ΤΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ
Μορφές «θεοδικίας» (μολονότι
ο όρος εισάγεται το 1710 από τον Leibniz)
υπήρξαν πολλές στον ανθρώπινο κόσμο, όπως καταγράφονται από την εποχή που
διασώζονται γραπτές και προφορικές μαρτυρίες. Και τούτο όταν κάθε φορά το ασύμπτωτο
«καλού» και «κακού» δεν συνάδει προς τη δικαιοσύνη που κατοχυρώνει η θεότητα.
Τέτοιες αφορμές, ενδεικτικά και αλφαβητικά, ήταν: ανισότητα, αρρώστια, βία,
γηρατειά, διασπορά, εθνοκάθαρση, εξουσία, θάνατος, μελαγχολία, ρατσισμός,
σκλαβιά, φτώχεια. Τόσο που όσοι τις αντιμετωπίζουν να δέχονται τα επιτίμια: «της
φιλοσοφίας και της διαλεκτικής ευρετής ο διάβολος».
Ανά τον πλανήτη
και ειδικότερα σε ό,τι ονομάζεται «δυτικός κόσμος» μπορούν να προσφέρουν
κάποια «διέξοδο» από τη σημερινή «κρίση» οι υπάρχουσες μορφές του θρησκεύεσθαι
στο πεδίο των συγκεκριμένων υποκειμένων και με οποιαδήποτε οργανωτική-θεσμική
μορφή; Τα επιμέρους στοιχεία αυτού του ερωτήματος προφανώς και απαιτούν
διεξοδική ανάλυση. Αυτός όμως στον οποίο αποδίδεται η φράση: «Η θρησκεία είναι
το όπιο του λαού» είχε συναφώς υποδείξει ότι ο «άνθρωπος δημιουργεί τη
θρησκεία, όχι η θρησκεία τον άνθρωπο». Έτσι δεν αρκείται στο να μετατρέψει τα
θεολογικά θέματα σε εγκόσμια, αλλά προσθέτει ότι ο «άνθρωπος δεν είναι κάποιο
αφηρημένο πλάσμα που κατοικεί έξω από τον κόσμο». Γιατί ο άνθρωπος «είναι ο
κόσμος του ανθρώπου, το κράτος, η κοινότητα». Από εδώ αναζητά την κοινωνική
καταγωγή της θρησκείας που συγκροτεί την «αντιστραμμένη συνείδηση του κόσμου»
και εκφράζει την «καρδιά ενός άκαρδου κόσμου και την ψυχή των άψυχων
καταστάσεων». Αν τούτο συνεπάγεται την αξίωση να μετασχηματισθεί η «κριτική της
θεολογίας σε κριτική της πολιτικής», ποια θα ήταν τα ενδεικτικά ευρήματα από
την πρόσφατη εγχώρια ιστορία;
Προφανώς,
και στο πεδίο της τέχνης παρεισφρέει η «θεοδικία», όπου ως ενοποιός πυρήνας αισθητικού
αποτελέσματος λειτουργεί η μεταφορά. Δηλαδή, υπονοείται η βεβαιότητα ότι μέσω
των καλλιτεχνικών μορφών μπορεί να συντίθεται ένας κόσμος που υπερβαίνει τον
υπάρχοντα. Αυτού του είδους η μεταφορική λειτουργία συχνά αγγίζει τη
μεταφυσική. Η γλώσσα της τέχνης μπορεί, γι’ αυτό, να αντιμετωπίζει ταυτόχρονα
δύο σφαίρες. Τον κόσμο τον οποίο αρνείται και τους κώδικές του και συνάμα την
αλλαγή παραδείγματος στο εσωτερικό της ιδεολογικής σκευής όσων αντιπαρατίθενται
συντονισμένα στον κεφαλαιοκρατικό κοινωνικό σχηματισμό, για να μείνω στα δικά
μας. Και στις δύο περιπτώσεις η «ιδιωτική» γλώσσα του καλλιτέχνη εκφράζει την
έγνοια του να διασφαλίσει την ιδιαιτερότητά του στην εκδίπλωση της επικοινωνίας
του με τον παραλήπτη του «μηνύματός» του.
Επίσης
το καλλιτεχνικό ταξίδι, σε όλους τους δυνατούς κόσμους και με όλες τις
αναμενόμενες επιστροφές, προσφέρει την ευκαιρία για την αναδίπλωση του
υποκειμένου που το επιτελεί ως διανοούμενος περιηγητής. Προφανώς σ’ ένα τέτοιο
γίγνεσθαι επινοούνται κάθε φορά μορφές αμφισβήτησης της πρακτικής του. Η οικεία
«έξις» συγκροτείται μέσα από το σύνολο των ενδεχόμενων (και όχι δεδομένων
λύσεων). Σε έναν κόσμο αγοραφοβικό και συνάμα πρωτόγνωρο που τον καθιστά
περισσότερο άξενο η επιβαλλόμενη «pensée
unique» ως
νομιμοποίηση των οικείων εξουσιαστικών πλεγμάτων και χειραγωγήσεων. Ακόμη και η
οποιαδήποτε «αυλική» τέχνη του καιρού μας δεν προϋποθέτει την εγγραφή της σε
κάποιο «habitus»
του καλλιτεχνικού υποκειμένου που θα μπορούσε τάχα να προλαμβάνει την έκβαση
του παιγνιδιού του. Γιατί στα καταστατικά αντισώματα της τέχνης ανήκει η
δυνατότητα διπλασιασμού του κόσμου. Μια δυνατότητα που σπάνια κανείς την
απεμπολεί.
Μια
επιπλέον εκδοχή «θεοδικίας», ιδιαίτερα προκλητική, εμφανίζεται εκείνη που ο
ίδιος ο θεός «αντιδικεί» με τον εαυτό του, τόσο για ό,τι έκανε όσο και ό,τι δεν
έκανε. Τούτο θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια ακόμη εκδοχή, στο πεδίο βέβαια της
θεατρικής παραγωγής, της χεγκελιανής «διαλεκτικής κυρίου και δούλου», με την
αντιμεταχώρηση στη διεκπεραίωση των συμπεριφορών τους. Υπαινίσσομαι το έργο της
Anat Gov: Ω
Θεέ μου (2008 · όταν μάλλον είχε αντιληφθεί τον επικείμενο θάνατό της), σε
μετάφραση Δημήτρη Ψαρρά, με την εξαιρετική απόδοση του «θεϊκού» ρόλου από τον
Γρηγόρη Βαλτινό, συνεργούσης επίσης εξαιρετικά της Κατερίνας Διδασκάλου ως
ψυχαναλύτριάς του και με τη συμβολή του «γιου» της που υποδύεται ο Μίλτος
Τριάντος. Ο κόμβος αυτής της απροσδόκητης «συνάντησης» εκτυλίσσεται με γνώμονα
την Παλαιά Διαθήκη (κυρίως με
αναφορές στη Γένεση και τον Ιώβ), αλλά και με τωρινές «γειώσεις» που
καθιστούν το έργο εύληπτο.
Μπορεί,
τέλος, να δοθεί το ερέθισμα από την άψογη αυτή παράσταση να σημειωθεί ότι το
παιγνίδι της «διαλεκτικής κυρίου και δούλου», με τη συνεχή εναλλαγή ρόλων,
δύσκολα θα εγκαταλειφθεί, τουλάχιστον για το προσεχές μέλλον. Οι ειδικότεροι
βέβαια όροι του κοσμοπαιγνίου συναρτώνται
τόσο με την ηγεμονική πλευρά των διεθνών/διαπλανητικών σχέσεων όσο και
με τη σθεναρότητα των εστιών αντίστασης σ’ αυτήν.
Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής
κοινωνικής και πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου