14/8/17

Η πολιτισμική οικονομία του Καβάφη

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΡΟΪΛΟΣ, Κ. Π. Καβάφης. Η οικονομία του ερωτισμού, Μετάφραση: Αθανάσιος Κ. Κατσικερός, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας, Αθήνα 2016

Κύριλλος Σαρρής, Όρος τεμένους Αθηνάς,
2015, ακρυλικό σε ξύλο, 41 x 27,5 εκ. 
Η μνήμη, η ειρωνεία, η σχέση με την ιστορία, οι οπωσδήποτε ιδιότυπες προσεγγίσεις και επαναπροσεγγίσεις του παρελθόντος, η άλλοτε συγκαλυμμένη και άλλοτε απροκάλυπτη αισθησιακότητα είναι ζητήματα που κατ’ επανάληψιν απασχόλησαν και εξακολουθούν να προσελκύουν και να απασχολούν τους μελετητές της καβαφικής ποίησης. Υπάρχουν ωστόσο και άλλες πτυχές της, που, ενώ δεν παραμένουν άγνωστες ή εντελώς ανεξερεύνητες, προσφέρονται σχεδόν δελεαστικά για περαιτέρω αναγνωστικές και αναγνωριστικές προσεγγίσεις, όπως εν προκειμένω  οι τρεις πτυχές που, κατά τον Παναγιώτη Ροϊλό, αποτελούν ενδείξεις της «πολυεπίπεδης επαναστατικότητας» που χαρακτηρίζει το έργο του Αλεξανδρινού, όπως: α) η διασάλευση των παραδοσιακά θεσπισμένων ορίων ανάμεσα στον ποιητικό και στον πεζό λόγο· ο ριζικός επαναπροσδιορισμός τους κατά τρόπο που έρχεται σε αντίθεση με παγιωμένες λυρικές μορφές και με «αντίστοιχους μηχανισμούς ρηματικής ιεράρχησης»· β) η βαθμιαία σταθεροποίηση μιας ποιητικής που εξυπηρετεί και προάγει μια εντελώς διαφορετική, καινοφανή εννοιολογική σύλληψη του έρωτα, με κυρίαρχο στοιχείο την ασυνέχεια, το φευγαλέο, την παράβαση και, κυρίως, την αισθητική υπέρβαση και γ) η επικράτηση της ποιητικής αισθητικοποίησης συχνά εις βάρος της ηθικής τελειοποίησης, με συνέπεια τη διάβρωση των κυρίαρχων συνεκτικών ιστών ανάμεσα στην οικονομία της αγοράς, την καλλιτεχνική παραγωγή και τον έρωτα.
Με τρόπους διαμορφωμένους από τον πολυετή διάλογό του με τους χώρους της συγκριτικής λογοτεχνίας και της κριτικής θεωρίας ο συγγραφέας αντιμετωπίζει το καβαφικό έργο φιλοδοξώντας να προσφέρει μια καινούρια θεώρηση της καβαφικής ποιητικής σκέψης, «επί τη βάσει του εκφραστικού αλλά και του κοινωνικοαισθητικού τροπισμού της μετωνυμίας». Ξεκινώντας από τις πρώτες, τις άσημες ποιητικές καταθέσεις του Αλεξανδρινού αναζητά, εντοπίζει και επισημαίνει την πρώιμα εκδηλωνόμενη τάση του προς μετωνυμικούς μηχανισμούς έκφρασης, σε συνδυασμό με τη, συν τω χρόνω, δραστικότερη λειτουργία της αλληγορίας, προτείνοντας εντέλει το θεωρητικό σχήμα της «οικονομίας της μετωνυμίας», το οποίο θεωρεί πρόσφορο για μιαν αποτελεσματικότερη ερμηνεία της ποιητικής τής επιθυμίας. Κυρίως, αναλύει λεπτομερώς, με πειστικό και άκρως ενδιαφέροντα τρόπο, συνδυάζοντας ποίηση, αισθητικές τάσεις και οικονομικές θεωρήσεις της εποχής, την ιδιαίτερη στάση του Καβάφη απέναντι στις καταναλωτικές ανάγκες του αναγνωστικού κοινού, δίνοντας έμφαση στην ιδιότυπη, κοινωνικά προσδιορισμένη, αισθητική του, που συχνά έρχεται σε αντίθεση με βασικές αρχές της καπιταλιστικής οικονομίας.

Σε κάθε ευκαιρία φέρνει στην επιφάνεια στοιχεία ενδεικτικά της αναθεωρητικής στάσης του Καβάφη απέναντι στις κρατούσες περί ποιήσεως αντιλήψεις της εποχής του και μάλιστα στον ελλαδικό χώρο, όπου τα πάντα εξελίσσονταν κάτω από «τον βαρύ ίσκιο» του Παλαμά, επισημαίνοντας, με άκρα διακριτικότητα, τους τρόπους με τους οποίους διαχειρίζεται την αφηγηματική δύναμη της αλληγορίας, προκειμένου να κινηθεί ανάμεσα στους ρηματικούς τύπους της μεταφοράς και της μετωνυμίας. Η μέγιστη καινοτομία, ωστόσο, του Ροϊλού έγκειται στον τρόπο με τον οποίο επιχειρεί -και κατορθώνει- να επεξηγήσει με οικονομικούς όρους τη στάση και τη συμπεριφορά του Αλεξανδρινού στον έρωτα και των σχετιζόμενων με αυτόν παλινδρομήσεων· με δεδομένη την άποψη ότι κατά τη στιγμή, κατά τη διάρκεια της ερωτικής απόλαυσης αναλώνεται η αξία του αντικειμένου του ερωτικού πόθου, ότι ο έρωτας εντέλει δεν είναι παρά μια ενδιάμεση σχέση-κατάσταση κτήσης και ταυτόχρονα στέρησης, διερευνά τη σχέση οικονομίας και ερωτικής επιθυμίας ή καλλιτεχνικής παραγωγής σε όλο σχεδόν το καβαφικό έργο, θεωρώντας ότι η αποδεδειγμένη επικέντρωση του Καβάφη στην οικονομική της επιθυμίας και της τέχνης αποτελεί μια ακόμα απόδειξη της συνειδητής απόστασης που τήρησε από τις κληρονομημένες λογοτεχνικές συμβάσεις. Προχωρώντας ακόμα περισσότερο, έχοντας επισημάνει το ενδιαφέρον του ποιητή για τη σχέση χρηματικών συναλλαγών με τον έρωτα και την εν γένει καλλιτεχνική παραγωγή, έχοντάς τον παρακολουθήσει προσεχτικά κατά τη μετάβασή του από την οικονομική της τέχνης στην οικονομική της επιθυμίας, προτείνει τον περαιτέρω φωτισμό της σημασίας της πολιτισμικής οικονομίας και της οικονομίας της αγοράς στη συγκρότηση της ποιητικής του. Κι ακόμα περισσότερο: με τη βεβαιότητα και την πίστη ότι ο σύγχρονος ποιητής αντιδρά ή εν πάση περιπτώσει είναι υποχρεωμένος να αντιδράσει σθεναρά στις ανεξέλεγκτες απαιτήσεις της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς, που αποσκοπούν στην ομαδοποίηση και στην κατάργηση της μοναδικότητας· ότι οφείλει να αψηφά τους καθιερωμένους ορισμούς και νόμους περί αλήθειας και ψεύδους, υποσκάπτοντας τη διάκριση μεταξύ τέχνης και αλήθειας, προτείνει η πολιτισμική οικονομία του Καβάφη να προσεγγισθεί εντός ενός ευρύτερου πεδίου, ώστε να καταστεί εφικτός ο επαναπροσδιορισμός της αλληλεπίδρασης μεταξύ της τέχνης -εν προκειμένω της ποίησης- και της οικονομίας της αγοράς στη νεωτερικότητα· ώστε να μπορεί, μέσω της συμβολικής οικονομίας της τέχνης, το πρακτικώς ανώφελο να υπερισχύει του χρήσιμου και το εφήμερο να μεταβάλλεται σε πολύτιμο αισθητικό απόκτημα.          

Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας  

Δεν υπάρχουν σχόλια: