30/12/17

Πώς πρέπει να αναπνέει το ποίημα;

«Στιγμιότυπα» της ποίησης του Θανάση Κωσταβάρα

Άποψη της έκθεσης


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Αν στην αρχαία γραμματεία το αηδόνι καταγράφεται ως «Διὸς ἄγγελος», ο ποιητής αντίστοιχα είχε εκτιμηθεί ως ο των «Μουσῶν ἄγγελος». Γενικότερα, ως αυτοτελής λογοτεχνικός «τόπος» έχει θεματοποιηθεί ο «άγγελος της ιστορίας». Στη μεταπολεμική περίοδο μια ξεχωριστή ώθηση έδωσε το στερνό δοκίμιο του Walter Benjamin: «Über den Bergiff der Geschichte» (1940· 1942 και 1955), στο οποίο η 9η παράγραφος αφιερώνεται στον πίνακα «Angelus Novus» (1920) του Paul Klee. Για μια πρώτη κατόπτευση του τρόπου που οι εκπρόσωποι της «Σχολής της Φρανκφούρτης» αντιμετώπισαν το δοκίμιο βλ. A. Callinicos, Marxism and Philosophy, 21985, 80-91· για την «ανάκληση» του Lukács βλ. την εργασία μου: G. Lukács, 1982, 28,39. Ως προς την εγχώρια πρόσληψη του δοκιμίου, πέρα από τη γερμανική του δημοσίευση ή τις μεταφράσεις του (για παράδειγμα την αρχική γαλλική το 1947 και την αγγλική το 1969, με την επιμέλεια της H. Arendt και διαδοχικές επανεκδόσεις), δόθηκε μια ακόμη ευκαιρία (η πρώτη μετάφραση έγινε το 1983 από τον Μ. Παράσχη)  για την «αναμόχλευσή» του με την ελληνική μετάφραση των Γ. Φαράκλα και Αρ. Μπαλτά (Ο Πολίτης, τχ. 43 [21.11.1997] 32-39). Έτσι, επαληθεύτηκε ο M. Lӧwy (μάλιστα πριν παρεμβληθεί συναφώς ο G. Agamben και μετά τη συμβολή των Fr. Proust και P. Ricoeur καθώς και πλειάδας Γάλλων συναδέλφων τους) ότι ο προβληματισμός του Benjamin χρησιμοποιήθηκε «αμέτρητες φορές μέσα στα πιο ποικίλα συμφραζόμενα».

Για παράδειγμα, στον αναστοχασμό των ιστορικών ως ιστοριολογούντων για το έργο που επιτελούν ή στο θεωρητικό πλαίσιο των μελετητών/τριών της λογοτεχνίας (τα Δοκίμια για την τέχνη μεταφράστηκαν το 1978 από τον Δ. Κούρτοβικ), συχνά από δεύτερο χέρι (βλ. όσα υποδεικνύω στα βιβλία μου: Κόμβοι στη συζήτηση για το έθνος, 2006 ˙ Ιστορικών και φιλοσόφων έλεγχος, 2008 ˙ Πώς η Ιστορία γίνεται παρελθόν, 2009 ˙  Philosophy, 2009˙ Philosophie, 2010˙  «Σκυλεύεται» η Ιστορία;, 2012 ˙καθώς και την εργασία μου που περιελήφθηκε στον τόμο: Mythe et justice dans la pensée grecque, Québec 2009, 347-350). Συναφώς έγινε προσπάθεια να συλλεχθούν οι ποιητικές μαρτυρίες για τη «γενεαλογία των αγγέλων στην ποίησή μας», με κύριο ερώτημα: Τί ατενίζει ο «άγγελος της ιστορίας»; (βλ. Προστρίψεις στο πεδίο της λογοτεχνίας, 2008, 103-109, passim). Από μια τέτοια απόπειρα προήλθε και το κείμενο που αμέσως ακολουθεί (2008, 139-141). Σε κάθε περίπτωση οι εξουσιαζόμενοι προτιμούν συνήθως να αντικρίζουν τον «άγγελο της ιστορίας». Αυτόν, δηλαδή, που συγκεντρώνει στα μάτια του την πικρία της ιστορίας τους και συνάμα ευαγγελίζεται τη δικαίωσή τους (βλ. Οντολογία της ιστορίας, 2011,132).
Στο «Ανθολόγιο ποιητών» του Καπεσόβου (2004) μετείχε με το «Γύρισμα του χρόνου» (Οι μεταμορφώσεις των κήπων, Αθήνα 2003, 12/13) ο φίλος –νεκρός (2007) πια– Θανάσης Κω­σταβάρας:
«…Κι είχαμε αφήσει πίσω μας έναν αιώνα
πνιγμένον στο αίμα.
Μπαίνοντας σ’ έναν άλλον, που τον περιμέναμε φορτωμένον
με μάγια και θαύματα».
Από την ίδια συλλογή (39) θα μπορούσα να σταθώ στην κατακλείδα του ποιήματος «Σου χρωστάω πάντα έναν παράδεισο»:
«Κι έτσι ξεκινάω πάλι απ’ το τίποτα.
Σου φτιάχνω έναν καινούργιο κήπο».
Ή, να επιμείνω σε όσους «δεν έχουν αφουγκραστεί ποτέ τους τη σιωπή του κυκλωμέ­νου δρόμου» (23):
«Δεν είδαν το κεφάλι του Άρη
να αιωρείται σε μια πλατεία των Τρικάλων.
Δεν στάθηκαν δίγνωμοι
μπροστά στη φωτογραφία του Νίκου Πλουμπίδη
άσπρου σαν το χαλάζι, πεσμένου μέσα στα ρείκια
στεφανωμένου με αγκάθια και χώματα».
Εκείνο βέβαια που μ’ ενδιαφέρει εξίσου είναι να υποδείξω μιαν ακόμη εκδοχή του «άγγελου της ιστορίας», όπως αυτή διαχέεται στο σύνολο σχεδόν της συλ­λογής: Η μακρινή άγνωστη χώρα (Αθήνα 1999, 15, 23, 29, 30, 35, 36, 37, 44, 51, 56), με το ποιητικό υποκείμενο να αφουγκράζεται των «απελπισμένων το κλάμα και τον θυμό»,
«Σαν να ’ταν ένας Άγγελος
που με κρατούσε όρθιον και με καθοδηγούσε».
Τι διακρίνει όμως στο «λυπημένο βλέμμα του Αγγέλου»; Αν το «κεφαλαίο γράμμα της Ιστορίας δεν χωράει μέσα στο εφήμερο κέρδος», τότε αυτό που αντικρίζει είναι
«τα βυθισμένα πρόσωπα των νικημένων»,
κατορθώνοντας με «λόγια σκληρά κι ανοξείδωτα» να
«χαράζει πάνω στα φτερά του ανέμου
κάποια τραγούδια που τ’ ακούν τις νύχτες οι απροσκύνητοι.
Και ξαναζούν στις μνήμες τους της γης οι αντρειωμένοι».
Ο «λυπημένος Άγγελος» επανέρχεται για να φανεί στον ποιητή ο κόσμος «για λίγο αλ­λιώτικος», όταν το «βαθύ μεσημέρι» μοσκοβολούσε, επιτρέποντας να εξωτερικεύε­ται «ακόμα ένα παράπονο για τους λησμονημένους». Μπορεί και να ’ρχεται μέσα «απ’ τα ραγισμένα σύννεφα» ή ως «άνθος ενός χαμένου και ξανακερδισμένου Παρά­δεισου» και ως «μήνυμα ενός άπιαστου Παράδεισου». Σε κάθε περίπτωση
«λίγοι μόνοι ξέρουν
τι είναι η πληγή που ανθίζει μέσα μας.
Και τι κομίζει η αλλόφρονη καταιγίδα του Έρωτα».
Ήδη ο ποιητής στη συλλογή του: Στο βάθος του χρώματος (Αθήνα 1993, 9, 28, 31, 33, 47) είχε προδιαγράψει μια ομότροπη αίσθηση του κόσμου. Έτσι στο «σπίτι του Πατέρα» του μόνος, όπου
«Ξάφνου, Άγγελος Κυρίου στέκει αντίκρυ.
Ταξιδεμένος Άγγελος στέκει και με κοιτάζει θλιμμένος»,
κι ανάμεσά τους περνούν ως «άσπρα φύλλα φθινοπώρου» τα περασμένα του χρόνια
«Τα κερδισμένα και τ’ άλλα, τα πριν από σένα».

Παρόμοια, τον νεαρό αδικοσκοτωμένο σύντροφο, που έρχεται σε «ασυνήθιστο όνειρο ανταριασμένος», τον παιδεύουν «του πάνω κόσμου τα παράδοξα», ενώ τα «λυπημένα κορίτσια» περιμένουν τον «άγγελο της νύχτας να βγει από το κύμα» και να τα πάρει «πά­νω στη μηχανή του». Ακόμη, το «ζευγάρι ερωτευμένων» μπορεί να σηκώνεται «ψη­λό­τερα από τη μοναξιά και την περηφάνια των δέντρων», δηλαδή
«Λίγο μόλις πιο κάτω από κει που τα φτερά των αγγέλων
είχαν κάποτε οδηγήσει τα παιδικά μας οράματα»,
«Στους ξεχασμένους κήπους της αθωότητας.
Πλάι στα τρεχούμενα νερά
και στα τρελά τ’ αηδόνια».
Δεν αποφεύγω τον πειρασμό να συνοψίσω με τον τρόπο που ο Κωσταβάρας απαντούσε στο επίκαιρο ερώτημα γι’ αυτούς που «έχουν μάθει τον Tσε Γκεβάρα μόνον απ’ τα μπλουζάκια»: «Αυτοί, το πολύ να υπήρξαν αθώοι κι ανύποπτοι» (Οι μεταμορφώσεις, 25). Έτσι τα λέγαμε με τον Θανάση, κατά τα αθηναϊκά μας Σάββατα, στο αρχικό «στέκι» του Αιμίλιου…

Υ.Γ. Μάλλον χρήσιμη είναι η υπόδειξη του Benjamin (Μονόδρομος): «Μην αποπερατώσεις το έργο σου μέσα στον συνηθισμένο χώρο εργασίας. Μέσα εκεί δεν θα βρεις το κουράγιο»…

Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: