28/8/17

Το μαύρο έως θανάτου

ΤΗΣ ΑΝΘΟΥΛΑΣ ΔΑΝΙΗΛ

Βαγγέλης Χούρσογλου, Bull, 2017, σμαλτωμένο κεραμικό, 20 x 30 εκ. 

ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Έκτακτο Δελτίο Καιρού, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 66

Σαράντα ποιήματα, αφιερωμένα στην Έλλη Παπαγεωργίου, αριθμημένα με τα γράμματα της αλφαβήτας, που αρχίζει από το Άλφα αλλά δεν έφτασε στην άκρη του Ωμέγα. Σταμάτησε κάπου στη μέση· στο «Μ». Λόγω έκτακτης κακοκαιρίας, όπως προδηλοί ο τίτλος της νέας ποιητικής συλλογής, Έκτακτο Δελτίο Καιρού, του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου. Έκτακτο, το μη αναμενόμενο, με ανυπολόγιστη συμφορά και ανήκεστο βλάβη.
Ο Παπαγεωργίου, ποιητής της γενιάς του εβδομήντα, δοκιμιογράφος, συγγραφέας, εκδότης περιοδικών - Γράμματα και Τέχνες, παλαιότερα, Τα Ποιητικά, τώρα- είναι ο άνθρωπος ο δοσμένος και αφοσιωμένος, σ’ αυτό που κάνει, με αγάπη και πάθος. Ένα πάθος, που λες και ανέβλυζε είτε από μια βαθιά παρόρμηση είτε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, φορτίζοντας τους στίχους του με πένθος· «πένθος» είναι μια λέξη που επανέρχεται στη συλλογή του. Λαμβάνοντας υπόψη σοβαρά και τον τίτλο άλλης, προηγούμενης, συλλογής από τις πιο πρόσφατες Εγώ το μαύρο θα κρατάω έως θανάτου, αλλά και από τις πιο παλιές Το σκοτωμένο αίμα, βλέπουμε μια συγγενή θεματική. Ο θάνατος, που τριγυρίζει και χτυπάει τυφλά και αδιακρίτως, προεκτείνεται από τη μία συλλογή στην άλλη. Μια αλυσίδα πένθους. Οι χρωματικές διαβαθμίσεις κυμαίνονται από το μαύρο στο βαθύ μαύρο της ψυχής, ενώ έξω στη φύση, όλα μαινόμενα μεταμορφώνονται δαιμονικά, σαν τον γέροντα Πρωτέα. Εικόνες που μετατρέπονται σε ήχους, ήχοι που αποδίδουν σκέψεις, σκέψεις που αλλάζουν, χρώματα ψυχρά, άνεμοι βίαιοι σε μια διαρκή, ασταμάτητη ροή, σαν να θέλει ο ποιητής να δείξει ότι αυτό που βλέπει, νοιώθει και αισθάνεται δεν μπορεί να κατασταλάξει σε ένα είδος και δεν μπορεί να αποδοθεί, με μόνο ένα είδος.

Αυτός ο σίφουνας γίνεται εμφανέστατος μέσα από την πολύτροπη μεταμόρφωση των γραμματοσυντακτικών δομών της γλώσσας και την υπέρβαση όποιας αλληλουχίας, όποιων εσκαμμένων ορίων, όποιων υπάκουων στην κοινή ποιητική λογική συμβατικοτήτων. Και εκείνο που θα έπρεπε πρώτα από όλα να σχολιαστεί είναι όχι τόσο το «τι» της συλλογής, όσο το πολύπλοκο και πολυδαίδαλο «πώς». Όπως γράφει ο Γιώργος Βέης «Ο στίχος έχει αναλάβει το βάρος να υποστηρίξει αποτελεσματικά το πέρασμα από το εκ προοιμίου άρρητο στο σαφές νόημα. Οι δε αντιθέσεις, οι αντιπαραθέσεις, οι ανακολουθίες, οι οποίες διακρίνουν τη λειτουργία των επικοινωνιακών δεικτών, στις οποίες έχει δοκιμάσει να εντρυφήσει ο κοινός νους, λειαίνονται σε μεγάλο βαθμό. Τα τυχόν οξύμωρα ή παράδοξα σχήματα συνιστούν δηλαδή φύσει και θέσει πτυχές της ποιητικής αυταλήθειας» (Βιβλιοδρόμιο Τα Νέα 1/07/2017).
Η γνώμη μου είναι ότι, επειδή το «εκ προοιμίου άρρητο» δεν διαθέτει γλωσσικό κώδικα, η γλώσσα που επέλεξε ο ποιητής δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί, να κατασταλάξει και να αποδώσει αυτό που αδυνατεί να συλλάβει ο νους, να αποδεχτεί η ψυχή, να συμβιβαστεί εν τέλει με το γεγονός. Η εικόνα που αυτομάτως μετασχηματίζεται σε ήχο και λόγο και συναίσθημα και πάλι από την αρχή, μοιάζει να αποτυπώνει την αγωνία του ποιητή να προλάβει να συλλάβει, για να καταστήσει χειροπιαστό, αυτό που βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη. Μια έκφανση αυτού που σαν κεραυνός ξεσπά στη συνείδηση, αστραπή στα μάτια, αποτύπωμα στο μυαλό, πληγή στην καρδιά, απορία, την οποία δεν μπορεί να διαχειριστεί. Ένα τεράστιο γιατί που δεν διατυπώνεται ορθά και κατανοητά αλλά αφήνεται σε ένα χάος μεταμορφώσεων γιατί μόνο έτσι μπορεί να περιγραφεί.
Κι επειδή η φύση, ανέκαθεν, έδωσε το παράδειγμα, αποτέλεσε το ανάλογο ενός δράματος που μόνο με τα βίαια φυσικά φαινόμενα μπορεί να παρομοιαστεί. Η Σαπφώ έβλεπε σαν «αμάχανον όρπετον» τον έρωτα που της κατέτρωγε τα σωθικά, και σαν αέρα που λυσσομανά μέσα στους δρυς. Ο Σοφοκλής την αντίδραση στην προσαρμοστικότητα που επιβάλλει η ανάγκη απέδιδε με εικόνες δέντρων που ξεριζώνει ο άνεμος –αυτόπρεμνα απόλλυται- ή πλοίου που πλέει με αναποδογυρισμένα τα καθίσματα – υπτίοις σέλμασιν ναυτίλλεται. Και ο δημοτικός τραγουδιστής, που θέλει τη φύση να συμμετέχει στα ανθρώπινα, παραδίδει τη σκυτάλη στον προσωπικό, υπαρξιακό διάδοχό του. Μόνο που ο Παπαγεωργίου δεν φαίνεται πουθενά. δεν καταδέχεται θρηνώδη λόγια και μοιρολόγια. Σχεδόν, απών. Το δράμα όμως παρόν μέσα από ένα πλήθος εκφραστικών, καλλιτεχνικών παραλλαγών που η φύση του δίδαξε για να φιλοτεχνήσει το πένθος του. Αφέθηκε στα χέρια της να του επιδείξει τη βιαιότητά της, να τον παγώσει και να τον κάψει, να του ψιθυρίσει, να ουρλιάξει και να κλάψει. Να αφουγκραστεί τους «τετρακύλινδρους ίππους» και το «μαστίγιο», τον «ορυμαγδό των άστρων». Να δει τη «σκουριά σε μάντρες που χάσκουν αδιάντροπα τις παρυφές της πόλης» (στα έσχατα όρια μιας πόλης ζωντανής, τα κοιμητήριά της) και «στο δάσος της πιο ασύδοτης λευκότητας το πέπλο του χιονιού».
Ένα requiem που παίζεται σε πεντάγραμμο, παλέτα και στίχο-ά-στιχο. Με όλα τα μόρια της ύλης και αντί-ύλης αενάως κινούμενα στο κενό, επιβεβαιώνοντας την τυχαία κίνηση των πάντων κατά Δημόκριτον. Σ’ αυτό το κοσμικό χάος, εικόνες ήχοι, συναισθήματα, σκέψεις στροβιλίζονται, με όρους γραπτού κειμένου, αλλά χωρίς λογική, χωρίς στροφές, χωρίς στίχους, χωρίς στίξη. Όλα είναι ρευστά, ταμπλώ βιβάν, ορατά, ηχηρά και απτά. Ό,τι δεν έχει λογική για να κατανοηθεί, δεν έχει λογική και για να περιγραφεί. Μόνο κατ’ αναλογίαν και κατ’ αντιδιαστολή.
«Κατά μήκος των ακτών του ουρανού σώματα ηλιάζονται»
Σαν εκείνο το, προ πολλών χρόνων, «Σώμα του Καλοκαιριού» που «κείτεται στις πάνω αμμουδιές» αδιαφορώντας πια για τις «σιγανές βροχές», τα «ραγδαία χαλάζια», «τις δαρμένες στεριές» από τα «νύχια του χιονιά», που
«μελανιάζει στα βαθιά μ' αγριεμένα κύματα» και τους λόφους που «βουτάνε … στα πηχτά μαστάρια των νεφών». Εκεί, τα σώματα δεν έχουν πλέον να φοβηθούν τίποτα. Ο φόβος και η κακοκαιρία έχουν ισχύ και δύναμη στις κάτω αμμουδιές. Έτσι, τώρα, τα «παιδιά που ασήμωσαν τον ύπνο τους σε υπερούσια μήτρα» μας θυμίζουν τον σεφερικό στίχο από το ποίημα «΄Εγκωμη»: «ο ουρανός ήταν η μήτρα/ που την εγέννησε και την ξανάπαιρνε».
Κι αφού όλα παίζονται με όρους φυσικούς, η αίσθηση της αφής, η πιο υλική, μεταβάλλει τα αισθήματα σε δυνατές σωματικές εξπρεσιονιστικές αποτυπώσεις, σε «νύχια γαμψά» που «ξύνουν τον τοίχο», σε «φωνές» που γδέρνουν το λαιμό (οι φωνές τους «κουρέλια», θα έλεγε ο Ελύτης), αγγίγματα σε όλο το μήκος της κραυγής, που γδέρνει το λαιμό που την εκπέμπει.
«Η πιο αθώα συμπαιγνία φωτός και σκοταδιού, για να γίνει η πάνω γνάθος ουρανός και η κάτω γνάθος γη»· και ιδού αυτό που άλλος το είπε μυλόπετρες, άλλος συμπληγάδες, άλλος Λεβιάθαν, άλλος τέρας που έβγαινε να φάει την Ανδρομέδα. Ένα τεράστιο στόμα, όπου η ζωή αλέθεται και καταπίνεται, αλλά και μια υπόσχεση για μελλοντική συνάντηση: «εκεί που εκβάλλει αυτό το ποίημα θα συναντηθούμε».
Κατόπιν τούτων όλων, εκείνο που μπορεί κανείς να πει, συνοπτικά, είναι ότι η συλλογή, συνθεμένη από το μέγιστο πάθος και την υλικοποιημένη δυνατή αίσθηση, αξιοποίησε, επιτυχώς, την απρόσμενη παρομοίωση, την τολμηρή μεταφορά, τα αντινομικά σχήματα, την αντίστιξη, τη μεγάλη ποικιλία της σκουριάς –«η μαύρη σκουριά των ονείρων η κίτρινη σκουριά των πεσμένων φύλλων η πράσινη σκουριά της αγάπης», την ποιητική μεταγλώττιση της τραγικής απονενοημένης πράξης: «κόκκαλα συλλαβιστά μιμούνται ανάστημα σώματος … στων χειλιών το αθέατο σούφρωμα κραυγή».
Η συλλογή γράφτηκε «Για κείνη που μάσησε τη διορία της ηλικίας ως το μηδέν», εκείνη που πήρε τη μορφή μιας μυθολογικής Γοργώς σταματημένης στο χρόνο: «Αχτένιστη έμοιαζες φυκιών σχεδίασμα πρόχειρο ή βροχής τσαλακωμένη ορμή», για κείνη που όταν «σπάει ο μηρός γίνεται θρύψαλα η κραυγή σκορπάει το σμάλτο των δοντιών» και διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη: «Σκόρπια στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα όσα γράμματα τη συγκρατούσαν», «δίδαξε στους αρχάριους το πένθος».
Ο ποιητής αθέατος αλλά πίσω από την αναμετάδοση του «έκτακτου δελτίου καιρού», συνέθεσε την ελεγεία του. Η Έλλη πέρασε τον Ελλήσποντο, πέρασε τις συμπληγάδες, πέταξε με φτερά ψηλά, χάθηκε στο χάος, μεταμορφώθηκε σε άγγελο που έχασε το δρόμο του για λίγο, αλλά τελικά «κατά μήκος των ακτών του ουρανού ηλιάζεται». Εκείνη δεν έχει πια καμία έγνοια. Τα πένθη είναι για τους ζωντανούς.

Η Ανθούλα Δανιήλ είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: