ΔΙΗΓΗΜΑ
Μίκης Ματσάκης, Σίφνος, ξωκλήσι, 1974, λάδι σε μουσαμά επικολλημένο σε κόντρα πλακέ, 65 x 84 εκ. |
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ
Είχε τρεις βδομάδες αυτός ο ψηλός εργάτης
στο κτήμα τους. Δούλευε αμίλητος και το
μεσημέρι έτρωγε κάτω από την σκιά του ευκάλυπτου το φαγητό που του πήγαινε,
κουνώντας απλώς το κεφάλι του για ευχαριστώ.
Ήταν Ιούλης και ξεπάστρευε τα
ξερά χόρτα, πότιζε το γρασίδι και τους λάκκους των δέντρων, μάζευε όσα φρούτα κρέμονταν
ακόμα στα κλαριά, φρεζάριζε το χώμα στα μέρη που δεν είχε ηρεμήσει, και τ’
απογεύματα πλένονταν έξω στο ντους, αφού έβαζε πρώτα το κεφάλι του στην
μισάνοιχτη πόρτα της κουζίνας και ανακοίνωνε, εγώ πάω να πλυθώ, για να μην βγει
αυτή εκεί κοντά, επειδή έβγαζε την μπλε
φόρμα του μπλουτζίν με τις ράντες που κούμπωναν χιαστί στην πλάτη
του, όπου μέσα το γυμνό μυώδες κορμί του έλαμπε από τον ιδρώτα και πλένονταν
ολόγυμνος στο δροσερό νερό.
Τα βράδια πριν αποσυρθεί στο
καλυβάκι του κηπουρού, στέκονταν όρθιος για πολύ κοιτάζοντας πέρα τους μελανούς
λόφους θαρρείς και περίμενε κάποιον να ρθει. Ο άντρας της τον πλησίασε μερικές
φορές κι αντάλλασσε κάποιες κουβέντες μαζί του, όπου εκείνος απαντούσε
αφηρημένα χωρίς να ξεσκαλώνει το βλέμμα του από τους λόφους. Εκείνη ήξερε πως
όταν έπεφταν για ύπνο εκείνος σηκωνόταν και στηνόταν στην ίδια θέση ώσπου να
ξημερώσει. Πολλές νύχτες άφησε το κρεβάτι της και βγήκε έξω στον χλιαρό αέρα
όπου είδε την ψιλόλιγνη κορμοστασιά του κάτω από το λαμπερό φεγγάρι όρθια, σα
να ήθελε να αναμετρηθεί με τους λόφους ή με κάτι πιο δυνατό απ’ αυτόν.
Έτσι έκανε όλες αυτές τι μέρες
και τώρα στεκότανε μπροστά της καθαρός, με τα μαλλιά του να στάζουν ξανθές
φλόγες πάνω στον λαιμό του.
Δεν είσαι από δω γύρω, αλλά αγρότης ε; του είπε, μιας κι αυτός δεν
άνοιγε το στόμα του παρά την κοίταζε με κάτι χαμένο στο βλέμμα του, σαν να την
έβλεπε κάπου μακριά στο χρόνο, τότε που ήτανε
μικρούλα με αδύνατες γάμπες κι έτρεχε μέσα στα στάχια. Της φάνηκε πως θα την έπαιρνε στα γόνατά του
να της πει κάποια ιστορία, ένα παραμύθι, που θα την μάγευε για πάντα, ή θα την
έπαιρνε μαζί του στους λόφους.
Φυσικά, είπε και γύρισε το κεφάλι
του σα να της έδειχνε πέρα απ’ τα βουνά τον τόπο του. Και σα να ήταν κι αυτός ο
τόπος μαγικός που όμως για κάποιον άγνωστο λόγο, που μάλλον θα πρέπει να ήταν
θλιβερός, τον είχε εγκαταλείψει.
Ήξερε πως ο άντρας της δεν θα
έπαιρνε ποτέ έναν Αλβανό ή έναν οποιονδήποτε ξένο στην δούλεψή του, όχι γιατί
φοβόταν, ή τους περιφρονούσε, το αντίθετο, από μια φυσική συστολή που έκρυβε
μια αδικαιολόγητη ενοχή, για τα βάσανα που περνούσαν. Αυτός να τα έχει όλα κι ο
άλλος να τα έχει χάσει όλα. Ντρεπόταν ακόμα και για την αδεξιότητά του με τα
δέντρα.
Ήταν άνθρωπος της τάξης και της
κανονικότητας. Δούλευε στο κέντρο, λογιστής σε μια αντιπροσωπεία πλυντηρίων και
ψυγείων. Του άρεζε να κυκλοφορεί με κουστούμι και καθαρά πουκάμισα. Τον
επισκέφτηκε μια φορά κι αμέσως αποφάσισε πως ήταν η τελευταία. Την έπιασε
ασφυξία μέσα στο μικρό γραφείο του, ένα καμαράκι ένα επί δύο, κολλημένο στο
κυρίως κτίσμα. Δεν έβλεπε ούτε ένα
δέντρο από κει, δεν ακουγόταν ούτε ένα πουλί, παρά μόνο τα λάστιχα των
αυτοκινήτων πάνω στα χαλίκια, την ώρα που έρχονταν ή έφευγαν οι πελάτες. Δεν
τον ένοιαζε διόλου. Δεν ήθελε να ζει στο
χωριό, αντιπαθούσε τη φύση, μόνο για κείνην υποχώρησε γιατί την αγαπούσε. Ήταν
το πατρικό της, εκεί μεγάλωσε κι αυτός κάτι τέτοια τα σεβόταν. Δεν την
ενοχλούσε η απόστασή του από την φύση, μάλλον
την ευχαριστούσε που δεν τον είχε πλάι της όταν φύτευε ή πότιζε τα λαχανικά και
τα δέντρα. Έμενε απερίσπαστη να χαϊδεύει ένα πράσινο φύλλο να βυθίζεται στην
ευωδιά ενός ρόδου, στα διάφανα σύννεφα
του δειλινού. Αλλά να, την απωθούσαν κάπως τα κάτασπρα χέρια του, τα δικά της
μελαχρινά και δυνατά τα ένιωθε ζωντανά ενώ τα δικά του, μαλακά και ευαίσθητα
σαν άρρωστα.
Και θαρρείς πως αυτός ο ξένος που
στεκότανε μπροστά της , απάντησε στην ερώτησή της με κείνο το «φυσικά» επειδή τα
ήξερε μια χαρά όλα αυτά.
Είσαι παντρεμένος τον ρώτησε, και
κείνος κοιτώντας πάλι πέρα μακριά, η
γυναίκα μου πέθανε πριν οχτώ χρόνια είπε, ανασηκώνοντας ανεπαίσθητα τα χέρια
του κι αφήνοντάς τα πάλι να πέσουν.
Ανασήκωσε κι εκείνη τα δικά της
και τράβηξε πίσω τα μαλλιά της σα να ήθελε να σπρώξει μακριά μια εικόνα που
πέρασε απ’ τα μάτια της.
Παιδιά; Ρώτησε.
Την κοίταξε ξαφνιασμένος και λίγο τρομαγμένος.
Υπήρχε ένα παιδί είπε, ένα μωρό,
μα δεν ξέρω τι απόγινε. Το ξέχασα εντελώς. Θα το πήρε η μάνα της ή η μάνα μου. Εγώ
σκεφτόμουν όλον αυτόν τον καιρό μόνο την γυναίκα μου. Μαζί της δούλευα στα
χωράφια, στα δέντρα, στρώναμε την άσφαλτο στους δρόμους, μακριά, πολύ μακριά
απ’ το σπίτι μας, κοιμόμασταν αν κοιμόμασταν όπου νάναι, πιασμένοι απ’ το χέρι.
Τώρα, είναι λίγος καιρός που την έχασα. Έφευγε σιγά σιγά και γω το δεχόμουν.
Έβλεπα τα μακριά μαλλιά της να ξεμακραίνουν, την κορμοστασιά της να σβήνεται,
και δεν έκανα καμιά κίνηση να την γυρίσω πίσω.
Μια νύχτα ήρθε και με τράνταξε,
τα μάτια της ήταν γεμάτα θυμό, αλλά δεν μ’ ένοιαξε, γύρισα πλευρό κι
αποκοιμήθηκα.
Είχε ακουμπήσει στον κορμό του ευκαλύπτου, και το κορμί του
απλωμένο πάνω του, έμοιαζε να παίρνει το ύψος του δέντρου, και κείνη ίσως για πρώτη φορά σκέφτηκε πως ο
ευκάλυπτος άλλαζε το δέρμα του κάθε χρόνο γεμίζοντας την χλόη με τις φλούδες
του. Γιατί άραγε; Κι εκείνος σα να την άκουσε είπε κοιτάζοντας αλλού,
ανανεώνονται. Αλλάζουν μένοντας ίδιοι, απλώς ανανεώνονται. Καθώς αυτή έστριψε
το πρόσωπό της προς το μέρος του, εκείνος συνέχισε: υπάρχει ένα είδος που
λέγεται Ουράνιο τόξο, γιατί ο κορμός του έχει τα χρώματα του ουράνιου τόξου.
Χρησιμοποιείται για την παραγωγή λευκού χαρτιού.
Εγώ σκεφτόμουν την αλλαγή, είπε εκείνη. Την
ανάγκη της αλλαγής.
Έρχεται από μόνη της είπε και τώρα την κοίταζε
μέσα στα μάτια και κείνη είδε τον κορμό του δέντρου με τις γαλαζωπές και
πορφυρές ρίγες μέσα στα δικά του, κι ανατρίχιασε.
Με κοίταζε από πάνω ως κάτω και
κατάλαβα, νοιώθοντας να λυγίζω, να χάνομαι, αυτό που δεν μου είπε, αλλά το
έλεγε μέσα του τόσο δυνατά, τόσο ορμητικά που το άκουσα. Πρέπει να ‘ρθεις μαζί
μου. Ήταν τόσο έντονο, που σχεδόν κινήθηκα προς το μέρος του. Τον είχα
κρυφοκοιτάξει πολλές φορές όταν γύμνωνε το κορμί του, κάτω από τα νερά του
ντους, τον είχα κοιτάξει σα να ήμουν εγώ που σαπούνιζα τις δυνατές του πλάτες, στράγγιζα τα μαλλιά του από τις σαπουνάδες, έβαζα με απίστευτη οικειότητα τα χέρια μου
πάνω σε κάθε μέλος του κορμιού του.
Γνώριζα τα πάντα και δεν γνώριζα
τίποτα από έναν άντρα. Ήταν ένας άλλος πλανήτης που επισκεπτόμουνα συνεχώς αλλά
δεν ήταν ο δικός μου πλανήτης. Πάντα έμενε κάτι κρυφό, διαφορετικό, μύχιο, που αυτό ακριβώς με τραβούσε κοντά του.
Με τραβούσε χωρίς την συγκατάθεσή μου, χωρίς καν συγκεκριμένη επιθυμία. Η επιθυμία μου ήταν ένα
βουητό, που δεν ξεχώριζα ήχους, ένα παραμιλητό
σε άγνωστη γλώσσα, που όμως το σώμα μου υπάκουε χωρίς αντίσταση.
Σ’ αυτήν την υπακοή, πέρα από την
ακατανίκητη γοητεία της, την ζάλη που μου έκοβε τα πόδια, υπήρχε ένας
στιγμιαίος δισταγμός, ένα αδύναμο όχι, που δεν ηχούσε απ’ ευθείας αλλά παραδίπλα μου, σα να έβγαινε
από κάποιον άλλον κι όχι από μένα.
Και τώρα, αυτή τη στιγμή που τα
χέρια μας ήταν έτοιμα να ενωθούν και τα πόδια μας να τρέξουν, πού, στο απέραντο
άγνωστο, αυτό το σχεδόν ανύπαρκτο όχι, απέκτησε σάρκα και οστά στο πρόσωπο του
ανδρός μου που ερχόταν προς το μέρος μας
με αργά ήσυχα βήματα. Ήταν ένα διαφορετικό όχι, οικείο, ζεστό, χωρίς την ανησυχία του
ενδόμυχου δικού μου.
Βλέπω πως τελείωσες, είπε στον
εργάτη κι έβγαλε από την τσέπη του και του έδωσε τις οφειλές του.
Εκείνος χωρίς να με κοιτάξει, έσφιξε
τα χείλη, είχε ακούσει το όχι και είχε δει τις διαφορές, έβαλε τα χρήματα στην
φόρμα του. Το χέρι του είχε ένα φρέσκο σκίσιμο που μου έφερε πόνο.
Τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει
σαν του αγριμιού, όταν πήρε το μονοπάτι που θα τον έβγαζε στον κοινοτικό δρόμο,
ένα μοναχικό ζώο που ακολουθούσε ένα χαμένο καραβάνι στην έρημο.
Πριν χαθεί, μου φάνηκε πως έκανε μια κίνηση σα να έσπρωχνε κάποιο χέρι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου