12/11/17

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν στη Μόσχα

Αβραάμ Παυλίδης, Ολυμπιακό Χωριό, Θρακομακεδόνες, Αττική 2012


ΤΟΥ ΣΑΒΒΑ ΜΙΧΑΗΛ

...να αρπάξουμε μια μνήμη καθώς αστράφτει σε μια στιγμή κινδύνου... γράφει ο Walter Benjamin στο έσχατο κείμενό του Θέσεις για την Έννοια της Ιστορίας [1].Τί σημαίνει σήμερα, τώρα, στους χαλεπούς καιρούς, την στιγμή του κινδύνου μιας χωρίς προηγούμενο ιστορικής καταστροφής για την ανθρωπότητα, να αρπάξουμε την μνήμη του Κόκκινου Οκτώβρη από τους εχθρούς, τους αστούς και τους γραφειοκράτες;
Πώς να αρπάξουμε την μνήμη της πρώτης νικηφόρας “εφόδου στον ουρανό” και να την σώσουμε από τους Κυρίαρχους και τους κομφορμιστές;
Πέρασαν εκατό χρόνια από τότε που άναψε την παγκόσμια πυρκαγιά της επανάστασης στα θεμέλια του κόσμου τούτου, χωρίς, όμως, να καταφέρει να απλωθεί στις μητροπολιτικές φωλιές του καπιταλιστικού τέρατος,
 εξαρπάζοντας ιαματικά τον πλανήτη
όπως ζητά ο τελευταίος στίχος στο τελευταίο ποίημα[2] του ετοιμοθάνατου ποιητή Νίκου Καρούζου.
Ο Μπένγιαμιν προειδοποιεί στις Θέσεις για την απειλή που αντιμετωπίζει αυτό που ονομάζει Παράδοση των Καταπιεσμένων- κι η Οκτωβριανή Επανάσταση είναι το ψηλότερο μέχρι τώρα σημείο της- και ποιο είναι το ζητούμενο από τον επαναστατικό μαρξισμό:

Για τον ιστορικό υλισμό το ζήτημα είναι να συλλάβει μια εικόνα του παρελθόντος , καθώς αυτή εμφανίζεται απροσδόκητα στο ιστορικό υποκείμενο την στιγμή του κινδύνου. Ο κίνδυνος απειλεί τόσο το περιεχόμενο της παράδοσης όσο και τους παραλήπτες του. Και για τους δύο είναι ο ίδιος : να γίνουν όργανα της κυρίαρχης τάξης. Κάθε εποχή πρέπει να κάνει την δύσκολη προσπάθεια για την εκ νέου αρπαγή της παράδοσης από τον κομφορμισμό που είναι έτοιμος να την καταδυναστεύσει. Γιατί ο Μεσσίας δεν έρχεται μόνο σαν λυτρωτής αλλά και σαν νικητής του αντιχρίστου.[3]

Μα μήπως κι ο ίδιος ο Μπένγιαμιν δεν έπεσε στα νύχια του κομφορμισμού, ιδιαίτερα μετά το 1991, όταν διακηρύσσονταν το “τέλος της Ιστορίας” κι οι τέφρες κάλυπταν την χώρα του Οκτώβρη;
Ο Γερμανοεβραίος πρωτοπόρος μαρξιστής στοχαστής του Μονόδρομου, των δοκιμίων για τον Μπρεχτ, του Passagenwerk και των Θέσεων για την έννοια της Ιστορίας παραμορφώθηκε από τους φιλισταίους και τους ηττοπαθείς σε ιεροκήρυκα της ...“αριστερής μελαγχολίας”, της πολιτικής παράλυσης, παραίτησης, συνθηκολόγησης με τους Νικητές της ημέρας .
Η ταύτιση του Μπένγιαμιν με την “αριστερή μελαγχολία” αποτελεί ύβρη. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε με εντελώς αρνητικό νόημα, με άκρα περιφρόνηση στο άρθρο του 1930 Link Melancolie- Zu Erich Kästners neuen Gedichtbuch[4]. Παραπέμπει σε εκείνους τους “ ριζοσπάστες αριστερούς” διανοούμενους που “κάθονται τόσο άνετα μέσα σε μια κατάσταση που δεν έχει τίποτα το άνετο. Εν συντομία: αυτός ο αριστερός ριζοσπαστισμός είναι μια στάση που απολύτως δεν αντιστοιχεί πια σε κάποια πολιτική δράση. Δεν τοποθετείται στα αριστερά του ενός ή του άλλου ρεύματος αλλά, απλούστατα, στα αριστερά κάθε δυνατότητας εν γένει.Γιατί εξ αρχής δεν στοχεύει σε τίποτα άλλο έξω από την απόλαυση του εαυτού του μέσα σε έναν εφησυχασμό αρνητισμού.[5]
Ο Μπένγιαμιν καυτηριάζει τα καμώματα της “αριστερής μελαγχολίας” σαν “καραγκιοζιλίκια [clownerie] της απελπισίας ”ή και σαν “βασανισμένη ανοησία[6] Αντίθετα, μιλάει με σεβασμό και διεισδυτικά για το γνήσιο spleen του Baudelaire . Συνδέει “τα όνειρα του πυρπολημένου ποιητή με την εξέγερση του Auguste Blanqui και τα αδιέξοδα της επανάστασης του 1848. Στην “διαρκή μελαγχολία”, στο “spleen σαν διαρκή καταστροφή” αντιπαραθέτει ως μόνο εναλλακτικό αντίθετο την διαρκή επανάσταση.[7]
Μετά το 1989-91, βλέπουμε την καρικατούρα του Μπένγιαμιν να περιφέρεται από θιασώτες της “αριστερής μελαγχολίας” κι άλλους κονφορμιστές σαν “λάφυρο στην θριαμβευτική πομπή των Νικητών”, για την οποία μιλάει η μπενγιαμινική Θέση VII.[8]
Για να ανακτήσουμε τον Μπένγιαμιν, πρέπει να προχωρήσουμε σ'αυτήν την κάθαρση της Ιστορίας, για την οποία ο ίδιος μιλούσε , “...ακόμη και με πυρακτωμένη λαβίδα ,αν χρειαστεί[9], όπως έγραφε χαρακτηριστικά.
Στην πραγματικότητα, οι συχνές σαχλές αναφορές στο όνομά του έγιναν μόδα της παρακμής. Ο αληθινός Μπένγιαμιν χάθηκε στην ομίχλη σαν σκιά μαζί με τις τέφρες που πέσαν και πέφτουν πάνω στον Οκτώβρη. Η ανάκτηση του Μπένγιαμιν, όμως, θα μπορούσε να γίνει κι ένας από τους δρόμους για την πολιτική ανάκτηση του αληθινού Οκτώβρη.
Ας ακολουθήσουμε τα βήματά του στον δρόμο από το Βερολίνο των Σπαρτακιστών στην Μόσχα των Μπολσεβίκων στην πιο κρίσιμή τους ώρα κι ακόμα παραπέρα: στον δύσκολο δρόμο που θα γίνει Μονόδρομος άχρι θανάτου για τον μεσσιανικό μαρξιστή Μπένγιαμιν, ενώ τον οδηγεί, διαμέσου των συσσωρευόμενων ερειπίων, ο Angelus Novus της Ιστορίας, με ανοιχτά πάντα τα φτερά και την πλάτη γυρισμένη στο μέλλον.

Οδός Asja Lacis

 Ο δρόμος αυτός ονομάζεται
 ΟΔΟΣ ΑΣΙΑ ΛΑΤΣΙΣ
 από το όνομα αυτής
 που ως μηχανικός
 τον διάνοιξε μέσα στον συγγραφέα[10]

Στην προμετωπίδα -αφιέρωση που θα βάλει ο Μπένγιαμιν στην Einbahnstrasse το 1928 δεν αφήνει αμφιβολία ότι το σημείο καμπής στην προσωπική του πορεία ήταν η ερωτική και πολιτική συνάντησή του τον Μάρτιο του 1924 στο Κάπρι με την Άσια Λάτσις. Μια Λεττονή πρωτοποριακή σκηνοθέτρια θεάτρου από την Ρίγα, μπολσεβίκα, μια “επαγγελματία επαναστάτρια”, όπως η ίδια αυτοπροσδιορίζεται στον τίτλο της μεταγενέστερης αυτοβιογραφίας της.
Για έναν στοχαστικό άνθρωπο σαν τον Μπένγιαμιν που συνέδεε τα ζητήματα της ύπαρξης με εκείνα της πολιτικής, η συνάντηση ήταν στιγμή αποκάλυψης και αυτογνωσίας. Συναντούσε μια επαναστάτρια που δήλωνε ότι ζητούσε, όπως κι αυτός την “ επανάσταση από κάθε άποψη”. Στις 7 Ιουλίου 1924 θα γράψει ο Μπένγιαμιν στον στενό του φίλο Gershom Scholem ότι αυτή η συνάντηση “ευνοούσε με το απολύτως καλύτερο δυνατό τρόπο μια επανάσταση ζωής και μια έντονη κατανόηση της επικαιρότητας του ριζοσπαστικού κομμουνισμού”.[11] Στις 22 Δεκεμβρίου 1924, σε γράμμα του πάλι στον Σόλεμ, ο Μπένγιαμιν θα δηλώσει ότι “ τα κομμουνιστικά σήματα που εκπέμπονταν στο Κάπρι ήταν καταρχήν οι ενδείξεις μιας στροφής που αφύπνισε μέσα μου την βούληση να μην μασκαρεύω πια με παλιά κουρέλια, όπως έκανα μέχρι τώρα, τις επίκαιρες και πολιτικές στιγμές των ιδεών μου αλλά να τις αναπτύξω και να το δοκιμάσω αυτό έως τα άκρα[12]
Η Άσια Λάτσις θα συστήσει τον Μπένγιαμιν στον Μπρεχτ, με τον οποίο ο Γερμανοεβραίος κριτικός και στοχαστής θα συνάψει μια μακρόχρονη, βαθειά φιλία και συνεργασία, ένα διαρκή διάλογο, πλούσιο, γεμάτο εντάσεις, αντιφατικό, γόνιμο και για τους δυο, για το θέατρο, την λογοτεχνία, την τέχνη, τον Κάφκα και τον Τρότσκυ, την ταξική πάλη και την πολιτική των ζοφερών εκείνων καιρών του μεσοπολέμου, για τον Χίτλερ και το φασισμό, και προπαντός για το παρόν και το μέλλον της Οκτωβριανής Επανάστασης στην Σοβιετική Ένωση .
Η Άσια Λάτσις έγινε κι ο ακαταμάχητος πόλος έλξης που έφερε τον Μπένγιαμιν στην Μόσχα στα τέλη του 1926-αρχές του 1927. Με την ευκαιρία αυτή ο Μπένγιαμιν θα παρουσίαζε στους υπεύθυνους για την προετοιμαζόμενη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια το κείμενο που έγραψε για το λήμμα Goethe, ελπίζοντας και σε μια μονιμότερη σχέση με το πρώτο εργατικό κράτος, η οποία θα τον έκανε να αποφασίσει τελικά εάν θα γινόταν ή όχι μέλος του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ταυτόχρονα χρηματοδότησε το ταξίδι στην Μόσχα με παραγγελίες από το γερμανικό περιοδικό Kreatur του Martin Buber να γράψει για την Σοβιετική Ρωσία μετά την επιστροφή του στο Βερολίνο.
Με τον σκοπό αυτό θα κρατήσει προσωπικό ημερολόγιο, το περίφημο Ημερολόγιο της Μόσχας.[13] Ένα ημερολογιακό κείμενο εντελώς ανορθόδοξο, μη συγκρίσιμο με άλλα του είδους (εκτός, σε ορισμένα σημεία, που θυμίζει σελίδες από το επίσης ανορθόδοξο Ημερολόγιο της Εξορίας του Τρότσκυ). Μαζί με λίγες σκηνές βωβού σπαραγμού από την αβυσσαλέα, οιωνεί ντοστογιεφσκική σχέση με την Λεττονή επαναστάτρια, την οποία ελάχιστα θα συναντήσει μια και τον περισότερο καιρό αυτή νοσηλευόταν, ο Μπένγιαμιν θα αποτυπώσει ένα λαβύρινθο καθημερινών γεγονότων, εικόνων, πολιτικών συγκρούσεων, φιλοσοφικών συζητήσεων, μέσα σε μια ατμόσφαιρα διάχυτης ανησυχίας και σιγής όπως πριν ένα σεισμό. Ο επισκέπτης από το Βερολίνο της Βαϊμάρης και μέγας “φυσιογνωμιστής” των Μεγαλουπόλεων, θα έχει κυρίως μια “ ρυθμική εμπειρία”, όπως γράφει, στην σοβιετική πρωτεύουσα. Στήνει το αυτί του στην καρδιά τη Μόσχας, ακούει προσεκτικά, ξεχωρίζει το ουσιώδες μέσα από όλους τους εκκωφαντικούς θορύβους, και καταγράφει με σπάνια ευκρίνεια τον παλμό της Ιστορίας.

MOCKBA

Ο Μπένγιαμιν φτάνει στην Μόσχα στις 6 Δεκεμβρίου 1926 και φεύγει στο τέλος Ιανουαρίου 1927. Με άλλα λόγια, την επισκέπτεται καθώς συμπληρώνονται 10 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση κι η χώρα βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Το πολιτικό κλίμα γίνεται πνιγηρό, οι διωγμοί της μπολσεβίκικης Αντιπολίτευσης από την σταλινική γραφειοκρατία έχουν αρχίσει και στις 15 Νοεμβρίου 1927 ο ίδιος ο Τρότσκυ διαγράφεται από το Κόμμα.
Όπως παρατηρεί ο Γκέρσομ Σόλεμ στον Πρόλογό του στο Ημερολόγιο της Μόσχας του επιστήθιου φίλου του, σχεδόν όλοι εκείνοι με τους οποίους θα έρθει σε επαφή και θα συνομιλήσει ο Μπένγιαμιν στην σοβιετική πρωτεύουσα είναι Εβραίοι, βρίσκονται στις γραμμές της Αριστερής Αντιπολίτευσης και της καλλιτεχνικής avant garde και θα πέσουν θύματα των σταλινικών διωγμών και των μαζικών εκκαθαρίσεων με την κατηγορία του τροτσκιστή[14]. Η ίδια η Άσια Λάτσις θα κλειστεί 15 χρόνια σε γκουλάγκ, αλύγιστη κι αμετανόητη αριστερή μπολσεβίκα.
Ο Μπένγιαμιν θα σημειώσει στο Ημερολόγιο, στις 9 Δεκεμβρίου 1926, μια συνάντηση φίλων στο σπίτι του αντιπολιτευόμενου Λέλεβιτς, μια μέρα πριν ο τελευταίος εκτοπιστεί από την Μόσχα, όπου ο εκτοπιζόμενος για το μόνο πράγμα για το οποίο γκρινιάζει είναι ότι δεν θα βρίσκεται την άλλη μέρα στην Μόσχα και θα χάσει έτσι την ομιλία του Τρότσκυ στην Κομμμουνιστική Διεθνή![15]
Από την άλλη μεριά, ο Γερμανοεβραίος μαρξιστής θα συναντήσει επίσης τον κυνισμό ή τον καιροσκοπισμό άλλων που θα σιωπήσουν, θα προσαρμοστούν ή και θα συνθηκολογήσουν πλήρως με την επικράτηση της γραφειοκρατίας. Είναι η μικροαστική γάγγραινα που αναπτύσσεται πάνω στις πληγές της απομονωμένης ,σε ιμπεριαλιστικό κλοιό, χώρας του Οκτώβρη και που θα καυτηριάσει ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκυ στο θεατρικό του έργο Ο Κοριός και στο ποίημά του Η Τέταρτη Διεθνής.
Ο Μπένγιαμιν, βαθειά διαλεκτικός, δεν επιβάλλει από τα έξω κάποιο a priori αφηρημένο θεωρητικό σχήμα για νa ερμηνεύσει την αντιφατική σοβιετική πραγματικότητα του 1926/27. Στις 23 Φεβρουαρίου 1927, μετά την επιστροφή του από την Μόσχα στο Βερολίνο, σε γράμμα του στον Μπούμπερ το καθιστά σαφές. Θέλει να αποφύγει “οποιαδήποτε απαγωγική αφαίρεση, πρόγνωση ή, εντός ορίων, ακόμα και κρίση”, και “να πετύχει να συλλάβει και να αποδώσει αυτήν την εντελώς νέα και αλλόκοτη γλώσσα που αντηχεί βαρειά μέσα από το ηχείο της προσωπίδας μιας ολικά αλλαγμένης πραγματικότητας[16]
Συλλαμβάνοντας αυτήν την “γλώσσα” μέσα από τις αντιφάσεις, τις μεταβάσεις, τις διαμεσολαβήσεις, τις παραμορφώσεις ενός ηχείου που αποκρύπτει μια ριζικά αλλαγμένη από την Επανάσταση πραγματικότητα, ο Μπένγιαμιν διακρίνει ένα “ευρύ φάσμα δυνατοτήτων”: “ πάνω από όλα την δυνατότητα της Επανάστασης να πετύχει ή να αποτύχει. Σε κάθε περίπτωση, κάτι απρόβλεπτο θα προκύψει και η εικόνα του θα είναι πολύ διαφορετική από οποιοδήποτε προγραμματικό σκίτσο του μέλλοντος που θα μπορούσαμε να σκιαγραφήσουμε[17].
Η Σοβιετική Ρωσία, μετά την υποχώρηση της διεθνούς επανάστασης, δέκα χρόνια μετά τον Οκτώβρη του 1917, βρίσκεται σε καμπή, σε μετάβαση, στο ξετύλιγμα δηλαδή και την όξυνση των αντιφάσεων, όπου, όπως γράφει ο Μπένγιαμιν στον Hofmannsthal στις 5 Ιουνίου 1927, “ ένα αρχαϊκό ρωσικό τέμπο συγχωνεύεται σε ένα σύνολο με τους νέους ρυθμούς της Επανάστασης[18].
Με σπάνια διεισδυτικότητα και πολιτική διορατικότητα σημειώνει στο Ημερολόγιο της Μόσχας: “ Μερικές σημειώσεις για την κατάσταση της Ρωσίας. Στις συζητήσεις μου με τον [Bernhard] Reich είχα επιμείνει στο πόσο αντιφατική είναι η τρέχουσα κατάσταση στην Ρωσία. Στην εξωτερική της πολιτική η κυβέρνηση ζητάει ειρήνη για να μπορέσει να συνάψει εμπορικές συμφωνίες με τα ιμπεριαλιστικά κράτη στο εσωτερικό, παρόλα αυτά, προσπαθεί να πετύχει μια αναστολή του μαχητικού κομμουνισμού, να εισέλθει σε μια περίοδο απαλλαγμένη από ταξικές συγκρούσεις, να αποπολιτικοποιήσει την ζωή των πολιτών της, όσο είναι δυνατό. Από την άλλη, η νεολαία της σπρώχνεται διαμέσου μιας “επαναστατικής” διαπαιδαγώγησης μέσα στις οργανώσεις των πιονιέρων, στην Κομσομόλ, που σημαίνει ότι δεν έρχεται στην Επανάσταση ως εμπειρία αλλά ως ομιλία. Γίνεται προσπάθεια να σταματήσει η δυναμική της επαναστατικής ανάπτυξης μέσα στην ζωή του κράτους – μπήκαμε, είτε μας αρέσει είτε όχι, σε μια περίοδο παλινόρθωσης όπου θέλουν, εντούτοις, να αποθηκεύσουν την επαναστατική ενέργεια της νεολαίας σαν να ήταν ηλεκτρισμός μέσα σε μια μπαταρία. Δεν θα τα καταφέρουν[19].

Θεωρία και Μέθοδος

Σ' αυτές της συνθήκες, όπως ήταν αναμενόμενο, το κείμενο του Μπένγιαμιν για τον Γκαίτε απορρίφθηκε από τους υπεύθυνους της Μεγάλης Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας και μάλιστα με υπόδειξη του ίδιου του λαϊκού κομισάριου της Διαφώτισης, του σχετικά ανοιχτόμυαλου Ανατόλι Λουνατσάρσκυ[20] .
Ο Λουνατσάρσκυ θεωρεί το κείμενο ασύμβατο με την Εγκυκλοπαίδεια, προτείνει να κοπούν διάφορες σελίδες και εξανίσταται, ιδιαίτερα, με την άποψη του Μπένγιαμιν ότι “ οι Γερμανοί επαναστάτες δεν ήταν άνθρωποι του Διαφωτισμού ενώ οι Γερμανοί άνθρωποι του Διαφωτισμού δεν ήταν επαναστάτες” (άποψη που δεν απέχει, βέβαια, από εκείνη του Μαρξ στην Εισαγωγή του 1844 στην Κριτική της χεγκελιανής φιλοσοφίας του δικαίου και του κράτους).
Ο μεγάλος σοβιετικός συγγραφέας Βαρλάμ Σαλάμωφ είχε δίκιο, στην Τέταρτη Βολογκντά όταν σύγκρινε καυστικά την τυπική επαγωγική λογική του “ωραίου ομιλητή” Λουνατσάρσκυ με την ισχυρή διαλεκτική στην απαστράπτουσα ρητορική του Τρότσκυ![21]
Ο Μπένγιαμιν παρατηρεί μια εκλαϊκευτική προσαρμογή των σοβιετικών αξιωματούχων στις αστικές πολιτιστικές αξίες και μάλιστα “ όταν οι ίδιες έχουν μπει σε μια άκρως κρίσιμη φάση με την παρακμή της αστικής κοινωνίας[22], την ίδια στιγμή που “διώχνονται οι αριστεροί συγγραφείς, οι οποίοι βρίσκονταν στο τιμόνι τις μέρες του ηρωικού κομμουνισμού[23].
Σε ένα άλλο, μεθοδολογικό-φιλοσοφικό επίπεδο, ο Μπένγιαμιν διακρίνει να επικρατεί μια εμμονή στον Πλεχάνωφ (και συνεπώς στην μηχανιστική “μαρξιστική ορθοδοξία” της Δεύτερης Διεθνούς) κι ο μεταφυσικός υλισμός, όπως στην Θεωρία του Ιστορικού Υλισμού του Μπουχάριν.
Στις συζητήσεις του με τον Ράιχ που έκφραζε κι αυτός την δυσφορία του για τον Πλεχάνωφ, ο Μπένγιαμιν έκανε την ουσιώδη διάκριση ανάμεσα σε μια σχηματική θεωρία που επιβάλει μια αφηρημένη γενικότητα στην ζωντανή συγκεκριμένη πραγματικότητα και την διαλεκτική υλιστική μέθοδο που “διεισδύει διαρκώς βαθύτερα στο εσωτερικό του αντικειμένου και μόνο μέσω αυτού αναπαριστά ένα σύμπαν. Οποιαδήποτε άλλη έννοια ενός σύμπαντος δεν έχει αντικείμενο και είναι ιδεαλιστική”. Κατά τον Μπένγιαμιν, στην “μη υλιστική σκέψη του Πλεχάνωφ [...] η θεωρία, στην προσπάθειά της να αναπαραστήσει το γενικό, περιφέρεται πάνω από την επιστήμη, ενώ αντίθετα, αυτό που χαρακτηρίζει την μέθοδο είναι ότι σε κάθε εξέταση μιας καθολικής αρχής αμέσως ανακαλύπτει το δικό της ιδιαίτερο αντικείμενο (Παράδειγμα: η εξέταση των εννοιών του χρόνου και του χώρου στη θεωρία της σχετικότητας) [..] Είναι πιθανώς η ίδια μη μεθοδολογική γενικότητα και αμεσότητα που χαρακτηρίζει και τα εντελώς ιδεαλιστικά, μεταφυσικά ζητήματα με τα οποία ασχολείται ο Μπουχάριν στην Εισαγωγή στον Ιστορικό Υλισμό[24]
Αυτή η κριτική στις θεωρητικές βάσεις της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού θα επανέλθει ανεπτυγμένη σε μεταγενέστερα μπενγιαμινικά κείμενα και προπαντός στις ακροτελεύτειες Θέσεις πάνω στην Έννοια της Ιστορίας του 1940.

Angelus Novus

Η εμπειρία της Μόσχας θα είναι καθοριστική για την παραπέρα πορεία του Μπένγιαμιν. Είναι παρούσα στις κατηγορίες της μπενγιαμινικής υλιστικής αντίληψης της Ιστορίας, όπως είναι το Μεσσιανικό, η Καταστροφή, ο Νυν Καιρός (Jetztzeit), ο Ανομοιογενής Χρόνος, το “Άλμα του Τίγρη” στο παρελθόν, η Παράδοση των Καταπιεσμένων, η διάσωση, η εκπλήρωση των ανεκπλήρωτων προσδοκιών των νικημένων επαναστατών – η επαναστατική Λύτρωση. Ή με άλλα λόγια, η μεσσιανική ρήξη της ιστορική συνέχειας το 1917, η επαπειλούμενη καταστροφή της επανάστασης, η απειλή και πάλη κατά του φασισμού στον παρόντα χρόνο της δεκαετίας του 1930, η μη γραμμική αντίληψη του ιστορικού χρόνου, η ανάκτηση του Οκτώβρη κι όλης της Παράδοσης των Καταπιεσμένων με το άλμα του προλεταριακού Τίγρη πάνω από το χάσμα με το παρελθόν, η εκπλήρωση των ανεκπλήρωτων επαναστατικών προσδοκιών, η αλλαγή του κόσμου.
Οι συνέπειες της επίσκεψης στην Μόσχα στην πορεία του Μπένγιαμιν αντανακλάται στην ταραχώδη σχέση και στενή φιλία με τον άλλο μεγάλο κομμουνιστή συγγραφέα, τον Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Μετά την επιστροφή από την Σοβιετική Ρωσία, στο Βερολίνο το 1927, σε μια συζήτηση κομμουνιστών διανοουμένων και ηθοποιών για το επίμαχο ζήτημα των ημερών, την σύγκρουση Τρότσκυ και Στάλιν, ο Μπένγιαμιν μαζί με τον Ludwig Hardt και τον Soma Morgenstern υποστήριξαν τον Τρότσκυ, ενώ ο Μπρεχτ μαζί με τον Klabund που ήταν μέλος του γερμανικού ΚΚ υποστήριξαν τον Στάλιν[25]. Αυτό, βέβαια, δεν εμπόδισε τον Μπρεχτ αργότερα, στις 3 Ιουνίου 1931, όταν ο Μπένγιαμιν τον συναντάει στο Lavandou της Προβηγκίας μαζί με φίλους, στους οποίους προστέθηκαν, στην συνέχεια ο Kurt Weil με την Lotte Lenya, να δηλώσει στους στους πάντες ότι θεωρεί τον Τρότσκυ “τον μεγαλύτερο συγγραφέα εν ζωή στην Ευρώπη[26]
Στα χρόνια της εξορίας, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, και ιδιαίτερα το καλοκαίρι του 1938, στην Δανία, στις συζητήσεις του Μπρεχτ με τον φιλοξενούμενό του Μπένγιαμιν, ο πρώτος, όντας κριτικός για το τι συμβαίνει στην ΕΣΣΔ επί Στάλιν και μετά τις Δίκες της Μόσχας, φαίνεται να λαμβάνει σοβαρά υπόψη του την κριτική του Τρότσκυ για τα τεκταινόμενα στην χώρα του Οκτώβρη, παραμένοντας, όμως, αβέβαιος ακόμα[27].
Ο Μπένγιαμιν, αντίθετα, παραμένει σταθερά στο πλευρό του Τρότσκυ. Δεν εκφράζει μονάχα δημόσια τον θαυμασμό του για τα βιβλία του θεωρητικού της Διαρκούς Επανάστασης, π.χ. για την αριστουργηματική αλλά μισητή στους σταλινικούς Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης. Ακόμα πιο σημαντική είναι η υποστήριξή του στις θέσεις και την πολιτική του Τρότσκυ για την πάλη κατά του φασισμού αλλά κι ενάντια στην σταλινική γραμμή των “Λαϊκών Μετώπων” με την “δημοκρατική” αστική τάξη. Μαζί μάλιστα με τον Fritz Lieb, τον ιδιόρρυθμο Ελβετό πάστορα και θεολόγο της επανάστασης, μαθητή του Κ. Barth, και υπερασπιστή του κομμουνισμού/μπολσεβικισμού, θα εναντιωθούν στο “Λαϊκό Μέτωπο” στην Γαλλία το 1936 και θα καλέσουν στον προληπτικό εξοπλισμό των εργατικών και λαϊκών μαζών κατά του ανερχόμενου φασισμού.
Εκείνο, όμως, που μέσα από εντάσεις και αντιπαραθέσεις ή και χάρη σ'αυτές, σφυρηλατεί ένα βαθύτερο κι άρρηκτο δεσμό ανάμεσα σε Μπένγιαμιν και Μπρέχτ είναι ο ιστορικό-υπαρξιακός δεσμός τους με το ίδιο το Μέγα Παγκόσμιο Συμβάν: την Οκτωβριανή Επανάσταση, την ρήξη του ιστορικού συνεχούς, όπως θα έλεγε ο πρώτος στις Θέσεις, αυτή την οποία χαιρετίζει ο δεύτερος στον Καυκασιανό Κύκλο με την κιμωλία με το Δοξαστικό: O Wechsel der Zeiten! Du Hoffnung des Volkes! Ω, Αλλαγή των Καιρών! Ελπίδα εσύ του λαού!

Αλλά το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός του 1917 δεν εγέμισε άνθη, όπως στον στίχο του Σολωμού. Ακολούθησε η μία καταστροφή μετά την άλλη, με φρικτότερη τον θρίαμβο του Ναζισμού το 1933 και το κατρακύλισμα της ανθρωπότητας σε ένα δεύτερο, τρισχειρότερο παγκόσμιο πολεμικό μακελειό.
Στην πιο γνωστή από τις μπενγιαμινικές Θέσεις για την Έννοια της Ιστορίας, την Θέση ΙΧ, την εμπνευσμένη από τον πίνακα Angelus Novus του Paul Klee, ερείπια επί ερειπίων συσσωρεύονται μπροστά στα μάτια του Άγγελου της Ιστορίας. “ Θα ήθελε να σταματήσει για μια στιγμή, να ξυπνήσει τους νεκρούς και να στήσει ξανά τα χαλάσματα. Μια θύελλα σηκώνεται, όμως, από την μεριά του Παραδείσου αδράχνοντας τις φτερούγες του και είναι τόσο δυνατή που δεν μπορεί πια ο άγγελος να τις κλείσει. Η θύελλα τον ωθεί ακαταμάχητα προς το μέλλον, στο οποίο η πλάτη του είναι στραμμένη, ενώ ο σωρός από τα ερείπια φθάνει μπροστά του ως τον ουρανό. Αυτό που εμείς αποκαλούμε πρόοδο, είναι αυτή η θύελλα[28]
Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς ότι ο Μπένγιαμιν επιτίθεται στην περί “προόδου” αστική αντίληψη που επικρατεί και στην Αριστερά, ιδίως στην σοσιαλδημοκρατία και τον σταλινισμό, που μένουν τυφλοί μπροστά στις διαρκώς επιδεινούμενες ιστορικές καταστροφές. Ενάντια στην επικρατούσα στο λεγόμενο “προοδευτικό” στρατόπεδο” γραμμική εξελιξιαρχία, μιλάει για τις καταρρεύσεις και τα ερείπια που ορθώνονται ως τον ουρανό - κι όχι μόνο στην δεκαετία του 1930 και στον 20ό αιώνα αλλά σε όλο το ιστορικό συνεχές της καταπίεσης, εκμετάλλευσης, ταπείνωσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Υπάρχει ένα σημείο που συνήθως παραβλέπεται, ιδιαίτερα από τους θιασώτες της “αριστερής μελαγχολίας”. Μπορεί να λέμε “πρόοδο” την θύελλα που ωθεί τον άγγελο στο αόρατο μέλλον και δεν του επιτρέπει να κλείσει τα φτερά του και να ξυπνήσει τους νεκρούς. Πρέπει, όμως, να προσεχτεί και το άλλο καίριο σημείο που επισημαίνει η Θέση ΙΧ: από πού σηκώνεται αυτή η θύελλα; Ο διαλεκτικός Μπένγιαμιν απαντάει: “ από την μεριά του Παραδείσου”.
Μπορεί να χρησιμοποιεί την γλώσσα του δύσμορφου “Νάνου” της βιβλικής θεολογίας για τον οποίο μιλάει στην Θέση Ι. Αλλά ο Μπένγιαμιν, όπως στην ίδια Θέση εξηγεί, αναζητά τον αυθεντικό ιστορικό υλισμό. Έναν ιστορικό υλισμό επιτέλους αφυπνισμένο από την νάρκη του “προοδευτικού” ρεφορμισμού, ώστε να επιτρέψει στην επαναστατική τάξη, το προλεταριάτο, να κηρύξει την δική του γνήσια “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” και να δώσει τέλος στην καταστροφή, να διαρρήξει το ιστορικό συνεχές.
Η “μεριά του παραδείσου”, από την οποία σηκώνεται η θύελλα δεν είναι το τέλος-σκοπός που ενυπάρχει στην Ιστορία, κάποιο happy end προς το οποίο βαδίζει η ανθρωπότητα εξελικτικά, βαθμιαία, σταδιακά-αναπόφευκτα. Το Μεσσιανικό δεν είναι η “φυσιολογική” και εκ των προτέρων δεδομένη κατάληξη της Ιστορίας, είναι η απότομη και ριζική διακοπή της, η ρήξη. Η “μεριά του παραδείσου” βρίσκεται στο ρήγμα που ανοίγεται, στο αβυσσαλέο χάσμα, το Ungrund του Boehmeκαι του Hegel, ένα μη θεμέλιο που γίνεται θεμέλιο, Grund. Από κει ξεσπούν σαν κεραυνοί κι αστράφτουν ξαφνικά σαν αστραπές, μαζί με την θύελλα των καταστροφών, κι όλες οι ανεκπλήρωτες ανάγκες και προσδοκίες των Καταπιεσμένων, όλων των Νικημένων των εξεγέρσεων, των Νεκρών που ζητούν δικαίωση όλων των χαμένων αγώνων για την Ελευθερία και την Δικαιοσύνη. Είναι ο Τόπος του Ου-Τόπου, ο χώρος του δυνάμει, η Εστία αυτού που ο Ernst Bloch, ο φίλος του Μπένγιαμιν και μέγιστος μαρξιστής φιλόσοφος της Ελπίδας, ονόμαζε Noch Nicht Sein, Αυτό που δεν υπάρχει ακόμα, ο Ολάμ Αμπά των Εβραίων, ο Κόσμος που Έρχεται.
Ο Καζιμίρ Μαλέβιτς τον ζωγράφισε ως Μαύρο Τετράγωνο. Ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος θα το ονομάσει Οκτάνα.

Σ' αυτό το αβυσσαλέο χάσμα πρέπει να αναζητήσουμε και να ανακτήσουμε τον Οκτώβρη του 1917. Δεν θα το βρούμε σαν σημείο σε μια αδιάκοπη γραμμή που ενώνει το 1917 με το 2017 - ένα σημείο που βρίσκεται πίσω μας, σε ένα χαμένο παρελθόν, και το οποίο άλλοι το νοσταλγούν κι άλλοι το καταριώνται.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση, η “απαρχή της παγκόσμιας επανάστασης” όπως την είδαν και την έκαναν πράξη ο Λένιν, ο Τρότσκυ, οι Μπολσεβίκοι, τα Σοβιέτ των εργατών, αγροτών και στρατιωτών το 1917, έμεινε ανολοκλήρωτη. Ούτε σταμάτησε ή ολοκληρώθηκε στον γραφειοκρατικό “σοσιαλισμό σε μια μόνο χώρα”, ο οποίος και κατέρρευσε το 1991, ούτε “εξαντλήθηκε η προωθητική του δύναμη”, όπως ισχυρίστηκε ο αλήστου μνήμης “ευρωκομμουνισμός” το 1976.
Ο κύκλος του Οκτώβρη δεν έκλεισε. Παραμένει ανοικτός, όπως σε ορισμένα έργα των σουπρεματιστών ή, αργότερα, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα στα εικαστικά του Stephen Αντωνάκου. Εκδηλώνει τις βαθύτερες απαιτήσεις της μεταβατικής μας εποχής.

Ας ακούσουμε την ηχώ του στίχου του Σεργκέι Γιεσένιν

κολυμπήστε έως την Πόλη του Μέλλοντος 
Εκεί θα μπορέσουμε να πούμε ξανά μαζί με τον Βελιμίρ Χλιέμπνικωφ
Όλη η εξουσία στον έναστρο ουρανό! 

Ομιλία στην Διημερίδα για τα 100 Χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης, Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, 17-18 Οκτωβρίου 2017

[1] Θέση VI. Βλ. Θέσεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας ελληνική μετάφραση έκδοση της Λέσχης κατασκόπων του 20ου αιώνα σελ.12
[2] Ν. Καρούζος , Μια λάμψη που δεν έχει τέλος Άπαντα Τόμος Β΄, Ϊκαρος
[3] Θέσεις... ό. π. π. σελ.12-13
[4] Βλ. στα γαλλικά , στο Technique et Expérience - Mélancolie de gauche et autres textes Eterotopia France 2016 σελ.49-54
[5] ό.π. π. σελ.52
[6] ό. π. π. σελ 54
[7] Βλ. Walter Benjamin, Zentral Park, Privat -Révue d' Esthétique nouvelle série No 1, 1981
[8] Θέσεις ...ό. π. π. σελ.14
[9] Στο ίδιο
[10] Βλ. Walter Benjamin, Μονόδρομος, μετάφραση Νέλλη Ανδρικοπούλου Άγρα 2004 σελ.33
[11] Βλ. Erdmut Wizisla, Walter Benjamin & Bertolt Brecht- Histoire d' une amitié, Klincksieck 2015 σελ15
[12] στο ίδιο
[13] Βλ. Walter Benjamin, Moscow Diary, Harvard University Press 1986
[14] ό. π. π. σελ. 7
[15] ό. π. π. σελ.15
[16] ό. π. π σελ.132
[17] ό. π. π. σελ.132-133
[18] ό. π. π. σελ.134
[19] ό. π. π. σελ.53
[20] ό. π. π. σελ. 130-132
[21] Varlam Chalamov, La quatrième Vologda, Verdier 2008 σελ. 131-132
[22] Moscow Diary ό. π. π. σελ. 54
[23] ό. π. π. σελ.39
[24] ό. π. π. σελ. 38-39
[25] Erdmut Wizisla ό. π. π. σελ. 62-63
[26] ό. π. π. σελ.384
[27] ό. π. π. σελ 395
[28] Θέσεις ό. π. π. σελ.16

Δεν υπάρχουν σχόλια: