O ερημίτης
χάζευε την θάλασσα. Είχε κουραστεί από την ματαιότητα των πρώτων σελίδων. Κάθε
μέρα σ' ένα πράγμα κατέληγε. Λες και είχε γράψει το ίδιο χέρι τις περισσότερες
από αυτές. Τέτοια σχεδόν ομοφωνία είχε καταντήσει βαρετή. Πόσες φορές τα
τελευταία δύο χρόνια είχαν προφητεύσει την καταστροφή της χώρας. Και όλα αυτά
γιατί στο Μαξίμου πια δεν κατοικούσαν οι αιώνιοι ιδιοκτήτες του. Άλλα κάποιοι
άλλοι, κάποιοι ξένοι με τους οποίους δεν ταίριαζαν. Το θέρος τον αποχαιρετούσε
και είχε μπει πια για τα καλά ο γλυκύς Σεπτέμβρης. Είχε συνέλθει από τις πληγές
και είχε ακόμη την πρόσθετη χαρά να υποδεχθεί το παιδί. Εκείνο είχε γυρίσει από
την πρώτη του βόλτα στον κόσμο. Ο ήλιος έλαμπε τούτο το θαλερό απόγευμα πάνω
από την θάλασσα, εκεί στην άκρη της Μονεμβασιάς. Ένοιωσε τα πρωτοσέλιδα να
φεύγουν, να χάνονται μπροστά σε τούτη την μεγαλοσύνη.
Είχε μιλήσει
με πολλούς ανθρώπους κατά την διάρκεια του θέρους. Ανοίξαν τις καρδιές τους οι
άνθρωποι για μεράκια και τα βάσανα τους, αλλά και μίλησαν με οργή και
περιφρόνηση γι' αυτούς που είχαν χαλάσει την χώρα. Αυτά τα μηνύματα δεν έφταναν
όμως στο Μοσχάτο. Εκεί υπήρχε άλλο βασίλειο, αυτό μιας 'ομάδας αλήθειας"
γεμάτης ψέμα. Τα άφησε πίσω του και αυτά. Του φαινόντουσαν παράταιρα πια. Μια
συγχορδία υποκρισίας. Ας είναι. Τώρα αυτός είχε δουλειά να κάνει σοβαρή. Να
ξαναμετρήσει το βιος του. Αυτό το βιος το ψυχικό που τούδινε κουράγιο να
συνεχίσει να υπάρχει. 'Εψαχνε τα τετράδια του μέχρι που το μάτι έπεσε σε ένα
παλιό κείμενο, το πρόσεξε καλύτερα, είχε και μια φωτογραφία της αγαπημένης του
φίλης.
Φαινόταν ότι ήταν μαζί σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό. Καθόντουσαν στο
παγκάκι και περίμεναν το τραίνο. Όχι, δεν πήγαιναν κάπου. Απλώς αγαπούσαν και
οι δύο τους σταθμούς των τραίνων. Ήταν σαν να συζητούσαν χρόνια για το πιο
τραίνο θα έπαιρναν για που, και όλο έμεναν στην ίδια θέση, γιατί δεν
αποφάσιζαν. Το πιο μακρύ ταξίδι είναι τα βλέμματά μας του είχε πει μια φορά
εκείνη. Ο ερημίτης χαμογέλασε. Είχαν καιρό να βρεθούνε και βρέθηκαν πριν από
λίγες μέρες. Κάθε φορά που χωρίζουμε είναι πιο δύσκολη από την προηγούμενη της
είπε. Είναι γιατί έχουμε την γνώση ο ένας του άλλου, αλλά τώρα δεν είναι πια η
πρώτη έκπληξη, η πρώτη απορία, αλλά είναι η αγωνία για περισσότερη γνώση των
εντός μας. Σεπτέμβρης σκέφτηκε. Δεν μπορείς να χαιρετήσεις την θάλασσα, την
αγκαλιά της. Αλλά σιγά- σιγά πρέπει. Γιατί μικραίνει η μέρα και πρέπει να
προετοιμαστείς για τις μεγάλες νύχτες. Αυτές τις σιωπηλές νύχτες που σε
σπρώχνουν να ψάξεις περισσότερο τα δικά σου πράγματα. Οι νύχτες με τις μεγάλες
σκιές. Οι νύχτες με τις κραταιές ομίχλες. Εκεί που χάνεις το πρόσωπό σου, που
δεν το αναγνωρίζεις και βλέπεις προσωπεία να θεριεύουν. Γιατί αυτές οι μεγάλες
σιωπηλές νύχτες παίζουν. Είναι σαν να είσαι στο θέατρο. Γιατί δεν υπάρχει ο
καυτός ήλιος που καθαρίζει τα εντός σου. Η αγαπημένη του φίλη είχε πάρει ένα
σάζι και έπαιζε ένα τραγούδι παλιό ανατολίτικο.
Αυτά τα
τραγούδια με τον αργό ρυθμό πόσο της ταίριαζαν. Τα μάτια της έλαμπαν βλέποντας
τον ήλιο να χάνεται σιγά- σιγά λες και βυθιζόταν στο Αιγαίο. Ο ερημίτης
σηκώθηκε από την θέση του και πήγε να καθίσει δίπλα της. Κατά ένα τρόπο πάντα
νοιώθω ότι είσαι δίπλα μου του είπε εκείνη. Άναψε τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό
στο πρόσωπό του. Εκείνος χαμογέλασε. "Μικρά" πράγματα έχει η ευτυχία
σκέφτηκε. Τόσο μικρά που τα προσπερνάς χωρίς να τους δώσεις σημασία. Εκείνη λες
και κατάλαβε την σκέψη του του είπε, σκέψου πόσες φορές καθίσαμε δίπλα- δίπλα,
δηλαδή πόσες πολλές στιγμές ήταν ευτυχισμένες... Αφέθηκαν και οι δυο να βλέπουν
το φεγγάρι που έβγαινε διεκδικώντας την δική του βασιλεία.
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Φάνος Κυριάκου, Gardening and morality [Κηπουρική και ηθική], 2011/2017, εγκατάσταση: βίντεο, πέτρα, κοντραπλακέ, 52 x 210 x 100 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου