21/8/17

Η κλήση σας προωθείται

ΔΙΗΓΗΜΑ

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΧΑΤΖΗΜΩΫΣΙΑΔΗ

Είναι κάποιες φωνές δίχως χρώμα. Ουδέτερες. Κενές, άδειες. Σχεδόν μη ανθρώπινες. Όσο κι αν κουβαλούν ένα φύλο. Κρύβουν μια ταυτότητα. Υπαινίσσονται ένα πρόσωπο. Που θα μπορούσε να είναι απλώς συμπαθητικό ή ενδεχομένως ενδιαφέρον ή ακόμη και ελκυστικό. Τόσο ώστε δεν θα απέκλειες το ενδεχόμενο να την έχεις κάποτε στο μέλλον γκόμενα, και ίσως μάλιστα να διανύατε ένα διάστημα έντονου πάθους. Με ανταλλαγή τρυφερών μηνυμάτων στο κινητό και ρομαντικές βόλτες πιασμένοι χέρι χέρι κάτω από το μελιχρούν φως του δειλινού. Αλλά πολύ γρήγορα ξέρεις ότι θα άρχιζε να σου τη δίνει στα νεύρα και δεν θα δίσταζες ούτε στιγμή να τα τινάξεις όλα στον αέρα.  Αφού κάθε φορά που θα της τηλεφωνούσες με λαχτάρα για να ακούσεις τη φωνή της, ο ίδιος άχρωμος, σχεδόν διεκπεραιωτικός τόνος θα σε ξενέρωνε από την πρώτη ακόμη φράση της: «Εμπρός. Ποιος είναι, παρακαλώ;».
Αλλά κατά βάθος συνεχίζεις να ελπίζεις. Να ελπίζεις και να επιμένεις. Ίσως γιατί δεν έχεις πια τίποτα να χάσεις. Ίσως γιατί σου τέλειωσαν όλες οι άλλες επιλογές. Όσο αστείο ή οξύμωρο ή περίεργο και αν ακούγεται κάτι τέτοιο. Ναι, μπορεί και να σου τελείωσαν. Γιατί παρ’ όλα τα μονοπάτια, τους δρόμους, τις λεωφόρους και τους διαύλους της επικοινωνίας, που κινητά και ακίνητα, αναλογικά και ψηφιακά μέσα ανοίγουν στην επαφή σου με τον άλλον, είναι φορές που βρίσκεις ξανά και ξανά τον εαυτό σου στην ίδια κατάσταση του αρχαίου και πρωτόγονου συγγενή σου. Που άναβε φωτιές και έστελνε με τους καπνούς μηνύματα. Ή εξασκούσε ταχυδρομικά περιστέρια για να μεταφέρουν τα γράμματά του. Ή πετούσε στον ωκεανό μπουκάλια με εκκλήσεις βοηθείας. Ή περνώντας από τις γειτονικές σπηλιές στεκόταν μπρος στο άνοιγμα της εισόδου βγάζοντας ένα μουγκρητό, που στην κοινή νεοελληνική θα μπορούσε να αποδοθεί και με τη φράση «Είναι, γαμώ την ατυχία μου, κανείς εδώ μέσα για να παίξουμε μπιρίμπα;»

Κι ας μην έχουν περάσει ούτε δεκαπέντε χρόνια από κείνο το δύσκολο βράδυ του Αυγούστου που καθόσουνα ολομόναχος στο οροφοδιαμέρισμα του πατέρα σου με τις τρεις κρεβατοκάμαρες, το τζακούζι, το home cinema και τη θέα στον Θερμαϊκό κόλπο κι έψαχνες αποδέκτη για τα μηνύματά σου. Αν θυμάσαι καλά μια Άννα, ένας Βασίλης, μια Γιαγιά, μια Μαμά, ένας Μπαμπάς, μια Ξένια και ένα HOME υπήρχαν εντελώς αδιάφοροι στον κατάλογο επαφών του κινητού σου σαν κενές εγγραφές δίχως καμιά πρόθεση ανταπόκρισης στην ανάγκη σου. Και μη έχοντας σε ποιον άλλον να απευθύνεις το μήνυμά σου, «Πες μου κάτι. Ό,τι να ’ναι», σχημάτισες τον αριθμό του κινητού σου, για να λάβεις απανωτά δύο αναφορές, «μήνυμα εστάλη» και «μήνυμα ελήφθη», μπας και καταφέρεις να ξορκίσεις με το μήνυμα που ελήφθη, «Πες μου κάτι. Ό,τι να ’ναι», τη σιωπηλή βοή που κούφαινε τα αυτιά και στρίγγλιζε με σιωπηλές κραυγές μες στο μυαλό σου.
Αν κάτι άλλαξε στο μεταξύ είναι ότι μεγάλωσες. Σχεδόν τριαντάρισες. Τέλειωσες πανεπιστήμιο. Έκανες το στρατιωτικό σου στον Έβρο. Έξι χρόνια είσαι στη γύρα για δουλειά. Εξαιρώντας κάτι ντιλίβερι της κακιάς ώρας που σου έλαχαν, παντού κλειστές πόρτες βρήκες. Τα γνωστά, δηλαδή. Αφήστε το βιογραφικό σας και θα σας ειδοποιήσουμε. Αλλά ως πότε θα περιμένεις να σε ειδοποιήσουν; Το οροφοδιαμέρισμα το ’φαγαν οι τράπεζες και τον πατέρα σου οι πεταλούδες στο παρμπρίζ και τα κόκκινα τα δάνεια, πάει κι η θέα στον Θερμαϊκό κόλπο. Και τώρα πια το μόνο που χωράει στο οπτικό σου πεδίο είναι τα βήματα των περαστικών και μια συλλογή από υποδήματα. Ακριβά, της τελευταίας λέξης της μόδας, φθαρμένα, της δουλειάς, αθλητικά, που πάνε κι έρχονται ασταμάτητα κάπου στη Παλαιών Πατρών Γερμανού. Όπου σε λυπήθηκε η θεια σου η Μερόπη και σ’ άφησε την υπόγεια γκαρσονιέρα της για κληρονομιά. Μαζί με τα ποντίκια, τις κατσαρίδες και την υγρασία.
Τουλάχιστον δεν είσαι μόνος. Αφού ούτε ένας ούτε δύο ούτε τρεις. Πέντε ολόκληρες χιλιάδες φίλοι στέκονται και ανυπομονούν στις άκρες των δαχτύλων σου. Για ένα σου σκούντημα, για ένα σου σχόλιο, για μια σου ανάρτηση. Διαρκώς διαθέσιμοι. Από το πρωί ως το βράδυ και αργά τη νύχτα ως τα ξημερώματα. Ώστε να κολακέψουν τον εγωισμό, να γαργαλήσουν την ωραιοπάθεια, να τονώσουν την αυτοπεποίθησή σου. Ή να μοιραστούν τη χαρά, τον πόνο, την αγωνία ή ακόμη και τη σκέτη πλήξη σου. Κι είναι πράγματι φορές που νιώθεις τόσο γεμάτος, τόσο πλήρης από ανθρώπινη επαφή που λες ως εδώ είναι, δεν θέλω τίποτα παραπάνω. Αλλά όλο και κάτι παραπάνω, όλο και κάτι παραπάνω θες σε αυτό τον ιδιόμορφο μιθριδατισμό των λάικ. Γιατί είναι ωραίο να βλέπεις μέρα με τη μέρα να αυξάνονται τα λάικ, να σπας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και ακόμη πιο ωραίο είναι να φαντασιώνεσαι τον εαυτό σου κυρίαρχο σε μια τεράστια πασαρέλα από εξυπνακίστικα σχόλια, ευφάνταστα ανεκδοτάκια, ημίγυμνες φωτογραφίες, κλεμμένους στίχους και πρωτότυπα διηγηματάκια που διαγκωνίζονται στην ηλεκτρονική οθόνη για να κερδίσουνε την προσοχή του αναγνώστη.
Αλλά τώρα που κοντεύουν τρεις τα χαράματα και νιώθεις το κενό μέσα σου να μεγαλώνει παρά την ημερήσια δοσολογία σου από λάικ, δεν θέλεις τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από το να μιλήσεις με κάποιον. Με κάποιον που θα έχει φωνή, θα είναι πρόσωπο και θα έχει ταυτότητα. Δεν θα είναι μόνο μια ηλεκτρονική φιγούρα από τους πέντε χιλιάδες φίλους σου, που ακόμη κι αν διατηρούν απέναντί σου τις καλύτερες προθέσεις στερούνται όγκου, υπόστασης, αίσθησης αφής, γεύσης και δεν έχουν βλέμμα, φωναχτά γέλια και υγρά δάκρια. Και σπας το κεφάλι σου σε ποιον να απευθυνθείς. Έχοντας από πριν απορρίψει όλες τις εγγραφές από τον κατάλογο των επαφών σου. Αφού έσβησε για τα καλά ο ανανταπόδοτος παιδικός σου έρωτας για την Άννα, ούτε που θα σε θυμάται πια ο Βασίλης, αλλού είναι η Γιαγιά, αλλού ήταν πάντα η Μαμά, φευγάτος πια και ο Μπαμπάς, η Ξένια εντελώς μα εντελώς διαλυμένη από τα ναρκωτικά, το HOME σε τρίτο πλειστηριασμό από την τράπεζα. Και το μόνο που σου απομένει είναι να σχηματίσεις το δικό σου νούμερο. Σε αυτή την αμφίδρομη επικοινωνία. Όπου πομπός και δέκτης, δέκτης και πομπός, δεν είναι άλλος από εσένα. Από εσένα και από εσένα. Και να καλέσεις. Ξανά και ξανά και ξανά και ξανά. Εσένα. Εικοστή φορά.
Όχι γιατί τρέφεις την ψευδαίσθηση πως θα σηκώσεις το τηλέφωνο και με μια προσποιητή απορία αναμεμειγμένη με ενόχληση και ανησυχία θα ρωτήσεις «Ποιος είναι, παρακαλώ, τέτοια ώρα;», αλλά για να ’χεις την ευκαιρία να ακούσεις μια άλλη φωνή. Έστω κι αν είναι τόσο εκνευριστική. Τόσο άχρωμη κι ουδέτερη. Τόσο κενή και άδεια. Σχεδόν μη ανθρώπινη. Να σου λέει ότι «Ο αριθμός που καλέσατε δεν είναι διαθέσιμος». Και πράγματι ο αριθμός που κάλεσες μπορεί να μην είναι διαθέσιμος, αλλά η φωνή που σου το λέει δεν παύει να είναι μια άλλη φωνή. Που κουβαλάει ένα φύλο. Κρύβει μια ταυτότητα. Υπαινίσσεται ένα πρόσωπο. Αφού στο κάτω κάτω δεν ψάχνεις για γκόμενα. Μια απάντηση περιμένεις στο ίδιο και το αυτό αίτημα της επικοινωνίας. «Πες μου κάτι. Ό,τι να ’ναι», που έθεσες στο τελευταίο διήγημα της συλλογής σου «Τρεις μνήμες και δύο ζωές» αλλά συνεχίζει εδώ και μια δεκαπενταετία να παραμένει αναπάντητο. Ή αυτό τουλάχιστον θέλεις να πιστεύεις. 

Μίκης Ματσάκης, Η Ποταμιά από το Κάστρο Σίφνου, 1974,
λάδι σε μουσαμά επικολλημένο σε κόντρα πλακέ, 85 x 66 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: