Αναθεώρηση ενός
προβλήματος
Άποψη της έκθεσης Antiquidia στην γκαλερί a.antonopoulou.art |
ΤΟΥ ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Τι σημαίνει σήμερα οργανικός
διανοούμενος; Αν απαντήσουμε ότι οργανικός διανοούμενος σημαίνει πνευματικός
καθοδηγητής μιας τάξης, παραγωγός μιας ιδεολογίας ή ενός συστήματος αξιών τις
οποίες, ιστορικά, η τάξη εκφράζει, όχι μόνο περιορίζουμε την ίδια την έννοια,
αλλά ταυτίζουμε αυτή την έννοια με εκείνη την παραδοσιακή ή ανθρωπιστική, και
την εννοούμε στην ηθική, κυρίως, σημασία της. Κατά τρόπο αρκετά αντιφατικό για
έναν μαρξιστή, αυτή η σημασία της αποδίδεται ακόμη και για την εργατική τάξη.
Εδώ όμως η συζήτηση αφορά κυρίως το πρόβλημα των ιδεολογιών. Πράγματι: η άποψη
με την οποία μία τάξη αντιλαμβάνεται την κοινωνία στο σύνολό της είναι μια
ιδεολογία, δηλαδή είναι συνδεδεμένη με τη θέση της τάξης στο κοινωνικό
περιβάλλον σε μια δομική κατεύθυνση, και στη λειτουργία της∙ ενώ μόνο στη βάση
αυτής της εμπειρίας είναι δυνατό να αναλύσουμε την πραγματικότητα. Γενικά,
είναι πάντα αναγκαίο να αναρωτηθούμε: ποιες είναι οι πραγματικές και ιστορικές
καταστάσεις μιας τάξης που γίνεται φορέας μιας νέας αντίληψης για την
πραγματικότητα; Εκεί όπου δεν ωριμάζουν νέες ανάγκες, δεν είναι αναγκαίες,
φυσικά, νέες ιδεολογίες. Αυτή είναι μια αρχή, που παρουσιάζεται σχηματικά, της
κοινωνιολογίας της γνώσης. Παρόλα αυτά μια ιδεολογία είναι ένα στοιχείο εκτός
λογικής, υπαρξιακό, και στη βάση του δεν είναι δυνατό να δημιουργήσουμε ένα
προβλέψιμο σύστημα. Αυτό που επιτρέπει την υπέρβαση της ιδεολογίας είναι η
επιστήμη. Σε σχέση με τον ουτοπιστικό σοσιαλισμό, μια από τις περισσότερο
ποιοτικές αξίες του Μαρξ είναι εκείνη που προέταξε την επιστημοσύνη. Ξεκινώντας
από μια αναλυτική και ποσοτική μελέτη του Κεφαλαίου, οι θεωρητικοί του
μαρξισμού διατύπωσαν νόμους πρόβλεψης της διάρκειάς του, και τη δυνατότητα του
σοσιαλισμού αρχίζοντας από έναν βαθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αν η
θεωρητική ανάλυση των περασμένων δεκαετιών χρειάζεται συνεχείς ενημερώσεις,
αντίθετα, παραμένει σταθερή αξία η αναγκαιότητα της επιστημονικής μεθόδου. Με
αυτό τον τρόπο ο διανοούμενος της αριστεράς θα είναι εκείνος που θα μπορεί να
χρησιμοποιήσει τα μέσα που του προσφέρουν η σύγχρονη επιστήμη και η τεχνολογία
στην υπηρεσία αυτής της ιδεολογίας, και η δράση του δεν θα είναι
διανοουμενίστικη ή ασαφής, ακριβώς γιατί αυτή η πάλη δεν θα πραγματοποιηθεί
μόνο στο επίπεδο των ιδεών, αλλά πάντα σε συνδυασμό με τους πολιτικούς αγώνες,
απ’ τη στιγμή που οι κριτικοί του κόσμου δεν πολεμούν πραγματικά τον υπαρκτό
κόσμο όταν πολεμούν μόνο τις εκφράσεις αυτού του κόσμου. Αν η επιστήμη πρέπει
να κυβερνήσει τις ιδέες και την πολιτική, είναι σαφές ότι η υπόθεση του
ιστορικού υλισμού έχει απόλυτη ανάγκη από νέες επιβεβαιώσεις και άρα και νέες
διατυπώσεις.
Σχετικά
με τις υποθέσεις του διαλεκτικού υλισμού, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι
αυτός δεν είναι παρά μια πνευματική μεταμόρφωση της επιστήμης της φύσης. Από
την άλλη μεριά πρέπει να φτάσουμε, όπως είναι καθαρό, σε έναν ιστορικό και
επιστημονικό υλισμό με τον αποκλεισμό κάθε είδους μεταφυσικής σκοπιμότητας της
ιστορίας, έτσι όπως αυτή έχει αποκλειστεί από τις εμπειρικές επιστήμες.
Ωστόσο,
η επιστήμη, σε διαφορά με τη λογική, δεν είναι ουδέτερη∙ ακριβέστερα η επιστήμη
σταματά να είναι σε ισχύ όταν δεν είναι ουδέτερη∙ όπως στις κοινωνικές και
ανθρωπιστικές επιστήμες, στις οποίες η τάξη αποτελεί μια προϋπόθεση για κάθε
προσανατολισμό. Η επιστήμη υπηρετεί την συντήρηση. Φυσικά, την υπηρετεί καλά:
δεν είναι ποτέ ψεύτική, γιατί αν η ιδεολογία την προωθεί, δεν την εξαντλεί. Δεν
θα καταλαβαίναμε τίποτε για τον νεοκαπιταλισμό αν δεν λαμβάναμε υπόψη μας την
τελευταία διαπίστωση. Κατά τον ίδιο τρόπο η δημοκρατία –που δεν μπορεί να
πραγματοποιηθεί παρά μόνο μέσα από την αυτοκυβέρνηση, την άνοδο στην εξουσία
του προλεταριάτου- είναι κι αυτή μια ιδεολογία∙ πράγματι δεν είναι μια
αναγκαιότητα με τη μεταφυσική έννοια, αλλά πρέπει να αποτελεί τον σκοπό ενός οράματος
ή ενός επιστημονικού προγράμματος της κοινωνίας μας, που ιστορικά είναι
επίκαιρο γιατί στον ίδιο τον καπιταλισμό υπάρχουν οι προϋποθέσεις.
Είναι
λοιπόν σωστό να μιλάμε για οργανικούς διανοούμενους της εργατικής τάξης; Η
εργατική τάξη θα μπορεί να εκφράσει έναν νέο τύπο διανοούμενου σε σχέση με την
αστική τάξη μόνο στο βαθμό που η τελευταία, δίπλα στις επιστήμες, προωθεί και
μια γνώση που είναι παράλληλη με την πλήρη αδυναμία να εκλογικεύσει το σύνολο
της εμπειρίας λόγω ιδεολογικών και ταξικών ορίων και ειδικά για την σταθερή
προσοχή της να σταματήσει τη συζήτηση σε δομικό επίπεδο. Ως συνήθως η αστική
τάξη παρουσιάζεται στην αντιφατική της θέση. Αλλά όπως οι δομικές αντιφάσεις
δεν επιλύονται αναβαθμίζοντας ποιοτικά το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων και
παραμερίζοντας τις σχέσεις ιδιοκτησίας, έτσι και η αντίθεση του αστού
διανοούμενου –είναι γνωστό ότι πολλοί φυσικοί επιστήμονες έξω από το πεδίο της
ειδικότητάς τους είναι μεταφυσικοί- επιλύεται ενδυναμώνοντας όλα τα επίπεδα της
επιστημονικής έρευνας.
Και
αν η αστική τάξη προωθώντας μαζικά την επιστήμη, δεν είναι σε θέση να
επεξεργαστεί τη γνώση στην ολότητά της, αυτό συμβαίνει λόγω της «πολιτικής»
υποδιαίρεσης της έρευνας και στην έλλειψη μιας ενιαίας βάσης, επειδή έκανε την επιστήμη μια γνώση για τη γνώση,
που τοποθετείται δίπλα σε άλλες φόρμες γνώσης. Η πάλη για την επιστημονική
γνώση είναι tout
court
η
πάλη για μια νέα οργάνωση της κουλτούρας. Ιδεολογία της επιστημονικής γνώσης;
Σίγουρα∙ πρόκειται πάντα να κάνουμε μια επιλογή, και αυτή είναι η επιλογή της
λογικής.
Υπάρχει
μια καπιταλιστική και μια σοσιαλιστική οργάνωση της κουλτούρας, αλλά δεν
υπάρχει μια αστική επιστήμη και μια σοσιαλιστική επιστήμη. Σ’ αυτές τις βάσεις
πρέπει να οργανωθεί μια πολιτιστική πολιτική.
Το
πολιτικό κόμμα μπορεί να είναι ένας πολιτισμικός φορέας∙ δεν υπάρχει έρευνα που
να μην έχει ανάγκη από προσφορές, εργαλεία κλπ., αλλά μόνο μια οργανωμένη
εξουσία μπορεί να τα προσφέρει: ορίζοντας όχι μόνο τα πεδία των ερευνών αλλά
ακόμη και μια διάσταση της έρευνας. Φυσικά η εξουσία αισθάνεται άμεσα μια
πολιτισμικο-πολιτική ευθύνη. Και μ’ αυτή την έννοια η κουλτούρα δεν έχει μια
πολιτική διάσταση και μπορεί να κριθεί με κριτήρια καθαρά πολιτισμικά ή
εσωτερικά, αρχίζοντας από μια τυπικά πιο ώριμη μεθοδολογία.
Η
αριστερά οφείλει να κινείται, τουλάχιστον μετά τον μαρξισμό, σε μια κατεύθυνση
που να δέχεται μια κουλτούρα και μια επιστημονική μεθοδολογία της πράξης, που
λειτουργικά ενδιαφέρεται για τα προβλήματα εξουσίας (και της αριστεράς). Μια
πολιτική οργάνωση της κουλτούρας που θα προσβλέπει κυρίως στο να κάνει τους
ανθρώπους του πολιτισμού ικανούς να οργανώσουν τις έρευνές τους με τρόπο ώστε
να αποκλείεται κάθε πολιτική παρέμβαση αναφορικά με το πολιτισμικό τους έργο.
Δυστυχώς αυτό δεν συνέβη∙ γενικά υπήρξε μια πολιτισμική αλλοίωση των πολιτικών
κριτηρίων, τα οποία μπορεί να αφορούν τις αναγκαίες διαδικασίες για να αναλάβουν
ή συζητήσουν, σε πολιτικό επίπεδο, μια συγκεκριμένη πολιτισμική πρόταση:
χαρακτηρίζοντας, για παράδειγμα, ένα έργο ως αναθεωρητικό ή δογματικό συχνά
ήταν ο λόγος για να το υποβαθμίσουν, όχι γιατί ήταν λάθος αλλά γιατί ήταν
πολιτικά ασύμφορο, αποδίδοντας έτσι στην ρεαλιστική γλώσσα τη φόρμα της
γνωστικής γλώσσας. Για να το ορίσουμε διαφορετικά, έγινε μια πράξη σύγχυσης ή
ανταλλαγή δύο θέσεων για να μπει φρένο στην παραγωγική ανάπτυξη του μαρξισμού
και της πολιτικής δράσης: ανταλλαγή που έβρισκε την κοινωνιολογική μήτρα στην αυταρχική οργάνωση της
πολιτικο-πολιτιστικής εξουσίας.
Είναι
λοιπόν αναπόφευκτο ότι δημιουργούνται διαφορετικά και αντίθετα κέντρα ή ομάδες
μελέτης, τα οποία θα μπορούν να αναπτυχθούν ή να συρρικνωθούν σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανόνες της εργασίας. Πρέπει να έχουμε στο
νου ότι τα λάθη της επιστήμης διορθώνονται από την ίδια την επιστήμη: κάνοντας
αποδεκτή την επιστημονική μέθοδο, με αυτή μπορούμε να διορθώσουμε τα λάθη
ενσωματώνοντας τις επιμέρους υποθέσεις στο επίπεδο μιας ανώτερης θεωρίας.
Κοινωνιολογία, ψυχανάλυση, στρουκτουραλιστική γλωσσολογία, λογικός εμπειρισμός
κλπ. είναι όλες εμπειρίες που οδήγησαν τη συζήτηση σε ένα επίπεδο ωριμότητας το
οποίο δεν μπορούμε να αποκλείσουμε. Μια ενσυνείδητη πολιτισμική πολιτική έχει
την υποχρέωση να ενδυναμώσει αυτές τις
εμπειρίες. Από την άλλη μεριά, η απομάκρυνση των διανοουμένων από τη σύνδεση με
τις πιο προωθημένες πολιτικές δυνάμεις περιορίζει τις δυνατότητές τους, και
αναγκαστικά τους οδηγεί σε μια εξειδικευμένη αποξένωση, σε τρόπο όπου τα «φώτα»
ή οι αποσαφηνίσεις που μπορούν να παραχθούν αυτονομούνται σε ένα περιβάλλον
σκότους. Είναι βέβαια ένας σίγουρος τρόπος για να παραμείνουν υπηρέτες του συστήματος.
Στο
πλαίσιο μιας δημοκρατικής πρακτικής και μιας λειτουργικής επιστήμης, το κόμμα
είναι σε θέση να δώσει στο κοινό μια νέα κουλτούρα σε σχέση με την κουλτούρα
της αγοράς: μια εναλλακτική κουλτούρα που προσδοκά να κάνει την επιστήμη βασική προϋπόθεση για μια μαζική κουλτούρα,
και την πολιτισμική βιομηχανία ένα εργαλείο φωτεινότητας.
Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι
ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου