24/9/17

Μεταμυθοπλασία: στοιχεία μιας πραγματικότητας

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Κάθε αισθητικό ρεύμα προκύπτει μέσα από την ιστορία των μορφών· δεν παρθενογεννάται μίαν ωραίαν πρωίαν. Βέβαια, όλοι σχεδόν οι τρόποι και οι τεχνικές έχουν υπάρξει και δοκιμαστεί, στη μακρά διαδρομή της ιστορίας της τέχνης. Αυτό όμως που συμβαίνει με την εμφάνιση ενός νέου ρεύματος είναι πως, κάποια στιγμή, ορισμένοι τρόποι και τεχνικές συνθέτουν ένα καινούριο αισθητικό πρόταγμα, κι έτσι διαυγάζονται μέσα στην πραγματικότητά του, μέσα στην αλήθεια του, ανανοηματοδοτούνται.
Για παράδειγμα, οι σουρρεαλιστές ανέδειξαν τη συνειρμική γραφή τού αφανούς μέχρι τότε Λωτρεαμόν, που αναζητούσε «μια τέχνη αλλιώτικη», και έφτιαξαν μια δικιά τους γενεαλογία, που εκκινεί από τη διεκδίκηση της μυθολογικής μορφής του αρχαιοελληνικού Μινώταυρου, προκειμένου να δώσουν σχήμα και μορφή στο υποσυνείδητο, και δι’ αυτού στο ελευθεριακό τους πρόταγμα.
Σήμερα έχει εκπέσει, ή τουλάχιστον ατονήσει, η έννοια της πρωτοπορίας, και η συνακόλουθη αντίληψη με την οποία συγκροτούνταν τα καλλιτεχνικά κινήματα (ιδίως αυτά του μοντερνισμού), άρα ο ανά χείρας τόμος δεν διεκδικεί τον χαρακτήρα ενός άτυπου μανιφέστου, ενός προγραμματικού παλίμψηστου. Είναι η αποτύπωση μιας στιγμής, μέσα στην ιστορία των μορφών, είναι η καταγραφή μιας περιοχής της νεοελληνικής πεζογραφίας, περιοχή ιδιότυπη, αλλά και συνεκτική, μέσα από τις συνάφειες και τις αντιθέσεις που τη διαπερνούν. Ακόμα και η έννοια του αισθητικού ρεύματος, που χρησιμοποιώ εδώ ως κοινό τόπο, δεν έχει πια την έννοια της «σχολής», αλλά επισημαίνει την κίνηση και την ένταση, επί της μορφής. Άλλωστε, αυτό που απομένει στο τέλος είναι τα ίδια τα κείμενα και όχι η θεωρητική ή φιλολογική τακτοποίησή τους· είναι δε γνωστό ότι ένα κείμενο συνεχίζει να ζει όταν έστω και δυο μάτια σκύβουν πάνω του, αν και θα πρέπει να προσθέσουμε ότι δεν υπάρχει κάποιο «αθώο» βλέμμα, αφού όλα είναι μεσολαβημένα, άλλο λιγότερο και άλλο περισσότερο, από τις αντιλήψεις μας για το έργο τέχνης. 

Οι φωνές της ιστορίας αποτελούν όχι απλώς το υλικό της νεοελληνικής μεταμυθοπλασίας αλλά συνθέτουν το ιδιαίτερο πρόσωπό της, στις διαφορετικές όψεις του: η ιστορία μέσα στις ιστορίες των ανθρώπων, η ιστορία μέσα στην ιστορία των ιδεών, η ιστορία μέσα στην ιστορία της γλώσσας. Τεχνικές όπως ο κέντρωνας, η ντοστογιεφσκική πολυφωνικότητα, η λογοτεχνία-ντοκουμέντο βρίσκονται στις αφετηρίες της· η συνάφειά της με τις μεταπολεμικές θεωρητικές επεξεργασίες, π.χ. για τον θάνατο του συγγραφέα και τον χαρακτήρα της λογοτεχνίας, είναι χειραφετημένη· ενώ προφανώς ευδοκιμεί μέσα στη (μακρά) διάρκεια της κρίσης του μοντερνισμού και αποτελεί μία από τις απόπειρες υπέρβασής του, η οποία φυσικά μέλλει να κριθεί. Με αυτή την έννοια, ακόμα και ο όρος «μεταμυθοπλασία», στην προοπτική του χρόνου, ίσως είναι επισφαλής, παρ’ ότι δηλωτικός και σημαίνων.
Τι δηλώνει και τι σημαίνει, όμως; Σίγουρα όχι κάτι ανάλογο με ό,τι δήλωναν, προγραμματικά, και σήμαιναν, κοινωνικά, τα κινήματα και τα ρεύματα του μοντερνισμού. Γιατί η μεταμυθοπλασία δεν λέει  ότι είναι κάτι· απλώς είναι. Γεγονός που έχει ως συνέπεια, για τη συνήθη ακαδημαϊκή τακτοποίηση, ο όρος «μεταμυθοπλασία» να είναι ρευστός, χωρίς να έχει προταθεί  ένας περιεκτικός και αντιπροσωπευτικός ορισμός αυτής της λογοτεχνικής περιοχής (π.χ. τα κείμενα της Linda Hutcheon, στα οποία παραπέμπει όλη η διεθνής βιβλιογραφία, παρά την αναμφισβήτητη χρησιμότητά τους, απέχουν πολύ από το να εξαντλούν τις σύγχρονες θεωρητικές δυνατότητες, ενώ έχουν αντιφάσεις και προβλήματα).
Επιπλέον, η νεοελληνική μεταμυθοπλασία αναπτύσσεται με κεντρικό άξονα τη σχέση της με την ιστορία, με τις φωνές της ιστορίας να κυριαρχούν στον αφηγηματικό καμβά. Από τον γράφοντα, όσον αφορά τη νεοελληνική μεταμυθοπλασία, έχει εισαχθεί ο όρος «πολυφωνική μεταμυθοπλασία», περιγραφικότερος μεν αλλά κατά τη γνώμη μου ακριβέστερος, ενώ έχει το πλεονέκτημα να παραπέμπει κατευθείαν στην πηγή της: στην ταυτόχρονη και προγραμματική  εισαγωγή, στο κατεξοχήν λογοτεχνικό είδος των νεώτερων χρόνων, το μυθιστόρημα, τόσο της πολυφωνικότητας (Ντοστογιέφσκι) όσο και της «τεκμηριωτικής» μεταμυθοπλασίας (Ροΐδης). Παρ’ όλα αυτά, στον τίτλο του τόμου προτιμήθηκε ο όρος χωρίς επιθετικό προσδιορισμό, ως (σχεδόν) κοινός τόπος (έστω κι αν ο Ροΐδης έχει ειρωνευθεί δεόντως τους «κοινούς τόπους»...) – κάτι ανάλογο έγινε, άλλωστε, και με άλλα θέματα στη σύνθεση του τόμου. Όμως, θα πρέπει να παρατηρήσω, ότι για  την πολυφωνική  μεταμυθοπλασία έχω μιλήσει μόνο ενδοαφηγηματικά – με ό,τι δηλώνει και συνεπάγεται αυτό.
Θα πρέπει δε να προσθέσω, ότι με όλα αυτά δεδομένα, τα κείμενα του ανά χείρας τόμου αποκτούν ένα ιδιαίτερο βάρος και μια γενικότερη σημασία, πόσο μάλλον που αρκετά από αυτά κομίζουν, και δοκιμάζουν, προωθημένα θεωρητικά εργαλεία, αντλημένα απ’ όλο το φάσμα της θεωρίας.
Ακριβώς για αυτούς τους λόγους, ο τόμος δεν αποτελεί απλώς μια ανθολογία κειμένων την οποία «επιμελήθηκα», αλλά συντέθηκε ως πολυφωνικό αφήγημα του «συγγραφέα» που το όνομά του δηλώνεται στο εξώφυλλο. Ήτοι, ως ένα πολυφωνικό αφήγημα σε δοκιμιακή φόρμα, του συγκεκριμένου γραφέα, αφού μετά τον Ρολάν Μπαρτ ξέρουμε ότι η έννοια του συγγραφέα δεν είναι παρά μια σύμβαση­. Χωρίς φυσικά δι’ αυτού να διεκδικώ συγγραφικά δικαιώματα που δεν μου ανήκουν, αλλά και χωρίς να υποβαθμίζω τον χαρακτήρα του τόμου, χάριν κάποιου συμβατικού εθιμικού, ξένου με την πραγματικότητα της  μεταμυθοπλασίας, η οποία ήδη από της εμφανίσεώς της οργανώνει την αφήγησή της με βάση αυτό που, αρκετούς αιώνες αργότερα, ο Μπαρτ ονόμασε «θάνατο στου συγγραφέα».
Τι ακριβώς κάνει, λοιπόν, εν συνόλω, αυτός ο τόμος; Αντί να εκκινεί από –ή να καταλήγει σε– μια τυπολογία της μεταμυθοπλασίας (αμφίβολης επάρκειας), εκτός των άλλων αφηγείται κι έναν ορισμό της μεταμυθοπλασίας, με τον τρόπο της μεταμυθοπλασίας, έναν ορισμό στον οποίο κάθε ένα από τα περιλαμβανόμενα κείμενα συμβάλλει ισότιμα και ουσιαστικά, χωρίς να χάνει τη δική του φωνή.
Αυτά λοιπόν συμβαίνουν όταν κανείς επιχειρεί να μιλήσει για τη νεοελληνική μεταμυθοπλασία, η οποία θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μια πολλαπλώς ιδιότυπη (και, ίσως, πολύ ενδιαφέρουσα) συνθήκη, αλλά πάντως στα καθ’ ημάς η λογοτεχνία και η όλη συζήτηση για αυτήν υπόκεινται σ’ ένα γενικότερο, και μάλιστα διπλό έλλειμμα:
– Η θεωρία γνώρισε μια εντυπωσιακή ώθηση τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά η καθ’ ημάς θεωρητική παραγωγή παραμένει ισχνή.
– Ενώ η νεοελληνική λογοτεχνική παραγωγή, σε όλα της τα είδη και τις τεχνοτροπίες της –ακόμα κι αν έχει να επιδείξει πολύ σημαντικά και καινοτόμα αποτελέσματα– δεν μετέχει ως παράδειγμα, ούτε καν ως αναφορά, στη συγκρότηση του διεθνούς, ή έστω του ευρωπαϊκού λόγου της θεωρίας, εντούτοις η κριτική αποτίμησή της είναι υποχρεωμένη να χρησιμοποιεί θεωρητικά εργαλεία επεξεργασμένα σε σχέση με ένα αρκετά διάφορο σώμα λογοτεχνικών κειμένων. (Αυτή η γενικότερη συνθήκη είναι που διαπιστώνεται, με μεγαλύτερη ένταση, όταν κανείς επιχειρεί να μιλήσει για τη νεοελληνική μεταμυθοπλασία).
Τούτων δοθέντων, η προσωπική μου γνώμη είναι ότι, όπως ο λόγος της θεωρίας έχει εν πολλοίς αυτονομηθεί από την ίδια τη λογοτεχνία, αντίστοιχα η νεοελληνική μεταμυθοπλασία έχει συνθέσει το (εξαιρετικά) ιδιαίτερο πρόσωπό της, μέσα σε ένα θεωρητικό κενό.
Ενδιαφέρουσα πρόκληση ή μάταιη προσπάθεια; Εξαρτάται πώς βλέπει κανείς την τέχνη. Πάντως, εν κενώ ο Εμμανουήλ Ροΐδης μας έδωσε την Πάπισσα Ιωάννα, η οποία, ακόμη διαλάμπουσα, παραμένει αταξινόμητη στο σώμα της νεοελληνικής και της ευρωπαϊκής πεζογραφίας· εν κενώ ο Θανάσης Βαλτινός εισήγαγε τη μεταμυθοπλασία στις μέρες μας με τα Τρία ελληνικά μονόπρακτα, όπως άλλωστε αποδεικνύει η αδυναμία πρόσληψης (και) αυτού του βιβλίου από την μεγάλη πλειοψηφία της συγχρονικής του κριτική. Επίσης, δεν γίνεται να μην παρατηρήσουμε ότι το κεντρικό νήμα της μεταμυθοπλασίας και της πολυφωνικότητας, ανά τους αιώνες, μάλλον εφάπτεται παρά εντάσσεται στον περιβόητο «Δυτικό κανόνα» (... Χριστός πάσχων ... Δον Κιχώτης ... Ντοστογιέφσκι ... Πάπισσα Ιωάννα ... Χόρχε Λουίς Μπόρχες ...).
Η μεταμυθοπλασία, και η συζήτηση γι’ αυτήν, έχουν λοιπόν πολλά, θεωρητικά και λογοτεχνικά επίδικα, αλλά και μια ενδιαφέρουσα ιστορικότητα, την οποία, έστω και ακροθιγώς, αναδεικνύει ο ανά χείρας τόμος, που όμως έρχεται να συνθέσει μια αφήγηση της μεταμυθοπλασίας ειδικότερα στη νεοελληνική πεζογραφία. Αυτό είναι το αντικείμενό του, το οποίο μάλιστα δεν είναι δεδομένο και οριστικό, αφού μιλάμε για μια λογοτεχνία η οποία συνεχίζει να γράφεται, ενώ οι τεχνικές της μάλλον εξαπλώνονται. (Η ακολουθία: αισθητικό ρεύμα - τεχνοτροπία - τεχνική, δεν εκφράζει κατ’ ανάγκην μια διαδικασία έκπτωσης, αλλά και τη διάχυση ενός ρεύματος εντός του λογοτεχνικού γίγνεσθαι, ενώ ταυτόχρονα επιβεβαιώνει την ισχύ του αισθητικού του προτάγματος).
Πεποίθησή μου είναι ότι η νεοελληνική μεταμυθοπλασία εγγράφεται ουσιωδώς στο ιστορικό παρόν, γιατί διά της μορφής  συνομιλεί με τα ευρύτερα ιστορικά αιτούμενα, με το υπό διαμόρφωση νέο κοσμοείδωλο, εκείνο που, ανώδυνα ή δραματικά, βιαίως ή ανεπαισθήτως, αντικαθιστά το αύταρκες μονολογικό κοσμοείδωλο του υποκειμένου της νεωτερικότητας (αντίθετα, η πεζογραφία/κακέκτυπο των πολιτισμικών σπουδών, δηλαδή η ηθογραφία που περιφέρεται ως μεταμοντερνισμός, είναι απλώς η αναλώσιμη λογοτεχνία της εποχής).
– Τι άλλο δηλώνει ο απίστευτος ιστορικός συγχρονισμός, δηλαδή ότι το ολοκληρωμένο και στιβαρό, ως αισθητικό και ιστορικό/ανθρωπολογικό πρόταγμα, και εξωφρενικά πολυφωνικό μυθιστόρημα μεταμυθοπλασίας, Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60, του Θανάση Βαλτινού, εκδίδεται το 1989, όταν αλλάζει ο ρυθμός του κόσμου, ήτοι τη χρονιά που επιγραμματικά εκπίπτει το νεωτερικό κοσμοείδωλο; (Ως είναι φυσικό, το βιβλίο δεν έχει αξιολογηθεί με τον τρόπο που του πρέπει, γιατί το ιστορικό και συμβολικό βάρος των γλωσσών και των κρατών, στον παγκόσμιο χάρτη και στην εκάστοτε κυρίαρχη αφήγηση της ιστορίας της λογοτεχνίας,  αφορά μια άλλη συζήτηση – και όχι την ποιότητα και τη σημασία των λογοτεχνικών έργων, όταν τα εννοούμε ως έργα τέχνης, δηλαδή μέσα στην ιστορία των μορφών. Άλλωστε, σε αυτή την ακολουθία των μορφών, η Ορθοκωστά, του ίδιου συγγραφέα, βρίσκεται αρκετές δεκαετίες μετά  την correct πολιτική ηθογραφία, π.χ. εκείνη του Φίλιπ Ροθ, που αποτελεί την αιχμή του «Δυτικού κανόνα» στις μέρες μας).
– Τι άλλο δηλώνει το αδιανόητο εγχείρημα του Γιάννη Πάνου, στην Ιστορία των Μεταμορφώσεων  –χωρίς εγχώριες γνωσιοθεωρητικές, πολιτισμικές, ακόμα και βιβλιοθηκονομικές προϋποθέσεις–, να δώσει ένα αχανές ιστορικό βάθος σε αυτό το νέο κοσμοείδωλο, προτάσσοντας τη μορφή –που μόνο αυτή το καθιστά κοσμοείδωλο–, επιχειρώντας να συνθέσει μια μεγάλη αφήγηση υπερβαίνοντας τον διηγηματικό κατακερματισμό του «πρόγονού» του Χόρχε Λουίς Μπόρχες (το έργο του οποίου, για την παγκόσμια λογοτεχνία, θεωρείται ένα ανυπέρβλητο όριο);
Δεν έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια λογοτεχνία που γράφεται σε μια γωνιά της Μεσογείου, έστω σε μια ένδοξη γλώσσα, που όμως «μετακενώνει» έτοιμα πρότυπα (όπως κατά κόρον συνέβη στη νεοελληνική λογοτεχνία), αλλά για μια ισοσθενή και πολυσχιδή συμμετοχή στο ευρύτερο λογοτεχνικό γίγνεσθαι· συμμετοχή χειραφετημένη και απολύτως συμβατή με την εποχή μας. (Η πολιτισμική ηγεμονία και εξουσία, όντως, είναι ένα άλλο θέμα).

(Από το «Προοίμιο» του βιβλίου)

Δεν υπάρχουν σχόλια: