ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΑΣ
ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΟΛΛΑΣ, Ο κήπος στις φλόγες, σελ. 160
― Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες είμαστε
τα σκουπίδια του πολιτισμένου κόσμου σας […]; Είμαστε οι εφιάλτες των ονείρων
σας, τα πεταμένα στο φωταγωγό έμβρυα που δε θέλετε να βλέπετε; […] Ποτέ μου δεν
ένιωσα σκουπίδι στην αυλή του πολιτισμένου κόσμου.
Δημητρησ Νολλασ
Διευκρινίζω εξαρχής ότι δεν κομίζω γλαύκα. Κριτικός δεν
είμαι, φιλόλογος δεν θέλω να είμαι, δεν καμώνομαι τον επαρκή αναγνώστη ―υπάρχει
άραγε; κι εάν ναι, ζητώ επειγόντως τα στοιχεία του― πόσω δε μάλλον ερχόμενη να
μιλήσω ετεροχρονισμένα για έργο της σύγχρονής μας πεζογραφίας, και συγκεκριμένα
για ένα πολυσυζητημένο ήδη μυθιστόρημα, ενός κλασικού πλέον πεζογράφου μας, που
αναμφίβολα είναι ο Δημήτρης Νόλλας.
Πιθανόν ασυγχώρητα εγωιστικά, κι αυθαίρετα, θα τοποθετούσα
τον εαυτό μου σ’ αυτούς, τους ελάχιστους, που επιμένουν να διαβάζουν για «την
αγάπη της ανάγνωσης», παρότι όχι… δεν διαβάζω για το story, παρά για τον τρόπο που μου κοινωνείται
από τον εκάστοτε τεχνίτη.[1] Δεν
με ενδιαφέρει το ποιος μιλά, ούτε τόσο το τι λέει, αλλά το πώς. Η λογοτεχνία
είναι πρωτίστως τρόπος· και ο αφηγητής, εν προκειμένω, ακούραστος παρατηρητής
μιας Αθήνας υπό κατάρρευση, εισχωρεί άλλοτε στη «Βίλα Κατάθλιψη», άλλοτε στο
τεράστιο διαμέρισμα του αστού Πρόξενου, και άλλοτε, ανοιγοκλείνοντας το μάτι
στον αναγνώστη, βγαίνει δήθεν από την αφήγηση, για να τον αντικρίσει κατάματα:
«Γι’ αυτό λοιπόν κι εμείς, προσεκτικέ κι ευαίσθητε
αναγνώστη, ας ακροβολιστούμε, όπως κάνουμε συνήθως μπροστά σε κάθε αλλόκοτη
πρόταση που εμφανίζεται στην τυπωμένη σελίδα και μας γεννά μιαν αμφιθυμία από
το αιφνίδιο και βίαιο ξύπνημά μας» (σελ. 41).
Προς το τέλος μάλιστα, ο αφηγητής αυτός ―που σύμφωνα με τις
αρχές της αφηγηματολογίας, δεν ταυτίζεται με τον συγγραφέα― ευρηματικά, με μια
διάθεση αυτοσαρκασμού, μοιάζει να ωθεί σε αυτοσαρκασμό τον ίδιο του τον αναγνώστη,
ο οποίος είναι άλλωστε και αυτός θύμα της κρίσης, για την οποία βεβαίως, ευθύνεται
κι ο ίδιος. Με ένα πολύ ενδιαφέρον λοιπόν τέχνασμα, ο Νόλλας αποφεύγει τον
διδακτισμό, αυτοσαρκάζοντας τον ίδιο του τον «τρόπο». Σ’ ένα μυθιστόρημα 151 μόνο
σελίδων, που ολοκληρώνει την τριλογία Δύσκολοι
καιροί, και έπεται των Ταξίδι στην
Ελλάδα και Μάρμαρα στη μέση, ζητά
δήθεν από τον αναγνώστη κατανόηση για την μακρηγορία του:
«Κι αν ίσως, ο αφηγητής του παρόντος συχνά παρασύρθηκε στην
εξιστόρησή του από τον συγγραφικό οίστρο που τον γεννά το μυστικό της γλώσσας
το λιοπύρι και εξαπέλυσε μύδρους μακαρονοειδών προτάσεων χωρίς τελεία ή ανάσα
καμιά, […] τούτο το πράγμα τού συμβαίνει, επειδή τώρα, στο σημείο που έφτασε το
δράμα, ναι, τώρα, αυτό που προέχει και αποκτά σημασία, είναι όχι τι ακριβώς
έγινε […] αλλά πώς το προσέλαβαν και πώς το μετέφεραν όσοι είδαν το δράμα που
παίχτηκε ή παιζόταν ακόμη» (σελ. 142-143).
Έτσι κι εμάς τώρα, δεν μας ενδιαφέρει το τι ακριβώς γίνεται
στις δεκατέσσερις αυτές σπονδυλωτές ιστορίες που συνθέτουν το μυθιστόρημα, ούτε
τόσο η σειρά των γεγονότων. Το αίτημα, θαρρώ, δεν είναι να αγκιστρωθεί κανείς
στην πλοκή, αλλά στο κοινωνικοπολιτικό κλίμα που επιβάλλει την εξέλιξη της
ιστορίας. Οι ήρωες βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα, της κρίσης εν προκειμένω. Με
αυτήν την έννοια, το βιβλίο χρήζει να αναγνωσθεί ως ουσιωδώς πολιτικό.
Βασικό πρόσωπο ο Μανώλης, γιος του Ζαχαρία από το Μάρμαρα στη μέση, παίρνει τη σκυτάλη των
ηρώων, ώστε να συμπληρωθεί η τριλογία με εικόνες και μορφές της σύγχρονης Ελλάδας.
Με μία άλλη ματιά, θα λέγαμε πως ουσιαστικός πρωταγωνιστής δεν είμαστε παρά εμείς
―οι ίδιοι: όλοι― υπό τον φακό της «κρίσης»
που μας μαστίζει, πες εν είδει μικροσκοπίου.
Οικονομική βέβαια, στο φαίνεσθαι, την επιφάνεια, αλλά βασιζόμενη
σε ―και συνάμα τροφός
της― μία βαθύτερη
κοινωνική αναπηρία, μια κατάσταση ευρύτερου μετεωρισμού, με υπόβαθρο ηθικό
πρωτίστως. Ωστόσο, η αφήγηση αφήνει ένα φως θέτοντας το κρίσιμο ερώτημα: Μήπως η
μετεφηβική κρίση, αυτή που οδηγεί στην σταδιακή συνείδηση κι από κει στην
ωρίμανση, όπως συμβαίνει με τον Μανώλη, μήπως τελικά, η κρίση αυτή, είναι το
ατομικό προανάκρουσμα της αναγκαστικής ωρίμανσης όλων μας;
Ο Νόλλας αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους. Δεν
κοινωνιολογεί· ούτε διδάσκει: ο Μανώλης, σε μία έκλαμψη εντιμότητος, δίνει πίσω
τα κλεμμένα χρήματα στον πραγματικό του πατέρα, τον Πρόξενο, αποκαλύπτοντας ουσιαστικά
τον βαθύτερο έντιμο εαυτό του/μας· και, στο τέλος, σε αυτόν τον ίδιο πατέρα,
μαζί με την Νισσάτ, επιστρέφει κι ένα μωρό προσφυγόπουλο. Ένα ανομοιογενές τρίο
καταφεύγει στην αρχετυπική αυτή μορφή του πατέρα, που αόριστα υπόσχεται
προστασία. Πρόκειται για την επιστροφή σε δοκιμασμένες αξίες ή σε σταθερές απ’
όπου μπορεί κανείς να εκκινήσει ξανά με την εμπειρία του παρελθόντος. Με αυτήν
την προοπτική, το ευρηματικό τέλος της τριλογίας αφήνει ανοιχτά τα ενδεχόμενα
όχι μόνο των συγκεκριμένων ηρώων, αλλά και της προσωπικής του καθενός μας
πορείας.
Σύγχρονο, άμεσο, αποκαλυπτικό, και γι’ αυτό καταιγιστικό, τούτο
το μυθιστόρημα επενδύει στη χαραμάδα μίας βαθύτερης ηθικής, που μπορεί να
ανιχνεύεται ακόμη και στην ίδια την απάτη: Ο πλάνης Ερμής υστερόβουλα, αλλά και
συγκινητικά αυθόρμητα, αναγνωρίζοντας στην ομάδα των ξένων/μεταναστών τον ίδιο
τον εαυτό του τον ανέστιο, τους οδηγεί σε έναν δικό του παράδεισο στο χώρο του
φαντασιακού, τον οποίον όμως ο ίδιος εκλαμβάνει ως πραγματικό. Πού αρχίζει,
άραγε, η εξαπάτηση και πού τελειώνει το δικό του προσωπικό όνειρο, που θέλει να
το μετατρέψει σε συλλογικό φαντασιακό;
Οι χαρακτήρες, ως αποδέκτες των συνεπειών της κρίσης, αποδείχνονται
καθ’ όλα σύγχρονοι: πρόσφυγες για τους οποίους η Ελλάδα φαντάζει δίοδος προς
τον δυτικό «παράδεισο» της Κεντρικής Ευρώπης, νέοι που δεν προλαβαίνουν να
συνειδητοποιήσουν τον εαυτό τους, τον χώρο τους, την ―ποια;―
πατρίδα τους, την ―ποια;― πορεία της, και πρωτίστως
την ―ποια;― δική τους πορεία. (Ο Μάξιμος,
λ.χ., πρώην αστυνομικός, μετά αναρχικός, που κινείται μεταξύ περιθωρίου και
θεσμοποιημένης κοινωνίας.) Ήρωες εντέλει, που περιφέρουν τα τραύματά τους στις
υπώρειες της αστικής ζωής, σερφάροντας πάνω στην νεοελληνική κοινωνία· που παλεύουν
να μείνουν στην επιφάνεια των θηριωδών κυμάτων που αποτελούν την Ιστορία και τις
παρασυρμένες από αυτήν ζωές τους (Μανολάκης ο Μηδέν).
Η τριλογία και κυρίως αυτό το τρίτο βιβλίο δεν χαρτογραφεί
την κρίση στην αιχμή της, στο σήμερα, αλλά το βάρος του παρελθόντος σε αυτό το
σήμερα. Ως εκ τούτου, η Ιστορία είναι που υφαίνει τον καμβά με παρόντες όλους
μας. Ένα παλίμψηστο από μεγαλοαστούς διπλωμάτες, από άνεργους νέους, από μικροαστούς
ηθοποιούς, από πρόσφυγες ή μετανάστες· από όπου γιατί δηλαδή να λείπει «αυτός ο
προσφάτως “πρώτη-φορά-ο-λαός-στην-εξουσία-” υπουργός νέας κοπής»;
Αφήνω τελευταίες τις παρατηρήσεις μου πάνω στη γλώσσα αυτού
του εξαίρετου συγγραφέα, που σπάει συχνά ―και πάντοτε εκ φύσεως ασύνειδα― τα όρια μεταξύ ποίησης/πεζογραφίας. Εδώ, γοητεύει ο
χειρισμός της με μακροπερίοδο λόγο, σε προτάσεις-ποταμούς, που επιδιώκουν ―και
το καταφέρνουν― να
παρασύρουν τον αναγνώστη, χωρίς όμως να αφήνεται να χαθεί ο ειρμός των σκέψεων.
Μιλάμε, άλλωστε, για έναν ασκημένο στυλίστα, που ξέρει να τσαλακώνεται, να σπάει
τη σοβαροφάνεια, αγγίζοντας ενίοτε τα όρια της αυτοειρωνείας· έναν στυλίστα που
μπορεί και πατά γερά στη γλωσσική μας παράδοση, για να αποδώσει τον πλησίον μου
Ζαφάρ, το πλησίον μου παρόν, το παρόν μας: αυτό το σύγχρονό μας νεοελληνικό
παράδοξο.
[1]
Παραπέμπω στη γνωστή φράση του Bloom
από τον πολύκροτο Δυτικό κανόνα:
Harold
Bloom: The Western Canon: The Books
and School of the Ages, Harcourt Brace, 1994· και σε ελληνική μετάφραση: Χάρολντ Μπλουμ,
«Ελεγειακός επίλογος»· στο: Ο δυτικός
κανόνας, μτφρ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, εισαγ. - επιμ.: Δημήτρης Αρμάος, Gutenberg 2007, σ. 630.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου