28/10/17

Κορνήλιος Καστοριάδης: ο «κύκλος της πράξης»

Λυκούργος Κογεβίνας, Τοπίο από την Κέρκυρα, πριν από το 1917, λάδι σε μουσαμά


ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Μπορεί στην Πνύκα (7.9.2017) να ακούστηκε το όνομα «Castoriadis», φευγαλέα και όχι «διά μακρόν». Είκοσι χρόνια μετά το θάνατό του όμως αθροίζονται οι προχειρογράφοι της σκέψης του για τους οποίους συχνά σημειώνω (βλ. «Αριστερά» και «στίβος», 2016:250· Γνώσης «επί-γνωση», 2017:115) ότι πληθαίνουν τελευταία οι αποφάνσεις, σύμφωνα με τις οποίες ο C. Castoriadis δεν ήταν τίποτε άλλο παρά «πολέμιος» του «μαρξισμού».
Τον Μάρτιο του 1949 εκδίδεται το περιοδικό Socialisme ou Barbarie. Με τα ψευδώνυμα Π. Σωλιέ και Π. Καρντάν υπήρξε ο κύριος συντάκτης του που συναρτούσε την ανάπτυξη της επαναστατικής δράσης με την εξέλιξη της επαναστατικής θεωρίας, μη διστάζοντας να εγκαταλείψει, να τροποποιήσει ή να αντικαταστήσει το μαρξιστικό εννοιολογικό οπλοστάσιο με άλλο, που θα αντιστοιχεί πληρέστερα στην «κατοπινή πείρα και στις ανάγκες του επαναστατικού κινήματος». Με την πρόθεση η ομάδα να καταστεί η «ζωντανή συνέχιση του μαρξισμού μέσα στη σύγχρονη κοινωνία» ο Καστοριάδης, για να αποφύγει την ιδεολογική στειρότητα που συνέχει τον ηγετικό μηχανισμό της 4ης Διεθνούς, απαιτεί η επαναστατική θεωρία να αποδεχθεί τη διαρκή της αμφισβήτηση, ακριβώς για να επιβεβαιώνεται ξανά μέσα από όλες τις νέες επιτεύξεις της επιστήμης και μέσα από την αφομοίωση της «καινούργιας ιστορικής εμπειρίας». Έτσι η «διαρκής επανάσταση μέσα στην επαναστατική θεωρία» τον ωθεί να δεχθεί ότι το «υπόβαθρο» της πραγματικότητας διέπεται από στατιστικούς νόμους πιθανοτήτων, πρόταση δηλαδή που συνεπάγεται ότι η συνειδητή δραστηριότητα της επαναστατικής τάξης καθορίζει τον «προσανατολισμό» της ιστορίας. Αν αυτή δεν ακολουθεί μια «ομοιογενή ανοδική γραμμή», τότε σήμερα στη δυνατότητα του σοσιαλισμού αντιτίθεται το ενδεχόμενο μιας περιόδου «ιστορικής πτώσης καθορισμένης σαν βαρβαρότητα».

Ο δημιουργός του συλλογικού βήματος Socialisme ou Barbarie ώς το 1954 ενδιαφέρεται περισσότερο για την κριτική της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας και ειδικότερα για την τεκμηρίωση της διάψευσης των προβλέψεων του Μαρξ και των επιγόνων του που σχημάτισαν ένα σύστημα «ασυνάρτητο, βασισμένο σε αντιφατικά αξιώματα», χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζει ακόμη την «τόλμη και τη βαθύτητα του κοινωνιολογικού και ιστορικού οράματος» που το διαπνέει. Έτσι εξακολουθεί να ορίζει, στα μελετήματά του ώς το 1958, τον σοσιαλισμό ως «συλλογική διεύθυνση της παραγωγής και της κοινωνικής ζωής από τους εργαζόμενους», με την έννοια ότι μεταμορφώνει και την «καθημερινή ζωή» των συντελεστών της «αυτοδιευθυνόμενης κοινότητας».
Η αναζήτηση των νέων μορφών της «αυτονομίας» των ανθρώπων στο πεδίο της «πραγματικής καθημερινής του ζωής» ωθεί τον Καστοριάδη, με την έναρξη της δεκαετίας του ’60, στην αμφισβήτηση της αξίας του μαρξικού φιλοσοφήματος που αναδύθηκε ως «ρασιοναλιστικό» αναποδογύρισμα του εγελιανισμού. Όσο ο μαρξισμός δεν αυτοαναιρείται, τόσο η συγκεκριμένη ιστορική του αλήθεια βρίσκεται στην «ιστορική πρακτική» που αυτός εμπνέει, δηλαδή στη ρωσική και την κινέζικη «γραφειοκρατία». Η πολιτική, ως αναγνώριση των «αυτόνομων» όντων, υπερβαίνει την «ορθολογική εγελομαρξιστική εξέλιξη», για να κατοχυρώσει τη «δημιουργία χωρίς αποχρώ ντες λόγους». Αν η κοινωνία ανακτήσει την ικανότητα να ανανεώνει συνεχώς τους θεσμούς της, να «αυτοθεσμίζεται» αδιάπτωτα, τούτο θα σήμαινε ότι τα μέλη της έχουν κερδίσει την αυτόνομη και «διαυγή» δραστηριότητά τους. Για την ώρα όμως η ιστορία εμφανίζεται ως «συγκρητισμός και σύγχυση, απώλεια και λήθη» και επομένως η «κλήση» της εποχής μας συνίσταται στην κριτική που δεν καταντά σκεπτικισμός, στο «άνοιγμα» που δεν μετασχηματίζεται σε «εκλεκτικισμό» ή στη «διαύγεια» («élucidation») που δεν εκμηδενίζει τη δράση. Χωρίς όμως η «διαύγαση» να εξαντλείται σε «ολιστική σύλληψη της γνώσης», όπως ειπώθηκε τελευταία στο «Athens Democracy Forum».
Ο Καστοριάδης μετά την έκρηξη του γαλλικού Μάη, οπότε οι θεωρητικές του διατυπώσεις κέντρισαν ξανά το ενδιαφέρον ριζοσπαστικών ομάδων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, στις οποίες μετείχαν και Έλληνες φοιτητές των Παρισίων, στρέφεται προς την ολοκλήρωση των πτυχών των αναλύσεών του για τη «φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», με ευκρινή την προσφυγή στο ρεύμα της Κοινωνικής Ψυχολογίας που τείνει να συμφιλιώσει τον Φρόυντ με τον στρουκτουραλισμό, και προσδιορίζει πληρέστερα την «αυτόνομη κοινότητα». Συνολικά, η εκδίπλωση της σκέψης του Καστοριάδη, τόσο στη μετα-τροτσκιστική όσο και στη μετα-μαρξιστική της περίοδο, δεν κατανοείται χωρίς την ακμαία αφομοιωτική της αντιμαχία με τον Μάρξ, τον Λένιν, τον Τρότσκι και τη Λούξεμπουργκ. Σ’ αυτό επέμεινε και ίδιος, σε συζήτηση που είχαμε στο Παρίσι, τον  Μάιο του 1988, με την «αυτονομία του αναλυομένου», ενώ μια δεκαετία νωρίτερα ο Ά. Ελεφάντης είχε προειδοποιήσει για την «εμπορευματοποίηση» της σκέψης του (Ο Πολίτης, τχ.8, Ιαν. 1977, 79-80). Όσο για τον τίτλο του παρόντος κειμένου προκύπτει από το βιβλίο του: Το επαναστατικό πρόβλημα σήμερα (1976) και αφορά και το δικό του «πρόταγμα» ως «πολιτική εκλογή, θέση και θέληση», δηλαδή ως «κοινωνική – ιστορική δημιουργία».

Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: