21/1/18

Το σώμα της ποίησης, ο έρωτας της εικόνας

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ - ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ, Το Σώμα. Ο Έρωτας, εκδόσεις Τέχνης Οίστρος, σελ. 72

Ντίνος Πετράτος, «Η Κική Δημουλά», ψηφιακή σύνθεση 
Τα τελευταία χρόνια, με την επέλαση της εικόνας αλλά και τη γενικευμένη αισθητική αμηχανία, είναι πολύ συνηθισμένο το φαινόμενο των εικαστικών έργων που επιχειρούν να συνδέσουν την επικοινωνιακή τους δραστικότητα με την ποίηση και εν γένει με τον κειμενικό λόγο, αξιοποιώντας τις πρωτόγνωρες τεχνικές δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις, η συνομιλία εικόνας και κειμένου παραμένει αμφίβολη, και συνήθως κυριαρχεί είτε μια αδέξια προσπάθεια εικονοποιητικής εννοιολόγησης, που δεν βρίσκει ουσιαστικά ερείσματα στο κείμενο, απλούστατα γιατί επιπίπτει σε αυτό χωρίς καμιά επικοινωνία με τη γλώσσα του, είτε μια ιμπρεσσιονιστική προσέγγιση, που καθιστά το κείμενο ντεκόρ και φόντο, απλή αναφορά, χωρίς αισθητικές παραμέτρους που να συνέχουν τη σχέση του με την εικόνα.
Το ίδιο άλλωστε γίνεται με τη μελοποίηση ποιημάτων, τόσο συχνή τελευταία, που συνήθως είναι απλώς μια υπεκφυγή από την άβολη κατάσταση της έλλειψης αξιόλογων στίχων τραγουδιών που να λειτουργούν στον ρόλο τους, που είναι αυτός του λιμπρέτο. Το τραγούδι, ως κατ’ εξοχήν λαϊκός λόγος, χρειάζεται ανάλογο στίχο, και αυτή ακριβώς η έλλειψη δείχνει την κρίση ταυτότητας του λαϊκού λόγου. Δεν λείπουν βέβαια οι αξιόλογες συνομιλίες, μουσικής και λογοτεχνικού λόγου, όπως π.χ. η πρόσφατη δουλειά του Μανώλη Γαλιάτσου πάνω στην ποίηση του Γιώργου Βέη ή, φυσικά, η αειθαλής μελοποίηση του Καββαδία από τον Θάνο Μικρούτσικο, όμως σε αυτές, τις λίγες περιπτώσεις, ο μουσικός λόγος καταφέρνει και οικειοποιείται εκείνον της λογοτεχνίας, επειδή κατανοεί τη γλώσσα της, ενώ ταυτόχρονα έχει εμπιστοσύνη στη δική του. Γιατί το ζητούμενο της σύγχρονης τέχνης είναι αυτό που μας λέει στο ανά χείρας βιβλίο η Κική Δημουλά: «να μεταμορφώσει την αναπαράσταση σε ένα συναρπαστικό δυναμικό πρωτογενές».

Αντίθετα, το γενικευμένο φαινόμενο της εποχής, η «διαδραστικότητα» και η μίξη των τεχνών, όταν δεν διαθέτει ζητούμενο και αισθητικό πρόταγμα, είναι απλώς ο τρόπος που αυτή η «ελευθερία» γίνεται ευκολία, και δι’ αυτής απεμπολούνται ακόμα και οι υπαρκτές δυνατότητες για τη σύνθεση ενός εικαστικού ή μουσικού έργου. Έτσι, η πρακτική του «δανεισμού» καταλήγει στη χρεωκοπία, αντί στην επιζητούμενη υπεραξία.
Το βιβλίο Το Σώμα. Ο Έρωτας, που μου δίνει το έναυσμα για αυτές τις σκέψεις, αναδεικνύει, εκ του αντιθέτου, τις εν λόγω ελλείψεις/αναπηρίες, δείχνοντας τον τρόπο για μια ουσιαστική συνομιλία μεταξύ διαφορετικών τεχνών και λόγων. Γιατί δεν αρκεί η «ευαισθησία» του καλλιτέχνη, ως μοναδικό του εφόδιο, ώστε να οικειοποιηθεί το έργο μιας άλλης τέχνης, να το εντάξει στο δικό του, ή ακόμα και να σταθεί δίπλα του. Κατά τη γνώμη μου, σε αυτό το εγχείρημα είναι απαραίτητος ο λόγος και τα ερείσματα της θεωρίας, που θα συνθέσουν το πλαίσιο και θα λειτουργήσουν ως καταλύτες για τη μετεγγραφή στοιχείων της μιας τέχνης στην άλλη. Θεωρίας είτε κανονιστικής είτε εμπεδωμένης, πάντως με τον λόγο της να είναι παρών, να μετέχει δηλαδή της νέας αφήγησης, αποτελώντας τη δίοδο διαπίδυσης από τη μια περιοχή στην άλλη.
Εδώ, το κατ’ αρχήν, αλλά στέρεο έδαφος, είναι η έκθεση τριών εικαστικών καλλιτεχνών (Μαρία Μαραγκουδάκη, Αλεξάνδρα Νάκου, Ντίνος Πετράτος), που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα τέχνης ena contemporary, σε συνομιλία με την ποίηση και τον λόγο τόσο της Κικής Δημουλά όσο και του Μάνου Στεφανίδη.
Με αφορμή την έκθεση τυπώθηκε ο ανά χείρας τόμος (με την υποδειγματική φροντίδα του Γιώργου Κωστόπουλου), ο οποίος περιλαμβάνει, εκτός από τα έργα των τριών καλλιτεχνών, ένα ποίημα της Κικής Δημουλά και δύο κείμενά της για τον Ντίνο Πετράτο, μια σειρά από λυρικά/αφηγηματικά κρυπτοδοκίμια του Μάνου Στεφανίδη, ένα ποίημά του, καθώς και από μια σύντομη αλλά περιεκτική κριτική τοποθέτησή του, για τον καθένα από τους τρεις εικαστικούς καλλιτέχνες.
Έχουμε λοιπόν δύο ταυτόχρονες κινήσεις, δηλαδή τρόπους συνομιλίας και σύνθεσης. Από τη μια, κείμενα που μιλάνε για τα εικαστικά έργα, καθώς και έναν πίνακα που ενσωματώνει την εικόνα της Κικής Δημουλά. Από την άλλη, η διαδοχική παράθεση έργων και κειμένων δημιουργεί τη διαδικασία ενός ταμπλό-βιβάν, όπου κείμενα και εικαστικά έργα συνεκτίθενται, το καθένα με τον δικό του λόγο και τη δική του φωνή. Το ερώτημα λοιπόν μετατίθεται, από τη συνάφεια στη συμβατότητα των λόγων, των εικαστικών και των κειμενικών έργων, και καταλήγει στην αποσπασματικότητα και εν τέλει στην πολυφωνικότητα, η οποία όντως προκύπτει και χαρακτηρίζει την τελική σύνθεση, η οποία εξάγεται ως πειστικό, συνολικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.
Θα περιοριστώ στην επισήμανση δύο τέτοιων στιγμών αυτής της αφηγηματικής σύνθεσης. Στο ποίημα της Κικής Δημουλά, «Σκόνη», από τη συλλογή με τον δηλωτικό τίτλο Το τελευταίο σώμα μου (1981), βρίσκουμε τους στίχους:
Άλλο ένα σπάσιμο του Ολόκληρου.
Όλο σπάζει αυτό,
πριν καν υπάρξει σπάζει
και σαν να είναι γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό,
για να μην είναι.
Ολόκληρη ζωή σου λέει ο άλλος.
Από πού ως πού ολόκληρη
μ’ ένα σπασμένο πάντα μέτρο που κρατάτε
και μετράμε;
Αξιολύπητη λέξη το Ολόκληρο.
Στίχοι που συναντούν το αντίστοιχό τους αρκετές σελίδες πιο κάτω, στο έργο της Αλεξάνδρας Νάκου, «Το σώμα. Ο έρωτας», το οποίο δίνει και τον τίτλο στην έκδοση, όπου έχουμε τη θραυσματική παράθεση καθημερινών οικογενειακών και κοινωνικών στιγμιοτύπων, καθώς και συμβολικών και μνημειακών αποτυπώσεών τους, που λειτουργούν ως στιγμές μιας συνειρμικής/συνειδησιακής ροής.
Ενδιάμεσα, το έργο της Μαρίας Μαραγκουδάκη, «Η ωραία κοιμωμένη», και, σχεδόν επεξηγηματικά, ένα «αθώο» αφηγηματικό στιγμιότυπο, σε κείμενο του Μάνου Στεφανίδη, να περιγράφει τη διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας:
«Όνειρα πηχτά, κάπως δύσμορφα, πλασμένα πάντως από συνείδηση γρηγορούσα. Φρουρό εκείνου του εαυτού που καθεύδει. Ισορροπώντας σε ένα κρίσιμο όριο. Στη σχισμή του χρόνου. Σε μιαν άβυσσο κρυμμένη στις πτυχές του μαξιλαριού. Ξάγρυπνος στον ύπνο μου, τα λύτρα του πένθους...».
Αυτή την «πολυφασική» οργάνωση του λόγου του βιβλίου νομίζω πως συμπυκνώνει και αποτυπώνει εναργέστατα το έργο του Ντίνου Πετράτου, «Η Κική Δημουλά», δείχνοντάς μας, σχεδόν προγραμματικά, τη συνύπαρξη των τριών διαφορετικών στοιχείων που ανέφερα πιο πάνω (ποίηση, θεωρία, εικόνα) καθώς και την αυτονομία τους, την ισότιμη σχέση λόγου και εικόνας, τη δημιουργία ενός νέου έργου που όντως τα περιέχει. Ένα έργο που μετέρχεται σύγχρονες τεχνικές, χωρίς όμως να υποδύεται μια ασαφή «υβριδικότητα» και να διεκδικεί νοήματα που δεν μπορεί να τα σηκώσει, χωρίς ούτε στιγμή να κρύβει ότι είναι «απλώς» ένα εικαστικό έργο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: