4/2/18

Πόνημα θεραπευτικό

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΛΟΚΥΡΗΣ, Το χέρι του σημαιοφόρου. Χρονοδιάγραμμα (ή κωμωδία ευρέος φάσματος;). Μυθιστορία καταιγιστικής ακινησίας, εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 288

Ένα ιδιαίτερα μαγευτικό εικονογραφημένο βιβλίο, σαν παλιά εγκυκλοπαίδεια από την προ-διαδικτυακή εποχή. Με το πρόσχημα και την αφορμή της συγγραφής ενός μυθιστορήματος ο Δημήτρης Καλοκύρης διαχειρίζεται με ποιητικό τρόπο το υλικό του, δοξάζοντας τη μετά το μεταμοντέρνο γραφή, φιλοτεχνώντας ένα είδος κολάζ, κάνοντας ζάπινγκ σε ιστορικά, καλλιτεχνικά και λοιπά κανάλια της αχανούς αν και κατηγοριοποιημένης συλλογικής ανθρώπινης συνειδητότητας. Σπανίως γοητεύομαι από γραπτά αυτού του είδους, όμως η πεποικιλμένη αποσπασματικότητα του εν λόγω λεπτουργήματος, η αναγωγή των κοσμητικών επιθέτων σε πληθωρικά υπέρ-ουσιαστικά, η διαφοροποίηση του ύφους από είδος σε είδος, όλ’ αυτά κι άλλα πολλά δημιουργούν ένα ιδιαίτερα σημαντικό υβρίδιο απελευθερωμένου έντεχνου λόγου, του οποίου η δομή εμφανίζεται ψευδώς ως χαοτική, είναι όμως τόσο αυστηρά αρχειοθετημένη που φαντάζει σχεδόν κλασική.
Λήμματα εγκυκλοπαιδικού λεξικού εναλλάσσονται με άρθρα περιοδικού, ποιητικές περιγραφές συνουσιών και άλλων γήινων ηδονών, θίγονται θέματα γενικού ενδιαφέροντος και παρατίθενται λεπτομέρειες του είδους που θα χαρακτηριζόταν σαφώς ως «η άχρηστη πληροφορία της ημέρας». Όμως όλ’ αυτά επιτείνουν όχι τόσο το άγχος της ανάγνωσης όσο την ηδονή της, αφού δεν υπάρχει το «διά ταύτα» ή αποκρύπτεται επιμελώς από τον συγγραφέα όταν θέλει –ως φαίνεται– να αποφύγει τον βιαστικό αναγνώστη. Πρόσωπα που έρχονται κι επανέρχονται, επώνυμοι κι «ανώνυμοι» συμπλέκονται και συμπλέουν, αφήνοντας τις ιστορίες τους να συνυφανθούν με τη συναλλαγή (διά του έρωτος, της Τέχνης και του εμπορίου – τι άλλο να ζητήσει κανείς;).
Μέχρι και συνταγές για παν πόσιμον, καταπόσιμον κι επαλείψιμον (αν όχι κι επιλήψιμον) κατάπλασμα μπορεί να βρει κανείς σε αυτόν το θησαυρό των πειρατών μιας νήσου επινοημένης, ασύλληπτης λοιπόν από το μυαλό κοινών ανθρώπων που αρέσκονται στα ρηχά νερά της λογικής του εμπράγματου δικαίου και στην ηθική των «χρηστών συναλλακτικών ηθών».

Προσωπικά βρίσκω πως αυτή η γραφή, αν και δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ιρρασιοναλιστική», φλερτάρει συνειδητά με τον αισθητισμό και προτάσσει τα δικαιώματα του ανθρώπινου σώματος πάνω στη Φύση και στη φύση του, σε πείσμα κάθε τεχνολογικής προόδου και παραισθητικής ανωτερότητας του είδους μας, αφού δεν είναι παρά ένα λαίμαργο, αδηφάγο, λάγνο θηλαστικό με την ευλογία της ανώτερης πνευματικότητάς του που το καθιστά τραγικό και για τούτο ανεπανάληπτο.
Προσωπικά βρίσκω ιδιαίτερα αρεστή την εκζήτηση που ενέχει ακόμα κι η παράθεσις καταλόγων του Εμπορικού Επιμελητηρίου (σσ. 78-79) κι ετούτο το ιστορικό παλίνδρομο και παλίμψηστο αμάλγαμα δίνει έδαφος και λίπανση σε γλωσσικές διολισθήσεις και ιδιώματα που θέλγουν την εσωτερική μας ακοή, εκείνη που ασφυκτιά κάτω από την ξύλινη γλώσσα των ειδήσεων και των πάσης φύσεως ηλεκτρονικών ανακοινώσεων. Η γραφειοκρατική άλωση της γλώσσας, όπως φαίνεται καθαρά στο «Υπόμνημα» (Memorandum) του Βάτσλαβ Χάβελ, βρίσκει στο θεραπευτικό αυτό πόνημα τόσον το αναλγητικόν όσον το παυσίλυπον, καθώς και το αντίδοτόν της.
«Το χέρι του σημαιοφόρου» είχε κυκλοφορήσει σε πρώτη γραφή από τα «Ελληνικά Γράμματα» το 2006, εδώ όμως είναι «β’ έκδοση, ανασχηματισμένη». Φαίνεται ότι τέτοιου είδους βιβλία είναι ρευστή κινούμενη άμμος και δεν τελειώνουν ποτέ… μήτε καν στη συνείδηση του συνδημιουργού  αναγνώστη τους.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ

Πέτρος Μπάτσιαρης, Χωρίς τίτλο, 2011, ακουαρέλα, 25 x 35 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: