3/6/17

Στη ρίζα και στα φύλλα

ΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΛΑΔΟΓΙΑΝΝΗ

ΣΑΒΒΑΣ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑΣ, Στο θάλαμο του μεταφραστή, ποιήματα, εκδόσεις Μανδραγόρας, σελ. 56

Ο κλειστός χώρος και η έξοδος προς την έκφραση, δηλαδή η μετάφραση του βιώματος σε γλώσσα είναι αποτυπωμένη ήδη στον τίτλο Στο θάλαμο του μεταφραστή, με τον οποίο ο Σάββας Καράμπελας πρωτοπαρουσιάζεται ως ποιητής – γιατί στην ακαδημαϊκή φιλολογία είναι από πολλού χρόνου γνωστός.
Το σημειώνω αυτό το στοιχείο γιατί ως ανθολόγος της ποίησης με ενδιαφέρει η σύνδεσή της με το γεγονός (ώστε η ποίηση να μην γίνεται πόζα). Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει οπωσδήποτε το βιβίο που παρουσιάζομε. Και δεν εννοώ, φυσικά, την ποίηση που σέβεται το γεγονός αλλά την ποίηση που μεταστοιχειώνει τα γεγονότα με ασέβεια (στον ρεαλισμό και την κυριολεξία), γιατί, κατά τον Νίτσε, «κανείς καλλιτέχνης δεν ανέχεται την πραγματικότητα».  Έπειτα, η γλώσσα, στον χώρο της οποίας επιθυμεί να μεταγραφεί το γεγονός, σημαίνει μια συνθήκη που αιώνες τώρα την διαμορφώνουν οι ανάγκες εκφρασης του ανθρώπου. Είναι μια γλώσσα αποτέλεσμα διαρκούς αναμέτρησης, κατά την διάρκεια της ανθρώπινης περιπέτειας.  Κι  αυτός είναι ο λόγος που η ίδια η γλώσσα δίνει στον ποιητή και τα μέσα. Διαθέτει απέραντη σοφία τεχνικών και μέσων, αισθητικών και φόρμας.
Το βιβλίο Στο θάλαμο του μεταφραστή δεν είναι το βιβλίο ενός φιλολόγου που θέλησε να μάς δείξει ότι ξέρει την ποιητική γλώσσα αλλά ενός ποιητή που  αφίχθη στην ποιητική γλώσσα, ύστερα από τις δικές του αναμετρήσεις. Τώρα πλέον ξέρει πως η ποιητική γλώσσα λειτουργεί ως απασφαλισμένο όπλο (βλ. το ποίημα Graffiti, σ. 26).
Το βιβλίο περιέχει περίπου 34 ποιήματα, χωρισμένα σε τρεις ενότητες, με κύρια ενότητα του βιβλίου την δεύτερη, που έχει τίτλο «Σπαράγματα μιας μυθιστορίας (2001-2015)», και συμπληρώνεται με ποιήματα προγενέστερα (1997-2000) «Απομεινάρια μιας πρώτης λείας» και με τρία ποιήματα του «Επιμέτρου».

Ο ποιητής, παιδί της πρωτεύουσας, γνώρισε την επαρχία στις διακοπές και στις σπουδές του. Η θάλασσα (του Πηλίου) και η Λίμνη (Ιωαννίνων) είναι δυο κυρίαρχες όψεις της εξόδου στην φύση. Πάνω σε  αυτές τις δύο όψεις θα ακουμπήσει ο «μεταφραστής» ποιητής και θα αντλήσει τα στοιχεία της ποιητικής μεταμόρφωσης των πιο προσωπικών του βιωμάτων.   
Όμως πέρα από την γεωγραφία, που την κατάργησε ήδη ένας τυφλός ποιητής, εννοώ τον ποιητή των ποιητών, τον Όμηρο, είναι γεγονός πως η ποίηση σήμερα δεν γράφεται ούτε από «οιστρήλατους» ποιητές ούτε από χαλιναγωγημένους και υποταγμένους σε κανόνες. Γράφεται από την συγκινησιακή ένταση. Η ποίηση ριζώνει στις συγκινήσεις (τις ψυχικές και του στοχασμού). Κι εδώ βρίσκεται η μεγάλη αξία της ποιητικής γλώσσας. Γιατί αποτελεί την κορυφαία εκδήλωση μιας γλώσσας, που έχει αιχμαλωτίσει ό,τι αισθάνθηκε ή σκέφτηκε ό άνθρωπος. Και παίρνω την ευκαιρία να πω πως για τον ίδιο λόγο θα πρέπει να θεωρήσουμε ως μεγάλη απώλεια την «παρεμπόδιση» της επικοινωνίας με αυτή την μορφή της γλώσσας (είτε μέσα από σχολικά προγράμματα ή μέσα από άλλα κοινωνικά εμπόδια). Αυτή, λοιπόν, η ποιητική γλώσσα συμπυκνώνει την ρεαλιστική αφετηρία και την φαντασιακή έκρηξη, στο βιβλίο του Καράμπελα. Το πυροδοτεί η αποκάλυψη, όπως φαίνεται στο ποίημα- κλειδί «Φάρος» (σ. 14).  
Το βιβλίο θα μπορούσε με τρόπο επιγραμματικό να συμπυκνωθεί στην φωνή του Γιώργου Σεφέρη (από τον «Ερωτικό Λόγο»): Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα! Γιατί τα ποιήματα μιλάνε για το «ανατρίχιασμα» μιας ύπαρξης ανοιχτής στην αποκάλυψη του μυστηρίου της δημιουργίας ή, κι ακόμα, για το ευφορικό αναφτέρωμα, κατά την ώρα μιας (λυτρωτικής) εξόδου (από την συντριβή της απόγνωσης και της φθοράς). Είναι η ποιητική συλλογή ενός πατέρα, που άφησε την φιλολογία όπως ο Έκτορας την περικεφαλαία του, και με ύφος συμβολικό και έναν ιδιότυπο μυστικισμό, μας φέρνει ανυπεράσπιστους μπροστά στην αθωότητα και μας εγκαταλείπει ανοχύρωτους στο πεδίο της ποίησης, όπου από μία συνωμοσία της αυγής/ γεννιέται η μέρα. Τα ποιήματα μάς ξαναθύμησαν ότι η τέχνη είναι παραμυθία, σύμμαχος πολύτιμος στα θύματα της φθοράς, έπαθλο που σβήνει ήττες ή οι μποτίλιες στη θάλασσα. Γιατί ποίηση είναι δημιουργία, η γέννηση ενός κόσμου που μόνο στην ποίηση υπάρχει, του κόσμου της φαντασίας. Στο βιβλίο υπάρχουν ποιήματα που θεωρούν την ποίηση ως την ακριβή ευεργεσία προς τον άνθρωπο ναυαγό. Μπορούν να ξεχωρίζουν και να δείχνουν τον φάρο που τα υπερωκεάνεια των φόβων τον έχουν αποσκεπάσει και τον έχουνε κάνει αόρατο (σ. 14). Κι όπως  ο ψίθυρος του ανώνυμου ποιητή της λαϊκής μας ποίησης κοιμήσου αστρί, κοιμήσου αυγή, κοιμήσου νιο φεγγάρι κλείνει μέσα του όλη την ευφορία της ακριβής τρυφερότητας, έτσι και ο ποιητής της εποχής μας μπορεί να συντάσσει ένα «Ημερολόγιο» όλων των πηγών του φωτός (σ. 21).
Η ποίηση μπορεί να είναι αυτή η έξοδος στο φως, κι όταν ακόμα ζούμε την απόγνωση της αιχμαλωσίας και τον πνιγμό σε βαθιά χαντάκια που κλείνουν το ορίζοντα και γκρεμίζουν τις γέφυρες. Τότε, οι εικόνες μιας τερατογεννημένης φύσης πηγές δίχως τρεχούμενα νερά/ σειρήνες χωρίς στόματα.../ (σ. 31) εισαγάγουν στο ποίημα το αίσθημα ότι η ζωή είναι εκτεθειμένη στην βία ή το αίσθημα ενός αποτρόπαιου/ απάνθρωπου κενού, την ώρα του μεγάλου πόνου στα ασανσέρ των χειρουργείων/ στα φορεία των επιτόκων/ (όπως διαβάζουμε στο ποίημα «Ανάνηψη» σ. 31).
Οι ιστορίες των ποιημάτων αφηγούνται το σύνηθες και το καθημερινό ως καινούργιο και εκπληκτικό. Το βιβλίο οργανώνει ένα μυθικό πλέον συναίσθημα του ανθρώπου, ως φύσης χαρισματικής, να μπορεί αυτός μόνο να αντέχει την αθωότητα του προσώπου, παρ’ ότι έχει μεσολαβήσει ο κατακερματισμός του και ο αφανισμός τους, πίσω από την αποτρόπαιη λάσπη. Το βιβλίο μιλάει για την ιστορία αθωότητας του προσώπου, που ως προς την ζωοδοτική του φύση αναδύεται ως φλεγόμενη πηγή από την θάλασσα (τα ποιήματα «Προσωπογραφία» 37, «Δύο νησιά» 38). Μια αθωότητα που πολιορκεί την αγωνία για την ανθρώπινη μοίρα και δημιουργεί προσδοκία απολύτρωσης. Η  μετακίνηση των ορίων προς το θαυμαστό, σαρώνει την ακαμψία του κόσμου, δείχνει τις βαθιές πηγές όπου κείται το αίμα του ανθρώπου. Και το βιβλίο γίνεται όχημα για την μεταφορά στον θαυμαστό χώρο του ονείρου, κατοικία της αθωότητας και της ενότητας, όπου ο άνθρωπος νιώθει ακέραιος. 
Όμως όσο κι αν φαντάζει ουτοπία, μας βρίσκει σύμφωνους το γεγονός πως είναι αυτή η ευεργεσία της διαρκούς δημιουργίας που καταφέρνει το καίριο χτύπημα στον εχθρό-χρόνο. Εδώ, ακριβώς μπορούμε να αναζητήσουμε με πιο τρόπο ένα προσωπικό και ιδιαίτερο συναίσθημα μπορεί, ανασυγκροτημένο, στην σφαίρα της ποίησης/φαντασίας, να αποκτά την δυναμική της έκφρασης μιας αίσθησης γενικής, όλων των ανθρώπων.
Και δυο λόγια για την γλώσσα. Ο γεωμετρημένος κόσμος της ποιητικής γραμματικής, που δίνει σφρίγος στις λέξεις και όπου η νοηματική αιχμή δεν χάνει την αξία της και, βέβαια, την αλληλουχία της, εν ολίγοις, η βαθιά βιωματική απογυμνωμένη  γλώσσα που διαβαθμίζει την δραματικότητα, παίρνει την μορφή της κάθαρσης με την δύναμη που της δίνει η ρεαλιστική ματιά και η μετωπική αναμέτρηση του πάθους. Τα χαρακτηριστικά αυτά μας θύμισαν την γλωσσική παράδοση των μεταπολεμικών ποιητών του Αλφειού, ενώ από την άποψη της ποιητικής μεταφοράς (π.χ. η εικόνα του εκριζωμένου κήπου ή η εικόνα ενός κόσμου ανεστραμμένης φυσικής τάξης) μπορεί να βεβαιώνεται η σταθεροποίηση της μεταπολεμικής παράδοσης, ωστόσο, υπάρχει εν σπέρματι η διάθεση αυτονόμησης από τεχνήματα, φόρμας και οπτικής, που τα έχουμε δει να εκφράζουν τους νεότερους που γράφουν μετά το 2010 είτε ακόμη στα περιοδικά είτε έχουν εκδώσει το πρώτο τους βιβλίο.
Το βιβλίο έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Μανδραγόρας που μας είναι γνωστές –εκτός των άλλων- και για την καλλιτεχνική σύνθεση, την αισθητική ποιότητα, των εξωφύλλων. Αυτή την φορά, στο βιβλίο του Σάββα Καράμπελα, παρουσιάζονται μέσα στο βιβλίο, όπως και στην σύνθεση του εξωφύλλου, έργα της Γεωργίας Δαμοπούλου. Οι συγκεκριμένες εκδόσεις δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως φέρνουν μια φιλοσοφία που είναι μάλλον αντισυμβατική για τους κανόνες της εκδοτικής αγοράς: την ανάδειξη νέων ποιητών και ζωγράφων, που συνιστούν δείγματα της τέχνης της εποχής μας.

Η Γεωργία Λαδογιάννη δισάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων

Μιχάλης Καλλιμόπουλος, Βαυβώ, 2017, Giluform, 91 x 44 x 34 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: