αρχών
και των κατοίκων της πόλης. Η Λούνα μεγάλωσε στο 151, μιλούσε ισπανοεβραϊκά και
ελληνικά, έγινε μοδίστρα και το 1931 παντρεύτηκε τον Σαμ Γκατένιο, έζησε για
λίγο στο κέντρο της πόλης και λίγο πριν την εκτόπιση μετακόμισε με τον άντρα
της στο Ρεζί Βαρδάρ, έως ότου μεταφερθούν, μαζί με όλους τους Εβραίους της
πόλης, στο γκέτο του συνοικισμού του Βαρώνου Χιρς. Από κει εκτοπίστηκε με την
πέμπτη αποστολή από τη Θεσσαλονίκη στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου, στις 27 Μαρτίου
1942. Χωρίζεται από τον Σαμ, ο οποίος δεν θα επιβιώσει, και μεταφέρεται στο
διαβόητο Μπλοκ 10, όπου γίνονταν τα ιατρικά πειράματα στους ανθρώπους. Έμεινε
εκεί 18 μήνες και οι επιπτώσεις στην υγεία της από όσα θα υποστεί εκεί θα
συνοψίζονται μεταπολεμικά με μόνη την αναφορά στο ότι πέρασε από το Μπλοκ 10.
Στη συνέχεια, και μέχρι την εκκένωση που ξεκίνησε στις αρχές Ιανουαρίου 1945,
θα σταλεί σε κομάντο εργασίας, όπου θα τη σώσει η τέχνη της μοδίστρας, γιατί
της επέτρεψε να δουλεύει σε κλειστό χώρο. Θα ακολουθήσει η βασανιστική πορεία
θανάτου από το Άουσβιτς στο Ράβενσμπουργκ και από κει στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, από
όπου απελευθερώθηκε από τον βρετανικό στρατό στις 15 Απριλίου 1945. Λίγους
μήνες αργότερα γύρισε στη Θεσσαλονίκη και άρχισε η διαδρομή της μεταπολεμικής
ζωής της, μιας ζωής μοναχικής αλλά και συντροφικής, μέσα και δίπλα στους
ομοίους και κυρίως στις όμοιές της, τις συντρόφισσές της από τα στρατόπεδα. Δεν
θα επεκταθώ περισσότερο, μολονότι στο βιβλίο η περίοδος αυτή, όπως είπα ήδη, είναι
η εκτενέστερη.
Στην αφήγηση οι τόποι διαμεσολαβούν
ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, ανάμεσα στην προσωπική διαδρομή και τις
συγκυρίες και τους μετασχηματισμούς στους οποίους εγγράφεται, συγκυρίες και
μετασχηματισμοί που δεν αφορούν μόνο τη Θεσσαλονίκη αλλά την Ευρώπη ολόκληρη,
και η παρουσίασή τους επιστρατεύει, επομένως, μια πλούσια βιβλιογραφία, που
επιτρέπει να εντοπιστούν τα κοινά σημεία, οι αποκλίσεις και τα κενά τα έρευνας.
Οι τόποι γίνονται αφορμή για να αναφερθούν συνοπτικά και τεκμηριωμένα –με προφανή
έλεγχο μιας αχανούς διεθνούς ιστοριογραφίας– τα στοιχεία που συνθέτουν τη
«μεγάλη εικόνα», σε σχέση με την οποία η Λούνα γίνεται ιστορικό υποκείμενο. Χωρίς
τη σύνδεσή τους ούτε η μία διάσταση ούτε η άλλη επαρκεί για να καταλάβουμε την
πολυπλοκότητα της περιόδου.
Η Λούνα, γυναίκα φτωχή και
αγράμματη, από τους κατεξοχήν «αφανείς» της ιστορίας, έχει αφήσει ίχνη
αποσπασματικά και δυσεύρετα. Η βιογραφία της στηρίζεται σε συστηματική, επίπονη
και επίμονη έρευνα σε ποικίλο υλικό: αρχειακά τεκμήρια, δημοσιευμένες
μαρτυρίες, φωτογραφίες και προσωπικές αναμνήσεις. Αυτές οι τελευταίες, παρά τον
περιθωριακό τους ρόλο στην αφήγηση, έχουν σημασία, γιατί μας αποκαλύπτουν ότι η
Λούνα ήταν πρόσωπο οικείο στην οικογένεια της Ρίκας Μπενβενίστε. Μακρινή
ξαδέλφη της γιαγιάς της, ερχόταν να φάει μαζί τους κάθε Σάββατο μεσημέρι. Η ιστορικός
ανασυγκροτεί όλα τα ίχνη της Λούνας συστηματικά, με επιμονή και υπομονή,
συνθέτοντας διάσπαρτες πληροφορίες, συγκρίνοντας με ανάλογες περιπτώσεις,
διατυπώνοντας προσεκτικές υποθέσεις. Εκεί που δεν υπάρχουν αναφορές και
στοιχεία, ή που είναι απελπιστικά λιγοστά, αξιοποιεί την υπάρχουσα
βιβλιογραφία, ιστορικές μελέτες ή οπτικοακουστικές ή δημοσιευμένες μαρτυρίες,
εντοπίζει αναλογίες και διατυπώνει υποθέσεις εργασίας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η
Ρίκα Μπενβενίστε διαπλέκει το ιστορικό με το προσωπικό. Έχει ήδη
αριστουργηματικά εντάξει την ιστορία των μελών της άμεσης οικογένειάς της στην
ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο της Σοά και στο
προηγούμενο βιβλίο της, Αυτοί που επέζησαν.
Αντίσταση, εκτόπιση, επιστροφή. Θεσσαλονικείς Εβραίοι στη δεκαετία του 1940 (Πόλις
2014). Στη Λούνα η σχέση δεν είναι πρώτου βαθμού,
είναι πιο μακρινή και αραιή, αλλά διατρέχει τη ζωή της ιστορικού από μικρό
παιδί μέχρι μεγάλη. Εδώ οι αναφορές στην οικειότητα με το πρόσωπο που
ιστορείται είναι πιο ρητές απ’ ό,τι ήταν οι αντίστοιχες στο προηγούμενο βιβλίο,
όπου όποιος δεν γνώριζε ήδη, έπρεπε να φτάσει στον επίλογο για να δει πώς
συνδέονται τα πρόσωπα που αναφέρονται. Και εδώ πάντως οι αναφορές στην
οικειότητα παραμένουν περιορισμένες και αρκετές φορές υπαινικτικές.
Θεωρώ ότι η Λούνα αντιστοιχεί σε ένα σχετικά νέο
είδος ιστοριογραφίας. Πόσο τυχαίο είναι άραγε ότι κυκλοφορεί συμπτωματικά παράλληλα
με άλλες μελέτες που επιχειρούν επίσης, με αναφορά τη Σοά και πρόσωπα από την
οικογένεια των συγγραφέων τους, να συνθέσουν το ατομικό και το συλλογικό;
Αναφέρομαι εδώ ενδεικτικά σε δύο πρόσφατα βιβλία που γνωρίζουν διεθνή εκδοτική
επιτυχία: αφενός, το Ο δρόμος από Ανατολή
σε Δύση: Στις απαρχές της γενοκτονίας και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας[1],
όπου ο ειδικός του διεθνούς ποινικού δικαίου Φίλιπ Σαντς διαπλέκει με
συναρπαστικό τρόπο την ιστορία του δικού του παππού με τις ιστορίες των νομικών
Hersch Lauterpacht και Raphael Lemkin, αφού όλοι κάποια στιγμή πριν τους ναζί
έζησαν στον ίδιο δρόμο στην πόλη με τα πολλά ονόματα, το Λέμπερκ, Λβοβ ή Λβιβ∙ αλλά και το βιβλίο του
γάλλου ιστορικού Ιβάν Ζαμπλονκά, ο οποίος γράφει το 2012 την Ιστορία των παππούδων που δεν είχα, αφού
σκοτώθηκαν πριν γεννηθεί[2].
Σίγουρα υπάρχουν και άλλες.
Μελέτες σαν κι αυτές, και η Λούνα –αλλά και άλλες που αφορούν διαφορετικές
θεματικές και περιόδους και όχι μόνο τη Σοά– θέτουν ρητά το ζήτημα της άμεσης
εμπλοκής της ιστορικού με το αντικείμενο της μελέτης της, και στην ουσία
προτείνουν έμμεσες απαντήσεις, που βρίσκονται στον αντίποδα μιας παλαιότερης,
θετικιστικής υποχρέωσης για ιστοριογραφική «ουδετερότητα». Εικονογραφούν
παραστατικά και διεκδικούν έμμεσα αλλά ρητά τη γραφή της ιστορίας ως
«τοποθετημένη» πρακτική, που το κύρος της πηγάζει από την επίγνωση αυτής της
αναπόφευκτης διάστασης και τον έλεγχο πάνω στα εργαλεία με τα οποία
συγκροτείται η αφήγηση.
Μαρτυρούν επίσης οι προσεγγίσεις
αυτές, και η Λούνα, μια νέα τάση στις
μελέτες για τη Σοά, που απορρέει από το γεγονός ότι οι μάρτυρες πια πεθαίνουν.
Ό,τι μένει ως άμεση μαρτυρία για τη ναζιστική περίοδο είναι οι αφηγήσεις όσων
επέζησαν, που έχουν βέβαια συλλεχθεί προσεκτικά και διασώζονται. Βλέπω τις
βιογραφίες ανθρώπων που έζησαν τη Σοά, επιζήσαντες ή μη, και μάλιστα προσώπων
οικείων στους συγγραφείς, ως ένα ενδιάμεσο είδος, ως ιστορική μελέτη που
συνιστά συγχρόνως ένα είδος έμμεσης μαρτυρίας, μέσα ακριβώς από τη σχέση
ανάμεσα στο πρόσωπο που ιστορείται και στη συγγραφέα του. Ένα είδος που δηλώνει
ότι οι επιπτώσεις της Σοά δεν αφορούν μόνο όσους την έζησαν αλλά και τους
επιγόνους τους, εφόσον είχαν, όχι μόνο της δεύτερης αλλά και της τρίτης και της
τέταρτης ίσως γενιάς. Και μας ωθεί να σκεφτούμε εκείνους που χάθηκαν χωρίς να προλάβουν
να αφήσουν επιγόνους. Κοντολογίς, μπορεί να πει κανείς ότι μελέτες σαν κι
αυτές, και η Λούνα, συνιστούν έναν
τρόπο που υιοθετούν διανοούμενοι για να «θεραπευτούν από τη Σοά», όπως λέει και
η ψυχολόγος και συγγραφέας Ναταλί Ζαϊντέ στο ομώνυμο βιβλίο της[3].
Μαρτυρούν επίσης παρόμοιες
μελέτες, και η Λούνα, μια στροφή
μέρους της ιστοριογραφίας στη μικροϊστορία, συχνά με τη μορφή της ιστορικής
βιογραφίας, την αναζήτηση ανθρώπινων διαδρομών ανάμεσα σε σύνορα και χώρες, σε
δύσκολους καιρούς. Πρόκειται για μια νέου τύπου μικροϊστορία: εντάσσεται μεν
στη σημερινή τάση που θέλει την ιστορική έρευνα να υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα,
αλλά συγχρόνως δεν ενδίδει στις σειρήνες των νέων «μεγάλων» μακροσκοπικών
αφηγήσεων της «παγκόσμιας ιστορίας». Αντίθετα, επιδιώκει, μέσα από μια αυστηρή
αλλά συγχρόνως ανανεωμένη μικροϊστορία, να «εξισορροπήσει την αφαίρεση και τη
λεπτομέρεια, να σταθεί σε προφανείς αντιφάσεις και να εντοπίσει παραλληλισμούς
τους οποίους η βιαστική έμφαση σε δομικές τομές αποπέμπει βιαστικά», όπως
έγραψε σχετικά πρόσφατα η Φραντσέσκα Τριβελλάτο, με αναφορά τις δυνατότητες σύνδεσης
ανάμεσα στη μικροϊστορία και την παγκόσμια ιστορία[4].
Η Ρίκα Μπενβενίστε φυσικά
δεν επικαλείται, ούτε στη Λούνα ούτε
στο προηγούμενο βιβλίο της, ότι κάνει κανενός τύπου δι-εθνική μικροϊστορία. Διαβάζω
τη Λούνα ως μέρος ενός ευρύτερου
ερευνητικού σχεδιασμού της, που αφορά την ιστορία των Εβραίων της Θεσσαλονίκης
ως όψης και εκδοχής, σχετικά άγνωστης στις πολλαπλές της διαστάσεις, μιας
ευρύτερης ιστορίας, εκείνης των εβραϊκών πληθυσμών της Ευρώπης στον 20ό αιώνα.
Είναι σίγουρο ότι θα υπάρξει και συνέχεια.
Στη Λούνα η Ρίκα Μπενβενίστε περιορίζεται να εξηγήσει το εγχείρημά της
σε μια-δυο εισαγωγικές σελίδες, με λιγοστές βιβλιογραφικές αναφορές. Γενικά,
εξάλλου, η οργάνωση του βιβλίου όσο και η ίδια η γραφή του μαρτυρούν επιλογές
που όλες έχουν ως κοινό παρονομαστή τη φειδώ: περιορισμένες θεωρητικές και
μεθοδολογικές επεξηγήσεις, άρρητη αλλά προφανής αυστηρότητα στη μεθοδολογική
και αφηγηματική πραγμάτευση, άρνηση του εντυπωσιασμού, του συναισθηματισμού και
της καταγγελίας. Είναι ένα βιβλίο που δηλώνει έλεγχο, των εργαλείων και της
συγγραφής, αλλά επίσης της συναισθηματικής φόρτισης που διατρέχει το εγχείρημα.
Μικρές προτάσεις, λιγοστοί επιθετικοί προσδιορισμοί, καθόλου φωτογραφίες, οι
σημειώσεις στο τέλος, όπως και όλα τα στοιχεία που αποτυπώνουν τον ερευνητικό
μόχθο του εγχειρήματος, φέρνουν στο επίκεντρο της ανάγνωσης την ίδια τη Λούνα
και τη ζωή της και επιτρέπουν στην Ρίκα Μπενβενίστε, που την γνώρισε και την
αγάπησε, να την μετατρέψει, με υλικά το άσπρο χαρτί και τα μαύρα γράμματα, από
αφανή της ιστορίας σε ιστορικό υποκείμενο, σε ζωντανό πρόσωπο που μας συναρπάζει.
Η Έφη Αβδελά διδάσκει Σύγχρονη
Ιστορία στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Το
παραπάνω κείμενο βασίζεται στην ομιλία της κατά την παρουσίαση του βιβλίου της
Ρίκας Μπενβενίστε στην Αθήνα, στο βιβλιοπωλείο Πλειάδες, στις 10 Φεβρουαρίου
2018
[1] Philippe Sands, East
West Street: On the Origins of Genocide and Crimes against Humanity, W&N
2016.
[2] Ivan Jablonka, Histoire des grands-parents que je n’ai pas eus : une enquête, Seuil
2012.
[3] Nathalie Zajde, Guérir de la Shoah. Psychothérapie des survivants et de leurs enfants,
Odile Jacob 2005.
[4] Francesca Trivellato, «Is There a Future for Italian
Microhistory in the Age of Global History?», California Italian Studies 2/1 (2011), https://escholarship.org/uc/item/0z94n9hq (11.2.2018).
Κώστας Τσώλης, Χωρίς τίτλο (λεπτομέρεια), 2011-14, θραύσματα μαρμάρων και μολύβι, διαστάσεις μεταβλητές |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου