ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
MARIE-NOËLLE SEMET-HAVIARAS, Les plasticiens
au défi de la scène (2000-2015) [Οι εικαστικοί καλλιτέχνες και η πρόκληση της σκηνής], L' Harmattan (σειρά Univers Théâtral), Paris, 2017
Ειδικά σήμερα καθώς, παρακολουθώντας το πλήθος
των παραστάσεων που φιλοξενούνται στο «Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου»,
καλούμαστε να κατανοήσουμε, να αποκρυπτογραφήσουμε και να απολαύσουμε το έργο
καλλιτεχνών της Εσπερίας (ή και ελλήνων δημιουργών) που εκφράζει μια νέα εκφραστική
γλώσσα, είναι ευπρόσδεκτη όσο και σπάνια μια μελέτη όπου ο συγγραφέας είναι
ταυτόχρονα καλλιτέχνης και θεωρητικός του θεάτρου, ικανός, μάλιστα, να προβεί
σε διεπιστημονικές προσεγγίσεις.
Για όσους, λοιπόν, επιθυμούν να συνδυάσουν
τη γνώση με την απόλαυση του θεατή θα προτείναμε ένα βιβλίο συναρπαστικό στην
ανάγνωσή του και συγχρόνως κατατοπιστικό για όσα συμβαίνουν στην ευρωπαϊκή
σκηνή κατά τον 21ο αιώνα. Πρόκειται για την πρόσφατα εκδοθείσα στο Παρίσι, από τις
εκδόσεις L' Harmattan (σειρά Univers Théâtral), μελέτη της Μarie-Noëlle Semet-Haviaras, Les plasticiens au défi de la scène (2000-2015) [Οι εικαστικοί καλλιτέχνες και η πρόκληση της σκηνής], η οποία πραγματεύεται
τις πολυσχιδείς σχέσεις των εικαστικών τεχνών με το θέατρο. Με αφετηρία την
εντυπωσιακή αύξηση των σκηνογραφιών για το θέατρο, το χορό και την όπερα που
έχουν φιλοτεχνήσει, σε κλασσικές σκηνές, καταξιωμένοι εικαστικοί καλλιτέχνες, η
συγγραφέας επιχειρεί έναν ορισμό της σύγχρονης σκηνογραφίας μέσα από την
ανάλυση αυτού του «φαινομένου επικαιρότητας». Οι επιλογές της αποδεικνύουν την
ώριμη ματιά μιας Καθηγήτριας με πλούσιο ερευνητικό και διδακτικό έργο (στο πανεπιστήμιο
Paris 1, Panthéon - Sorbonne) και μαρτυρούν την έμπειρη γνώση μιας σκηνογράφου
με παρουσία και στο ελληνικό θέατρο (πάνω από δεκαπέντε συνεργασίες με τον
Βασίλη Παπαβασιλείου και την Έλλη Παπακωνσταντίνου). Με χαρακτηριστική
σεμνότητα η συγγραφέας δεν αναφέρεται στο προσωπικό της καλλιτεχνικό έργο αλλά
επιλέγει μία εικοσάδα σκηνογραφιών ως αντικείμενο διεξοδικής μελέτης των δημιουργιών
γνωστών ζωγράφων, γλυπτών, βιντεοκαλλιτεχνών, περφόρμερς και αρχιτεκτόνων όπως
η Μαρίνα Αμπράμοβιτς, ο Μπιλ Βιολά, ο Ανίς Καπούρ, ο Ανσέλμ Κίφερ, ο Όλεγκ Κουλίκ,
ο Πιερρίκ Σορέν, ο Ντανιέλ Μπυρέν, ο Γιαν Πάπελμπαουμ και άλλοι.
Η μελέτη στοχεύει στην κατανόηση και την
εξήγηση του περάσματος από ένα καλλιτεχνικό πεδίο σ’ ένα άλλο. Εξετάζει τη
δημιουργικότητα καλλιτεχνών διακεκριμένων στο χώρο των πλαστικών τεχνών έτσι όπως
αυτή εκφράζεται, χωρίς προγραμματικά προκαθορισμένα οικονομικά και υλικά
κίνητρα, σ’ έναν άλλο άγνωστο και ναρκοθετημένο από την προαιώνια παράδοση χώρο
όπως είναι η θεατρική σκηνή. Πρόκειται για μια παρακινδυνευμένη δημιουργική επιλογή,
την οποία η συγγραφέας ανιχνεύει αποτελεσματικά επιλέγοντας ως ιστό που συνέχει
τις εξεταζόμενες στη μελέτη παραστάσεις όσες ορίζουν την σκηνή ως χώρο δράσης,
εγκατάστασης και έκθεσης. Η σκηνή καθορίζει το θεατρικό γεγονός και, κατ’ επέκταση,
τις εικαστικές προτάσεις των καλλιτεχνών. Η κλασσική ιταλική σκηνή, όπως την
έχει διαμορφώσει η ιστορία του θεάτρου, αντιμετωπίζεται στην πολυπλοκότητά της,
τόσο ως εργαλείο καταναγκασμών και υποχρεώσεων όσο και ως μέσο ελευθερίας και
εφευρετικότητας. Στη βάση αυτών των εφήμερων μετακινήσεων των εικαστικών προς
το θέατρο βρίσκεται κυρίως η πρόκληση της σκηνής με τα όρια και τις εξαναγκαστικές
υποχρεώσεις που θέτει σε καλλιτέχνες που, από την ίδια τη φύση της (μέχρι τότε)
δουλειάς τους, ήταν συνηθισμένοι να υπακούουν μόνο στους κανόνες που οι ίδιοι
έθεταν στην καλλιτεχνική και επαγγελματική τους έκφραση. Η πανεπιστημιακός και
σκηνογράφος εξετάζει το θέμα ολόπλευρα, μη παραγνωρίζοντας και άλλα ενδεχόμενα
κίνητρα όπως είναι η ανάγκη για συλλογική δημιουργία ή η αναμέτρηση και η συνύπαρξη
του (εικαστικού) έργου με τη μουσική, με το δράμα ή με το χορό. Η δημιουργική
ένταση που προκαλεί αυτή η συνύπαρξη, αρδεύοντας τόσο τη φαντασία όσο και την επινοητικότητα,
μοιάζει να είναι και ένας από τους κυριότερους λόγους που ερμηνεύουν το καλλιτεχνικό
φαινόμενο. Στο σημείο αυτό χρειάζεται να επισημανθεί ότι ενώ οι αμφίδρομες
μετακινήσεις από τα εικαστικά στα θεατρικά τεκταινόμενα τεκμηριώνονται με πολυπληθείς
βιβλιογραφικές και επιστημονικές αναφορές και παραπομπές, παράλληλα επενδύονται
υφολογικά με έναν άλλο, ακριβό στην σπανιότητά του, τρόπο: το βλέμμα μιας «συναδέλφου
από το καλλιτεχνικό συνάφι» η οποία, με χάρη και γλαφυρότητα, είναι σε θέση να καταθέτει
και να σχολιάζει όσα περιγράφονται «από τα μέσα».
Παραδειγματικά ας αναφέρουμε ότι το πέρασμα,
στην κυριολεξία, μέσα από την οθόνη των Miquel Barcelo Josef Nadj στο Paso
doble (στο Φεστιβάλ της Αβινιόν το 2006, το οποίο και είδαμε στο Φεστιβάλ
Αθηνών το 2008) αναφέρεται και συνδέεται με την ιστορική βουτιά του Saburo
Murakami μέσα σε επτά χάρτινες οθόνες που τού στοίχισε ένα σπάσιμο των πλευρών,
αλλά τον καθιέρωσε ως ηγετική φυσιογνωμία του Gutaï και της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας
της εποχής του (1955). Ένα άλλο παράδειγμα: Το ντεκόρ του Ντανιέλ Μπυρέν για τη
χορογραφία του Μπενζαμέν Μιλπιέ Δάφνις και Χλόη (2014), με τις χάρτινες
κομμένες φιγούρες θυμίζει κι ανακαλεί το έργο του Ανρί Ματίς (1950) προκειμένου
να καταδείξει την επιθυμία του σύγχρονου
καλλιτέχνη να αναιρέσει την τρισδιάστατη σκηνογραφία καταφεύγοντας στην «ξεπερασμένη»
διακόσμηση άλλων εποχών.
Τα παραδείγματα είναι ποικίλα και ομαδοποιημένα
σύμφωνα με τα εκάστοτε καλλιτεχνικά διαβήματα και τις επιλογές των σκηνογράφων.
Δεν είναι ταξινομημένα ανάλογα με τον τομέα της κύριας δραστηριότητας του
καλλιτέχνη (ζωγράφοι, γλύπτες, βιντεοκαλλιτέχνες, περφόρμερς, αρχιτέκτονες)
αλλά με βάση τον σκηνογραφικό άξονα: «μανιερισμός στη σκηνή», «σκηνοθετημένη
ζωγραφική», «σκηνικό αντικείμενο ως σκηνογραφία» κλπ. Παράλληλα ανακαλούνται
συστηματικά κάποιες εποχές της ιστορίας της τέχνης (αρχαιότητα, αναγέννηση, μπαρόκ)
και σημαντικά αισθητικά ζητήματα (μανιέρα και στυλ, κιτς, μανιερισμός) τα οποία
φωτίζουν την προβληματική της μελετήτριας. Η επιχειρηματολογία της Μ.Ν. Semet-Haviaras μας πείθει: ανέκαθεν, το
θέατρο διατηρούσε με τις εικαστικές τέχνες δυναμικές σχέσεις, οι οποίες, αν και
κάποτε υπό διένεξη, υπήρξαν σταθερά γόνιμες. Η συγγραφέας αξιολογεί αλλά δεν (επι)κρίνει,
ανιχνεύει σκοπέλους και διαπιστώνει οφέλη από τη μετάθεση της συγκεκριμένης καλλιτεχνικής
πρακτικής, από το εργαστήριο στη σκηνή, από την ατομική δημιουργία στη
συλλογική πράξη.
Είναι σπάνιες, αν όχι ανύπαρκτες, οι
μελέτες που καταπιάνονται ταυτόχρονα μ’ αυτές τις δύο καλλιτεχνικές εκφράσεις,
το θέατρο και τα εικαστικά. Η πρωτοτυπία και η ιδιαιτερότητα του βιβλίου έγκειται
στον τρόπο προσέγγισης και ανάλυσης της Μ.Ν. Semet-Haviaras, η οποία προτάσσει το
θεατρικό χώρο ως το καθοριστικό στοιχείο, ως τον κύριο πόλο έλξης των εφήμερων
σκηνογράφων. Η πρόκληση της ιταλικής σκηνής (με τη μετωπικότητα, το πλαίσιο της
σκηνής, την απόσταση σκηνής-πλατείας) δείχνει την αναζωογονητική δύναμη αυτών
των χώρων. Βάζοντας σε παρένθεση την κύρια και κερδοφόρα καλλιτεχνική τους
δραστηριότητα, κάποιοι καταξιωμένοι καλλιτέχνες γίνονται σκηνογράφοι της «μιας
βραδιάς» αναζητώντας τη ζωτικότητα που τους προσφέρει η σκηνή, την οποία και εμπλουτίζουν
από την άλλη μεριά με το έργο τους. Μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης της
μελέτης αντιλαμβανόμαστε πόσο δίκιο είχε ο σπουδαίος θεατρολόγος Georges Banu,
όταν, προλογίζοντας τη μελέτη, την χαρακτηρίζει ένα «σπάνιο βιβλίο», μια εμπνευσμένη
και διαφωτιστική αφήγηση των σκηνικών περιπετειών που συνέδεσαν το θέατρο με
τις εικαστικές τέχνες και όταν προτρέπει τους αναγνώστες του βιβλίου να το τοποθετήσουν
σε κείνο το ράφι της βιβλιοθήκης τους που αφορά τις «γέφυρες ανάμεσα στις
Τέχνες».
Ο Κωνσταντίνος Κυριακός διδάσκει στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του
Πανεπιστημίου Πατρών
Νίκος Σεπετζόγλου, Kαδρόνι, 2017, λαδομπογιά σε ξύλο, 109 x 60 εκ.\ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου