11/2/18

Αναφορά στο Έργο του Αλέξανδρου Ψυχούλη “Καλλιεργήσιμες Εκστάσεις”

ΤΟΥ ΖΗΣΗ ΚΟΤΙΩΝΗ

Η τέχνη στην Ελλάδα χειμάζει στο κενό που δημιούργησε το “Μετα-Ντοκουμέντα” σύνδρομο. Μια μεγάλη προσδοκία επαυξημένη από την διοργάνωση της παγκόσμιου βεληνεκούς έκθεσης στην Αθήνα έχει αφήσει στη θέση της ερωτηματικά για την κοινωνική και πολιτική διάσταση της τέχνης. Όσοι είχαν την αφέλεια να πιστέψουν ότι η διεθνής έκθεση θα διεθνοποιούσε και την ελληνική τέχνη, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες, διαψεύστηκαν. Η συνθήκη θυμίζει τις αόριστες επικλήσεις της ανάγκης για νέες επενδύσεις, που υποτίθεται ότι θα έρθουν από κάπου εκεί έξω για να αλλάξουν τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Αντιθέτως η ελληνική πραγματικότητα φαίνεται να έχει τις προϋποθέσεις ώστε να ξανατεθεί, μαζί με το ζήτημα της οικονομίας, ο ρόλος της τέχνης στη διαμόρφωση της κουλτούρας της καθημερινής ζωής. Η παραγωγική εργασία στην οικονομία και η καλλιτεχνική εργασία είναι αλληλένδετες. Ένα νέο φαντασιακό στο επίπεδο της οικονομίας “από τα κάτω”, μπορεί να επαυξηθεί μαζί με το φαντασιακό που δύναται να παραγάγει η τέχνη, αν σταθεί ικανή να δημιουργεί παραδείγματα παραγωγής κουλτούρας της καθημερινής ζωής.
Η επιμελητική λογική της έκθεσης “Τουρισμός” (επιμέλεια Ελπίδας Καραμπά και Γλυκερίας Σταθοπούλου, στη σειρά The Symptom Projects 08) στην Άμφισσα, τον περασμένο Οκτώβριο όδευε παράλληλα με αυτή την κατεύθυνση: Αν ο τουρισμός είναι το κυρίαρχο πεδίο ανάπτυξης μιας τοπικής κουλτούρας υποδοχής και οργάνωσης της προσωρινής διαμονής, πώς μπορεί κριτικά η σύγχρονη παραγωγή τέχνης να αναστοχαστεί επάνω στο τουριστικό παράδειγμα και να ενεργοποιήσει λογικές κατανόησης και κριτικής του παραδείγματος; Ο τουρισμός έτσι απαγκιστρώνεται από τις δικαιοδοσίες μιας αμιγώς οικονομικής δραστηριότητας και νοείται ως φαινόμενο της κουλτούρας της καθημερινής ζωής. Παραπέρα, στην παραγωγή αυτής της κουλτούρας η τέχνη δεν έχει μόνο τη δικαιοδοσία του κριτικού σχολιαστή αλλά ίσως και του παραγωγού της πραγματικότητας που σχολιάζει. Μολονότι αυτή η επισήμανση μοιάζει να αεροβατεί, ιδού πώς μπορούμε να την εκλάβουμε στην πρακτική της διάσταση.

Ο Αλέξανδρος Ψυχούλης, συνεχίζοντας μια έρευνα χρόνων, παρουσίασε στο χώρο τέχνης “Αντωνοπούλου Αρτ” το νέο του πρότζεκτ με τίτλο “Μια Καλλιεργήσιμη Έκσταση”. Στην έκθεση παρουσιάστηκαν έργα που μετασχηματίζουν την προσωπική εμπειρία της γεωργικής καλλιέργειας και της υπαίθριας διαμονής στην ποιητική γλώσσα του εικαστικού. Από τη μία είναι το πεδίο της δράσης του σύγχρονου αστικού υποκειμένου εκεί έξω, όπου διαμένει εποχιακά και παρατηρεί, καλλιεργεί και διατρέφεται με τα προϊόντα της καλλιέργειάς του. Από την άλλη, το παραγώμενο έργο δεν είναι μόνο ο σχηματισμός μιας περιορισμένης, ατομικής υπαίθριας έκτασης για την προσωπική του ενδιαίτηση. Είναι η πλαστική διαμόρφωση εικόνων και αντικειμένων που δημιουργούν ένα παράδειγμα καλλιτεχνικής πρακτικής. Το αίτημα της σύνδεσης της τέχνης με το βίωμα της ζωής δεν περιορίζεται στις μορφές που του απέδωσαν ιστορικά ομάδες καλλιτεχνών όπως οι fluxus, οι αξιονιστές (actionists) ή οι καταστασιακοί (situationists). Αυτό το αίτημα διαρκώς ανανεώνεται ποικιλότροπα, καθώς το ίδιο το βίωμα της ζωής εξελίσσεται αλλάζοντας τρόπους και μορφές. Αλλά, εδώ, αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι το προσωπικό βίωμα του καλλιτέχνη, που γίνεται καλλιτεχνική μορφή. Ενδιαφέρει πώς το βίωμα, η εμπειρία της διαμονής μας ανοίγει σε νέα πεδία βιωμένης καθημερινότητας πέρα από τα όρια μιας αστικής συμβατικότητας, που εμπνέει και ταυτόχρονα καταβροχθίζει ένα σωρό τετριμμένα προϊόντα καλλιτεχνικής παραγωγής. Εδώ συναντάμε και την προβληματική του τουρισμού. Ο τουρισμός ως βίωμα της οργανωμένης, μαζικής τουριστικής βιομηχανίας, όσο και αν περαιτέρω αναπτύσσεται, έχει εξαντλήσει τόσο τις μορφές όσο και τα πρότυπα διαβίωσης που μορφοποιεί. Ταυτόχρονα εξαντλούνται και τα αποθέματα κριτικής του θεώρησης. Η τέχνη μπορεί να υπερβαίνει τόσο τις θεσμοποιημένες πραγματικότητες όσο και τους φορμαλισμούς της κριτικής τους. Το παράδειγμα της δουλειάς του Ψυχούλη είναι σε αυτή την κατεύθυνση δημιουργίας ενός νέου φαντασιακού για την υπαίθρια διαμονή πέρα από την οπτική και καταναλωτική απαλλοτρίωση της υπαίθριας “τουριστικής” επικράτειας.
Οι ψηφιακές τεχνολογίες και η καθολική δικτύωση της βιωμένης καθημερινότητας έχουν δείξει τα όρια της αστικής ανάπτυξης, ως μορφής συνεύρεσης και ανταλλαγής εμπειριών και αγαθών εντός των ορίων των πόλεων. Οι μητροπολιτικές διασυνδέσεις δεν χρειάζονται τον πυκνό φυσικό χώρο της πόλης για να διαμειφθούν. Μπορούν να κρατήσουν την ένταση και την αποτελεσματικότητά τους οπουδήποτε. Έτσι, οι μικρές πόλεις, οι κοινότητες και η κατοικήσιμη ύπαιθρος γίνονται εν δυνάμει επικράτειες του μητροπολιτικού πλέγματος των οικουμενικών συνάψεων και δικτυώσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι ο μεγάλος υπερασπιστής της μητροπολιτικής κουλτούρας Ρεμ Κόλχας έχει στρέψει τον τελευταίο καιρό το ερευνητικό του ενδιαφέρον στις επικράτειες της κατοικημένης υπαίθρου. Μπορούμε βάσιμα να υποθέτουμε ότι το υπερνεωτερικό δίπολο της πόλης και της υπαίθρου, της αποθέωσης της πόλης και της περιφρόνησης της “εξωτικής” υπαίθρου, δεν μπορεί να συμπεριλάβει ούτε τις σύγχρονες δικτυώσεις ούτε τα σύγχρονα φαινόμενα της διαμονής οπουδήποτε. Επίσης ο τουρισμός των διακοπών, δηλαδή ο τουρισμός ως οργάνωση του χρόνου διακοπής της αστικής καθημερινότητας, δεν είναι ο σύγχρονος τουρισμός, πολλώ δε μάλλον αυτός που έρχεται. Αντιθέτως, ο τουρισμός ως συνεχώς εναλλασσόμενη μορφή ζωής οπουδήποτε, στη διάρκεια όλου του έτους, είναι το φαινόμενο που θα υποδεχθεί και η ελληνική επικράτεια τις επόμενες δεκαετίες. Αυτό είναι ένα φόντο για να κατανοήσουμε τις “καλλιεργήσιμες εκστάσεις” του Ψυχούλη και τη δυνατότητα της καλλιτεχνικής πρακτικής να συμπεριλάβει και να προλάβει τις μορφές της καθημερινότητας που είναι ήδη εδώ αλλά ακόμα δεν το γνωρίζουμε.
Το 2010, με το πρότζεκτ “Κιβωτός. Παλαιοί Σπόροι για Νέες Μητροπολιτικές Καλλιέργειες”[1], στη 12η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, επιχειρήθηκε να μπει στη διεθνή συζήτηση της αρχιτεκτονικής η παραπάνω προβληματική. Η αρχιτεκτονική συγκλίνει με την τέχνη στην πρόθεση μορφοποίησης της εμπειρίας της καθημερινής ζωής. Η κατανόηση μιας επερχόμενης καθημερινότητας,  που συνυφαίνει την υπαίθρια με την αστική ζωή μέσα στον ιστό της υπερδικτύωσης είναι παραγωγική και αναδιατάσσει τον χάρτη και τις περιχαρακώσεις λογής πρακτικών, επαγγελματικών δικαιοδοσιών και φαντασιακών: Η αρχιτεκτονική, η τέχνη, το ντιζάιν, οι εφαρμοσμένες καλλιτεχνικές πρακτικές, εν δυνάμει συγκλίνουν σε ένα κοινό πεπρωμένο και ένα ανοιχτό πρόγραμμα, έναν ορίζοντα δράσης. Καθώς η αγορά της τέχνης στην Ελλάδα ναυαγεί και η ισχνή οικοδομική δραστηριότητα καρκινοβατεί, είναι υπό διερώτηση εξαρχής το προφίλ του δημιουργικού υποκειμένου. Αντικείμενο διερώτησης παραμένει το κατά πόσο οι θεσμοί της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι σε θέση να κατανοήσουν και να διαχειριστούν αυτή την διολίσθηση της πραγματικότητας σε απάτητες περιοχές.
Στο πρότζεκτ “Καλλιεργήσιμες Εκστάσεις” του Ψυχούλη παρουσιάζεται ένα πλαστικό έργο, που μιλάει εμβληματικά για όλα αυτά. Είναι η “Καρέκλα Περισυλλογής“. Μια καρέκλα υψηλή, σαν απόληξη σκάλας, δίνει τη δυνατότητα στον/στην καθήμενο/η για έναν εποπτικό στοχασμό. Όμως το ύψος της δεν επιτρέπει να βρεθεί η ματιά πάνω από το μέσο ύψος των καθημερινών πραγμάτων, που εμποδίζουν τη θέαση και την εποπτεία. Τα μεγέθη του αντικειμένου, όπως είναι για παράδειγμα η διάσταση του καθίσματος, μας λεν ότι πρόκειται για ένα μοντέλο του πραγματικού αντικειμένου, διπλάσιου ή τριπλάσιου, και όχι το πραγματικό αντικείμενο, που θα μπορούσες να το ανέβεις, να καθίσεις και να εποπτεύσεις. Σε αυτή την επισήμανση αδυναμίας βρίσκεται και η δύναμη του έργου. Σαν τον πύργο του Τάτλιν που παρέμεινε μακέτα-μνημείο χωρίς ποτέ να χτιστεί, το έργο αυτό -μια μακέτα του εαυτού του και μνημείο της αγροτοαστικής ζωής- υπηρετεί ένα είδος αγροτικού κονστρουκτιβισμού που αναρωτιέται για την εφικτότητα τού να είναι πραγματικό. Τι το περιορίζει για να γίνει -σε κλίμακα ένα προς ένα - πραγματικό; Ίσως ο τρόπος κατασκευής του από υλικά που δεν προέρχονται από τον τεχνικό αλλά από τον πρόχειρο φυσικό κόσμο και τους περιορισμούς του. Είναι τα κλαδιά της ελιάς που συνέλεξε ο καλλιτέχνης για να τα μορφοποιήσει, από μια σύλληψη-σχέδιο, σε κατασκευή. Όμως αυτά τα υλικά, με τις διαστάσεις και τις ιδιότητές τους τον οδηγούν και φτιάχνουν ένα αντικείμενο που είναι όσο είναι, με τη δυνατότητα μιας χρήσης περισσότερο εννοιολογικής παρά φυσικής. Τόσο το καλύτερο. Στην κλίμακα αυτή ανάμεσα στο νόημα και τη χρήση, ανάμεσα στη φυσικότητα του υλικού και τις προδιαγραφές του νοητικού σχεδίου, πού να βρίσκονται τα όρια ανάμεσα στην τέχνη, την αρχιτεκτονική και το ντιζάιν; Τα ακαθόριστα όρια είναι της ίδιας της καλλιεργήσιμης έκτασης. Την έκταση αυτή εκεί έξω, ανάμεσα στα υποκείμενα και τα πράγματα, ανιχνεύει η δημιουργική-ποιητική πρακτική του Ψυχούλη. Ο καλλιτέχνης προσέρχεται δημιουργώντας ένα ανοιχτό παράδειγμα. Ανοιχτό γιατί ταυτόχρονα αφήνει περιθώρια στην αναστοχαστική κριτική, με τον αυτοσαρκασμό και την λεπτή ειρωνεία που διαπνέει το έργο του.

Ο Ζήσης Κοτιώνης διδάσκει αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

[1] Η “Κιβωτός” είναι εγκατεστημένη στο Πάρκο Τρίτση, στο Ίλιον, ανοιχτή στο κοινό και φιλοξενεί δράσεις συλλογικοτήτων για την οικολογία, το περιβάλλον και τις αγροτοδιατροφικές πρακτικές.

Δεν υπάρχουν σχόλια: