28/1/18

Άσκηση κριτικού αναστοχασμού

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

Νίκος Παραλής, Η γλύπτρια Άννα Βαφιά την ώρα του ύπνου, δεκαετία 1960 (;), κάρβουνο σε χαρτί, 50 x 35 εκ. το καθένα


ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ, Η σοφία των άλλων, εκδόσεις Πόλις, σελ. 162

Ο Θανάσης Γιαλκέτσης – γνωστός για τον συγκροτημένο λόγο των κριτικών του κειμένων που συναποτέλεσαν τον κορμό της κριτικογραφίας του στο Σημειωματάριο Ιδεών (Πόλις, Αθήνα 2012)– σε αυτό το τελευταίο βιβλίο του, Η σοφία των άλλων, συγκεντρώνει σειρά κειμένων που φέρουν έντονα και διακριτά τα σημάδια της μεθοδικής άσκησης στον κριτικό αναστοχασμό. Είναι κείμενα που διαλέγονται με το έργο γνωστών θεωρητικών, διατυπώνουν το επιχείρημά τους με τον πιο ακριβοδίκαιο τρόπο, ενώ, στη συνέχεια, ορίζουν με σαφήνεια το πρόβλημα που θέτει ο συγγραφέας κάθε βιβλίου και τη συναφή προς αυτό το πρόβλημα θέση, την οποία και υποστηρίζει με το επιχείρημά του. Συνεπώς, αυτά τα κριτικά κείμενα του Θανάση Γιαλκέτση, όπως και εκείνα που περιέχονται στο ογκώδες, αλλά γοητευτικό στην ανάγνωσή του, Σημειωματάριο Ιδεών, ανασυγκροτούν την κύρια θέση και το επιχείρημα που διατυπώνονται στο κρινόμενο, εξεταζόμενο βιβλίο, ώστε να φανεί και η σκοπιά από την οποία ο κρίνων, ο Θανάσης Γιαλκέτσης δηλαδή, κάνει αυτή την ανασυγκρότηση.
Θα προσπαθήσω τώρα να δείξω τον τρόπο με το οποίον ο Θανάσης Γιαλκέτσης οργανώνει αυτόν τον κριτικό διάλογο με τα κείμενα που κρίνει, ώστε τα βιβλιοκριτικά κείμενα ιδεών του, αυτά τα μικρά και πυκνά κριτικά δοκίμια, να συνιστούν αποτελέσματα αλλά και δείγματα μεθοδικού, κριτικού λόγου. Εάν έχω καταλάβει καλά τη μέθοδο με την οποία εργάζεται (στην αντίθετη περίπτωση επαφίεμαι στην συγχωρητική ανοχή και επιείκεια και του ιδίου και του αναγνώστη), ο Γιαλκέτσης, για να αναδείξει τον νοηματικό πυρήνα του βιβλίου που ανασυγκροτεί κριτικά, ξεκινά από την περιγραφή της θεματικής του. Αυτό φαίνεται – και είναι – αυτονόητο, αλλά δεν αρκείται σε αυτό. Κάτι τέτοιο γίνεται στις απλές βιβλιοπαρουσιάσεις, στις οποίες η κριτική ανασυγκρότηση του επιχειρήματος του συγγραφέα, άρα και ο σχετικός διάλογος με αυτόν και το κείμενό του, δεν απαιτείται.

Ο Θανάσης Γιαλκέτσης ξεκινά από την περιγραφή του θέματος, όχι μόνο για να κατατοπίσει τον αναγνώστη, αλλά για να το μετατρέψει σε πρόβλημα. Για την ακρίβεια, για να δείξει πώς μετατρέπουμε μια θεματική σε πρόβλημα. Εάν δεν γίνει αυτή η μετατροπή, δεν υπάρχει λόγος να ενδιαφερθούμε. Διαβάζουμε κείμενα που περιλαμβάνουν αναλύσεις, στοχαστικές θεωρήσεις, αντιπαραθέσεις, με οδηγό ένα πρόβλημα. Μόνο το πρόβλημα απαντά στο ερώτημα «τι λέει το κείμενο;» και μόνο το πρόβλημα δικαιολογεί τη διατύπωση μιας θέσης ως προς αυτό. Μια υποστηριζόμενη θέση, που δεν αφορά ένα πρόβλημα, είναι σαν βλέμμα χωρίς εστίαση. Κανείς δεν θέλει να τον κοιτούν έτσι. Κανείς δεν θα ήθελε – μάλλον – να διαβάσει τέτοιο κείμενο.
Ο Θανάσης Γιαλκέτσης, με τα κριτικά κείμενα ιδεών του – και σε αυτό το βιβλίο και στο προηγούμενο – κατορθώνει να εντοπίσει και να περιγράψει αυτή την εστίαση. Μας δείχνει την κατεύθυνση αυτού του βλέμματος, ορίζοντας και παρουσιάζοντας και την αφετηρία του και το κέντρο της εστίασής του. Έχει σημασία αυτή η αφετηρία. Είναι αυτή που δείχνει από πού κοιτάζει κανείς, άρα και προς τα πού κατευθύνει το βλέμμα του. Γι’ αυτό είναι γόνιμα εξεταστική η κριτική οπτική του Θανάση Γιαλκέτση. Είναι –θα μπορούσαμε να πούμε– ευρετική. Σε αυτό έγκειται η διαλεκτική της δυναμική. Δείχνοντας ο Θανάσης Γιαλκέτσης τη μετατροπή του θέματος σε πρόβλημα, καθίσταται κατανοητή η προβαλλόμενη θέση ως προς το πρόβλημα, άρα και το επιχείρημα με το οποίο την στηρίζει ο συγγραφέας. Τώρα, μπορούμε να καταλάβουμε την επιμονή του Θανάση Γιαλκέτση, ως προς το να τονίζει, στον πρόλογο του βιβλίου του, τη σχετική άποψη του Μιλ, ότι δηλαδή «όποιος γνωρίζει μόνο τη δική του άποψη για ένα θέμα γνωρίζει ελάχιστα» και ότι «οι πίστεις που δεν βασίζονται σε σταθερές πεποιθήσεις έχουν την τάση να καταρρέουν με την παραμικρή αμφιβολία επιχειρήματος».
Νομίζω ότι ο Θανάσης Γιαλκέτσης επιμένει τόσο σθεναρά σε αυτό, επειδή είναι ενεργός πολίτης της respublica literarum, της Δημοκρατίας των Γραμμάτων, δηλαδή αυτής της αναγεννησιακής καταγωγής πολιτείας του Διαφωτιστικού ανθρωπισμού, που αποτέλεσε και τον πυρήνα της δημοκρατικής της αρχής και της συνταγματικής της διάπλασης. Σε αυτό το αξιακό πλαίσιο, ο διάλογος προϋποθέτει ότι όσοι μετέχουν σε αυτόν έχουν ίση έλλογη δυνατότητα, δηλαδή ο συγγραφέας του κρινόμενου βιβλίου, ο κρίνων το βιβλίο και, βεβαίως, ο κριτικός αναγνώστης που κρίνει και τους άλλους δύο. Αυτό σημαίνει πως ο βιβλιοκριτικός θα πρέπει να διατυπώνει ξεκάθαρα τη θέση από την οποία αφορμάται η κριτική του και το επιχείρημα που την στηρίζει και το οποίο παρακολουθεί το επιχείρημα με το οποίο ο συγγραφέας του κρινόμενου βιβλίου στηρίζει τη δική του θέση. Προϋπόθεση, όμως, για κάτι τέτοιο είναι να πάρουμε πολύ σοβαρά την παραπάνω θέση του Μιλ, η οποία βρίσκεται στον αντίποδα κάθε δογματισμού. Αν δούμε το ζήτημα από αυτή τη σκοπιά, τότε δεν πρέπει να παύσουμε ποτέ να αναστοχαζόμαστε την ορθότητα των παραδοχών μας, άρα και να ελέγχουμε συνεχώς αυτή την διαρκώς υπό αίρεση ορθότητα, οπότε είμαστε και σε διηνεκή επαγρύπνηση ως προς τον επαπειλούμενο κίνδυνο της υποτροπής των πεποιθήσεών μας σε δογματισμό.
Μίλησα πριν για διαρκή επαγρύπνηση. Έχοντας επίγνωση των ιστορικών χαράξεων – καλών και κακών – στον ιστορικό κορμό που στηρίζει όλες τις νοηματικές αποχρώσεις αυτή της λέξης στο ιστορικό και πολιτικό «λεξιλόγιο» της Αριστεράς (από αυτή τη σκοπιά γράφω), εννοώ ότι πρέπει να μείνουμε ξύπνιοι. Εάν πραγματικά πιστεύουμε ότι «Ο ύπνος του Λόγου γεννά τέρατα», τότε βλέποντάς τα στην πατρίδα μας και στην Ευρώπη να μουγγρίζουν ξανά, ορεγόμενα ό, τι ανθρώπινο τους φαίνεται διαφορετικό, άρα ξένο και μισητό, τότε, στον βαθμό που λογιζόμαστε και αυτοκατανοούμαστε ως φορείς του Λόγου, πρέπει να επαγρυπνούμε, πρέπει να μείνουμε «ξύπνιοι».  Ο νεοφιλελευθερισμός, ως – κατά τη γνώμη μου – καταστατικός εχθρός της δημοκρατίας (αλλά και του πολιτικού φιλελευθερισμού, χωρίς τον οποίο η δημοκρατία θα χάσει όλη την ποιοτική αξία της ατομικότητας, των δικαιοκρατικών της εγγυήσων και των δικαιωματοκρατικών της εξασφαλίσεων) αποπολιτικοποιεί την πολιτική. Χωρίς αυτήν την απαξίωση της πολιτικής, δεν μπορεί να σφετεριστεί τα πρωτεία της η οικονομία. Η τελευταία χρειάζεται έναν στενό κύκλο για τη λήψη αποφάσεων, μακριά από τη δημοκρατική διαβούλευση και την πολιτική συμμετοχή.
Η πολιτική συμμετοχή, όμως, προϋποθέτει διεύρυνση της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Ιδού τα πρωτεία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, με παράλληλη στήριξη της άμεσης πολιτικής συμμετοχής. Η στήριξη της πολιτικής συμμετοχής απαιτεί τη ριζοσπαστική αναδιανομή της εξουσίας – άρα του περιορισμού της πολιτικής αντιπροσώπευσης των κοινωνικά και οικονομικά ασθενέστερων μερίδων του πληθυσμού, στα οποία απευθύνεται η Άκρα Δεξιά – μέσω της άρσης των ανθρωποβόρων ανισοτήτων. Μόνο έτσι επιτυγχάνεται ο περιορισμός της πολιτικής υποαντιπροσώπευσης, ώστε να στηριχθεί η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δηλαδή το δημοκρατικό αυτονόητο της πολιτικής μας συνύπαρξης και του πολιτικού πλουραλισμού. Αυτήν απειλούν τα τέρατα που απειλούν την Ευρώπη. Αυτήν απειλεί ο «ύπνος του Λόγου». Χωρίς αυτήν, δεν υπάρχει δρόμος προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, γιατί το «πηγαίνω» προϋποθέτει το «ξεκίνησα» και εμείς δεν θα έχουμε πια αφετηρία για τέτοιο ξεκίνημα. Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι και η αφετηρία και η διαδρομή, με όλα τα εμπόδια, με όλα τα σκουντουφλήματα, με όλες τις υπερκεράσεις. Όπως έλεγε ο Γιώργος Χουλιάρας (δεν χρειάζονται συστάσεις) «Ο δρόμος είναι άσωτος».
Εάν ο αναγνώστης συνδυάσει την ανάγνωση του τελευταίου βιβλίου του Θανάση Γιαλκέτση με το προηγούμενο, θα βρεθεί στο κέντρο αυτής της προβληματικής. Και τα δύο βιβλία του συνιστούν πεδίο άσκησης στον κριτικό αναστοχασμό, ευθύβολου εντοπισμού προβλημάτων και ευμέθοδης επεξεργασίας τους. Είναι κείμενα εξεταστικού ελέγχου και των δικών του πεποιθήσεων, σε διάλογο με τις κρινόμενες παραδοχές. Μπορεί – και τολμά – να βλέπει τις απόψεις του μέσα από το υποθετικό πρίσμα διαφορετικών οπτικών και να ξαναγυρνά σε αυτές, για να ξαναράψει ό,τι μοιάζει ξηλωμένο (Ο «Πολιτικός» του Πλάτωνα είναι το μέγα εργαστήριο για τη μαθητεία και τη σπουδή σε αυτή τη δουλειά). Γι’ αυτό είναι κείμενα διανοητικής μετριοπάθειας, τα οποία δεν χάνουν καθόλου το σφρίγος που θερμαίνει τη δυναμική των κριτικών αντιπαραθέσεων. Καταφέρνει να μπολιάζει και τα δύο και να τα κερνά στον κριτικό αναγνώστη. Πάνω από όλα, είναι κείμενα με έγνοια για αυτήν την επαγρύπνηση. Κείμενα που μας κρατούν «ξύπνιους». Γιατί δεν υπάρχει ληθαργούσα δημοκρατία.

Ο Στέφανος Δημητρίου διδάσκει Πολιτική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: