7/8/17

Χαιρετισμοί

ΔΙΗΓΗΜΑ



ΤΗΣ ΕΛΣΑΣ ΚΟΡΝΕΤΗ

Περιστρεφόμενο ήταν το μανουάλι. Περιστρεφόμενα ήταν τα μανουάλια. Τα έβλεπε στον ύπνο του φλεγόμενες σβούρες να περιδινούνται μέσα σε καπνούς και βαριά αρώματα από κεριά. Ένας κάμπος σπαρμένος αναμμένα φυτίλια η ζωή του. Όλος ο κόσμος του αναβόσβηνε σ’ ένα καντήλι, σ’ ένα κερί. Το πρωί τα καντήλια άναβε, το βράδυ τα κεριά έσβηνε. Τον είχανε λυπηθεί κάποτε έτσι μικροσκοπικός που ήταν σαν ποτέ να μην μεγάλωσε και μέσω του κατηχητικού τού βρήκαν δουλειά καντηλανάφτη στον συνοικιακό Ναό. Σχεδόν νάνος ήτανε και μοναδικός συγγενής εν ζωή η μαμά του. Σαν να ήταν μικρό παιδί τη φρόντιζε. Την τάιζε, την έπλενε, την έντυνε της διάβαζε, την κοίμιζε, την ζωγράφιζε. Σαν κέρινη κούκλα την είχε την λατρεμένη του. Τον μοναδικό άνθρωπο που τον αγάπησε αυτόν τον αόρατο.
Κανείς δεν τον έβλεπε, κανείς δεν τον θυμόταν. Κανείς δεν τον φώναζε με τ’ όνομά του. Κι αυτός έμαθε να κρύβεται σαν τον ποντικό κι όλα να τα παρατηρεί και όλα να τα βλέπει με μάτια λαίμαργα, με την περιέργεια της γάτας. Όταν κάποτε στο σπίτι γύριζε έπιανε να σχεδιάζει τις εικόνες της ημέρας και το καθημερινό πορτρέτο της μητέρας του. Η καλύτερη στιγμή της μεγάλης ανύψωσης, η ώρα που έβαζε στα έργα του την υπογραφή με το αόρατο όνομά του.
«Αφήστε τα αναμμένα, μην τα σβήνετε, αφήστε τις ελπίδες να ζεσταίνονται, αφήστε σκέψεις μύχιες, ανείπωτες να τις σιγομουρμουρίζουν τρεμάμενες οι φλόγες». Συχνά στον ύπνο του παραμιλούσε κι έπειτα ξυπνούσε μόλις οι στρατιές των σκεφτικών υποφωτισμένων προσώπων είχαν περάσει σαν νυχτερινές αμαξοστοιχίες από πάνω του.

Ήταν την ημέρα των Χαιρετισμών που το αποφάσισε, αυτός ο κοντοπίθαρος κοντολαίμης επιστάτης με το φαρδύ στέρνο, το δυσανάλογο κεφάλι και τις μηχανικές κινήσεις που περιστρέφοντας τα μπρούτζινα μανουάλια έσβηνε κάθε δύο λεπτά τα κεριά βουτώντας τα φωτεινά κεφάλια τους στην άμμο. Δεν θα έστελνε πια όλους τους σωρούς των αμέτρητων σβησμένων κεριών για πέταμα και λιγοστή ανακύκλωση, αλλά θα τα μάζευε χωρίς να τον αντιληφθούν, στο σπίτι, σκέφτηκε και τα ποντικίσια μάτια του λάμποντας σπίθισαν μέσα στο υποβλητικό σκοτάδι. Τα αναμμένα κεριά ήταν ιερά. Τα κεριά αυτά κουβαλούσαν στις φλόγες τους όλες τις ελπίδες και τις προσευχές και τα δράματα και τις προσδοκίες και τα όνειρα και τις ελπίδες και τα τάματα και τις μνήμες των απόντων και τις μνείες των ζώντων και τις σοφίες και τις ανοησίες και τις ενοχές και τις αμαρτίες και τις εξομολογήσεις και τις μετάνοιες και τις συγνώμες μα πάνω απ’ όλα τις υποσχέσεις. Τα κεριά κουβαλούσαν μια αναμμένη φέτα ψυχής το καθένα.
Κανένα ιερό κερί πια δεν θα χαθεί. Όλα αυτά τα χρόνια μπορούσε ν’ ανακαλέσει την κάθε έκφραση στο πρόσωπο όσων άναβαν κεριά ή λαμπάδες μπήγοντας την ευχή και την ελπίδα τους στην άμμο ή στο μπρούτζινο θυλάκιο στο μανουάλι. Τους παρατηρούσε κοιτώντας τους με δέος, έτσι όπως στέκονταν κρυμμένος, σβησμένος στο σκοτάδι και μέσα του μια αδιόρατη χαρά φούντωνε πώς όλες οι προσευχές θα εισακουστούν, πώς όλοι δικαιούνται να λάβουν έστω ένα ψιχίο της Θείας Χάρης. Όμως σύντομα οι προσευχές έλιωναν και οι ελπίδες έσβηναν κι αυτός έπρεπε να προσγειώνεται απότομα στην πραγματικότητα φροντίζοντας για την άχαρη δουλειά να μαζεύει τα σβησμένα και να σβήνει τ’ αναμμένα, προσέχοντας πάντα μην τύχει και από μια απροσεξία γύρει σαν λυπημένο κλαρί και πέσει κάποιο κερί και γίνει εστία φωτιάς στο ναό.
Η μοναδική φράση που η μάνα του, με τον σκουλήκι του Αλτσχάιμερ να της κατατρώει τον εγκέφαλο λες και ήταν ξύλινο συρτάρι, θυμόταν να επαναλαμβάνει: «Βλέπεις; Λιώνω σαν το κερί. Σαν το κερί λιώνω». «Λιώνω σαν κερί» επαναλάμβανε. «Δεν λιώνεις μάνα μια χαρά είσαι. Θα γίνεις καλά. Θα δεις. Μαζεύω κάθε μέρα όλες τις ελπίδες του κόσμου για σένα. Κάποτε θα λιώσω όλες τις ευχές του κόσμου για σένα».
Πυρετωδώς μάζευε τα σβησμένα κεριά από την εκκλησία. Πυρετωδώς διάβαζε οδηγίες για την κατασκευή γύψινου καλουπιού από ανθρώπινο σώμα. Πυρετωδώς πάνω στο γύψινο εκμαγείο της μάνας του έχυνε τα λιωμένα κεριά που μάζευε μέσα στην μπανιέρα του σπιτιού. Πυρετωδώς πυρετωδώς, πυρετωδώς, έφτιαξε το τέλειο ομοίωμα της μαμάς του με την ακούσια γυμνή συμμετοχή της, με το αποτύπωμα της μικροσκοπικής συρρικνωμένης ύπαρξης της που δεν ξεπερνούσε το ενάμιση μέτρο και τα τριάντα κιλά. Πυρετωδώς λίμαρε, αφαιρούσε, πρόσθετε, πυρετωδώς σμίλευε την κάθε λεπτομέρεια. Πυρετωδώς περνούσε εγκάρσια στο κέρινο ομοίωμα ένα πελώριο λευκό φυτίλι. Πυρετωδώς θαύμαζε το δημιούργημά του όταν συνειδητοποίησε ότι πέρασε ήδη μια εβδομάδα χωρίς σχεδόν να φάει χωρίς να κοιμηθεί, μόνον πυρετωδώς ξύπνιος ονειρευόταν.
Τύλιξε το κέρινο ομοίωμα προσεκτικά με καθαρά σεντόνια. Το έδεσε με φαρδιές κορδέλες και γερά σχοινιά. Μετέφερε την κέρινη κούκλα του στην εκκλησία ένα βράδυ την ώρα που ήταν κλειστά. Άνοιξε με το κλειδί του επιστάτη που δικαιωματικά από σκληρή δουλειά είχε κερδίσει και μπήκε στον σκοτεινό ναό.
Πήρε από το πωλητήριο όλα τα κεριά τα έμπηξε σε όλα τα μανουάλια τα ψηλά τα χαμηλά, άναψε όλα τα καντήλια, ο ναός φωτίστηκε.
Στο κέντρο του ναού πάνω στην κόκκινη μοκέτα στερέωσε το κέρινο ομοίωμα της μητέρας του κρεμώντας το από το κεφάλι στον μεγάλο επιβλητικό πολυέλαιο περνώντας ένα κοντό σχοινί από τον κρίκο του μπρούντζινου τελειώματος. 
Άναψε το φυτίλι που σαν λευκή τούφα χυνόταν από την κορυφή του κεφαλιού. Το κέρινο ομοίωμα τάμα λαμπάδιασε από τις παραφίνες και άλλα εύφλεκτα υγρά και λάδια που το άλειφε για να το δουλέψει. Ξάπλωσε εκεί μπροστά στο φλεγόμενο γιγάντιο ανθρωπόμορφο κερί του, στο τέλειο καλλιτεχνικό του δημιούργημα, γαλήνιος και για πρώτη φορά εξωφρενικά ευτυχισμένος και ανακουφισμένος.  
  
«Τώρα όλες οι ευχές του κόσμου λιώνουν για σένα. Τώρα θα γίνεις καλά. Η ζωή σου είναι ένα φυτίλι και σε περιμένει αναμμένο κάπου στο σκοτάδι.
Μάνα, χαίρε».

Δεν υπάρχουν σχόλια: