28/5/17

Ανήσυχα στιχάκια πάνω από ανεμέλως καμένα λιβάδια

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΑΚΑΣ, Ήσυχα τραγούδια για ανέμελα λιβάδια, βιβλίο + Cd

Έχει γίνει πια βαρετότατος κοινός τόπος, ακόμη και προ της ενσκηψάσης  τα τελευταία χρόνια κρίσης (πρωτόφαντης για πολλούς, αλλά όχι για όσους κάτι σκάμπαζαν περί των εμμήνων κύκλων του καπιταλισμού και τις «περιόδους» κρίσεών του) να αρχίζουν πολλά κείμενα κριτικής με μια ακατάσχετη μυξοκλαίγουσα κρισιολογία: κρίση αξιών, κρίση του μαρξισμού, κρίση θεσμών, κρίση του κριτικού λόγου και πάει λέγοντας. Εδώ θα ξεκινήσω εναντιοδρομώντας προς αυτήν την κρισιολογία κατονομάζοντας καταρχάς δύο πράγματα  που στα καθ ημάς, σύμφωνα πάντα με εμένα, καθόλου δεν βρίσκονται σε κατάσταση κρίσης.
Το πρώτο είναι η γελοιογραφία. Η ελληνική γελοιογραφία (επικαιρική ή  «ελευθέρας βοσκής») ακμάζει και παράγει έναν λόγο καυστικό, σαρκαστικό, απονομιμοποιητικό και αποκαθηλωτικό ιερών θεσφάτων και μεγαλήγορων ή φαιά φορουσών αυθεντιών και, ταυτόχρονα, συνειδητά εξαρθρωτικό των ποικίλων ευφημισμών της βίας και της βίας των ευφημισμών, που πανταχόθεν μας περιβάλλουν. Μια σύγκριση με τις πολιτικαλκορεκτικές, εγκεφαλικές, διηθημένες από ποικιλόμορφες εξουσίες γελοιογραφίες των μεγάλων εφημερίδων (ιδιοκτησίας μεγαθηριακών συγκροτημάτων) της Εσπερίας μπορεί εύκολα να καταδείξει του λόγου το ασφαλές.

Το δεύτερο που ζει και αντιστέκεται, παρά τη διαρκώς εντεινόμενη εμπορευματοποίηση και τη συνεχή μετατροπή, όλο και περισσότερο, στοιχείων του λαϊκού πολιτισμού σε πλαστικοποιημένα εκμαγεία της μαζικής κουλτούρας, είναι το τραγούδι. «Έντεχνο» ή «άτεχνο», λαϊκότροπο ή παραδοσιοπρεπές, μπαλαντόσυρμο, ροκοειδές ή ρεμπετίζον συνεχίζει να δημιουργεί και να δημιουργείται από «μοναχικούς καβαλάρηδες», μικρά συγκροτήματα, πιτσιρικάδες που σπουδάζουν κλασικά ή παραδοσιακά όργανα, ανθρώπους που γράφουν ή ψάχνουν για καλές μουσικές και καλά στιχάκια ή, αλλιώς, για κάτι υπόθεσες ψυχικές, όπως έγραφε εκείνος ο Ιερομόναχος Διονύσιος, εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου. Ποσοτικά, βέβαια, αυτή η δημιουργία είναι μικρή −πράγμα απολύτως λογικό, άλλωστε και πότε η ποιότητα ήταν περισσότερη από την ποσότητα;− σε σχέση με τον μεγάλο όγκο σκυλάδικων, μαζοχιστικά καψουρικών και εξασκούντων μια σαδιστική βία στα κακόμοιρα αυτάκια μας ψευτονταλκαδιάρικων ή νταμπα-ντουμπόηχων τραγουδιών, αλλά το σημαντικό είναι πως αυτή η παραγωγή, έστω και μικρή,  υπάρχει και αντιστέκεται ως δημιουργία, προσπαθώντας δηλαδή να εκφράσει παρά δήμον ονείρων τα αυθεντικά όνειρα  ενός δήμου (ενός δηλαδή κοινωνικού σώματος ή ενός οιονεί πολιτικού υποκειμένου έστω και υπό κατασκευήν, έστω και ιδεατού). Μια δημιουργία που βρίσκει και παίρνει ποικίλους δρόμους: ως συνέχεια του λαϊκού τραγουδιού της δεκαετίας του 50 και του 60 και των μεγάλων μαστόρων του, της τεράστιας χατζηδάκειας και θεοδωράκειας παρακαταθήκης, ως πάντρεμα με ποικίλα ριζώματα της παράδοσης, γόνιμες συζεύξεις με ξένα δυτικά και  ανατολικά ρεύματα, νεανικά συγκροτήματα που πειραματίζονται ποικιλοτρόπως δημιουργικά, μελοποιήσεις, πολλές φορές μελικότατες, κυρίως ελασσόνων ποιητών, ενδιαφέρουσες κραματικές (είμεθα ένα κράμα εδώ, έγραφε ο Αλεξανδρινός) αναμίξεις κλασικών και λαϊκών μονοπατιών κ.ο.κ.
Ένας από τους σημαντικότερους συντελεστές σε αυτήν την υπεράσπιση της «ζώσας μνήμης» και στην −διά της μουσικής− αντίσταση ενάντια στο ξερίζωμα, από μέσα μας και από γύρω μας, των ήχων του κλαρίνου, του μπουζουκιού, του σαντουριού, της πολυφωνίας ή ακόμη (για τους νεώτερους φυσικά) της ηλεκτρικής κιθάρας κ.ά., που μας έθρεψαν και μας ανέθρεψαν με το γάλα της μητρός μας, ενάντια στην μακντοναλντοποίηση και μιαν άγρια και αγροίκα αγοραιότητα  είναι και ο Γιάννης Αγγελάκας. Γνωστός ήδη από τη δεκαετία του 80 με το ιστορικό συγκρότημα «Τρύπες», μια μπάντα που άφησε το δικό της στίγμα στην ελληνική μουσική, θα συνεχίσει μια ανεξάρτητη (η λέξη κυριολεκτεί) πορεία δίνοντάς μας εξαιρετικά δείγματα ενός προσωπικού, ειλικρινούς και αυθεντικού μουσικού λόγου. Εδώ, βέβαια, δεν θα μιλήσω για τη μουσική πλευρά αυτής της παραγωγής, αφού, παρά την πολλή ή λίγη μου συνάφεια με τον μουσικολογικό στοχασμό τού Τέοντορ Αντόρνο, περί τούτων μάλλον έχω μεσάνυχτα και σε καμιά περίπτωση δεν είμαι ο καθ ύλην αρμόδιος. Θα σταθώ, λίγο μονάχα, στον τελευταίο του δίσκο «Ήσυχα τραγούδια για ανέμελα λιβάδια» που, για εμένα, εμπεριείχε δύο μικρές εκπλήξεις. Η πρώτη που με συγκίνησε και με παρακίνησε σε μια προσεκτικότερη ακρόαση-ανάγνωση, όπως επίσης και στην καταγραφή ετούτων των λογισμών, ήταν σημειολογικού χαρακτήρα. Έτσι ως μότο στη συλλογή ποιημάτων που συνοδεύει το σιντί[1] ο Αγγελάκας διάλεξε μια φράση του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου από ένα δοκίμιό του για τον Μανόλη Αναγνωστάκη: «Η ανθρωπιά άοπλη συντρίβεται και ένοπλη αυτοαναιρείται», έτσι λέει η φράση του Λυκιαρδόπουλου.  Η έκπληξη ξεκινάει από το απρόσμενο, για εμένα, γεγονός ότι ένας δημιουργός από μια φαινομενικά ξένη πολιτιστική «ενορία»  συναντά τη σκέψη ενός στοχαστή, δοκιμιογράφου και ποιητή, ο οποίος με θαυμαστή δεξιο(και αριστερο)τεχνία κατορθώνει να λανθάνει βιών και να δημιουργεί, σχεδόν απαρατήρητος, με τις Μαρτυρίες, τις σημειώσεις και τον «Έρασμό» του, ένα καλαίσθητο και ευαίσθητο, εξαίσια έντιμο και εξαιρετικά κριτικό, ελευθεριόφρον πνευματικό έργο. Η δεύτερη έκπληξη, για την οποία κατιτίς έχω να πω κι εγώ, είναι τα ίδια τα στιχάκια τόσο τα μελοποιημένα όσο και αυτά που συνοδεύουν σε ένα μικρό βιβλιαράκι το σιντί.
Ήδη από την αρχή του βιβλιαρακίου με παραδειγματική ποιητική παρρησία ο Αγγελάκας δηλώνει ότι δεν ζηλώνει την δόξαν ποιητού, έχοντας βαθιά αυτοσυνειδησία των κοινωνικών όρων κάτω από τους οποίους γράφει. Μια αυτοσυνειδησία που σπανίζει στους περισσότερους νέους (και όχι μόνον) ποιητές, οι οποίοι χωρίς να αναρωτιούνται και πολύ αν εντός τους τρεμοσβήνει, σαν εκείνο το αφτούμενο ερωτοκρίτειο κεράκι, ένα κίνημα της ψυχής, με έναν υπερτροφικό ναρκισσισμό φαντασιώνονται «δόξα, γροθιές» και Νόμπελ σε έναν τόπο που, όπως έγραφε  ο Θωμάς Γκόρπας: «οι μισοί Έλληνες γράφουν ποιήματα/οι άλλοι μισοί δεν διαβάζουν τίποτα». Γράφει λοιπόν ο Αγγελάκας:
Το μέλλον είν’ η πατρίδα μου/ Την άφησα να καταρρέει, να φλέγεται/ Και το σκασα/ Λαθρεπιβαίνοντας /Στο απελπισμένο όνειρο ενός παιδιού/ Και να μαι τώρα εδώ/ Να εμπορεύομαι το θρήνο μου/ Και τους δυσοίωνους χρησμούς μου
Και δίπλα σε αυτή την κριτική περιγραφή της ίδιας της διαδικασίας γραφής σε όλα τα στιχάκια υποφώσκει η συνείδηση (ενάντια σε μια, λαθεμένα προσγραφόμενη στον Μιχαήλ Μπαχτίν, θεώρηση περί μονολογικότητας της ποίησης) ότι και ο λόγος ο ποιητικός είναι ένας λόγος  βαθιά διαλογικός. Πώς αλλιώς, αφού ακόμα και η ίδια η ατομική και «μοναχική» συνείδηση, όπως έρχεται να μας πει ο Λεβ Σεμιόνοβιτς Βιγκότσκι, δεν είναι τίποτε άλλο παρά κοινωνικός διάλογος με τον εαυτό μας. Γι αυτό και ο Αγγελάκας μπορεί διαλογικότατα να φθέγγεται πρός εαυτόν στο «Αγαπητέ Γιάννη» πως η ποίηση δεν είναι τίποτε άλλο πάρεξ μια αυτοανακριτική διαδικασία που διερευνά με οδυνηρή ηδονικότητα το αενάως επανερχόμενο ερώτημα για το αειθαλές «κακούργημα» του λόγου και της ύπαρξης (ερώτημα δύσκολο και μάλλον αναπάντητο, και ας γράφει ο Βύρων Λεοντάρης σε έναν σοφό στίχο του: «είμαστε το έγκλημα που μας έγινε»):
Αγαπητέ Γιάννη, δεν είμαι ποιητής/ Ούτε που είχα ποτέ μου τέτοιους πόθους/ Τώρα, αν κάποια βράδια ήσυχα, μακρινά/ Ολομόναχος απολαμβάνω/ Να κρυφακούω τις κουβέντες του εαυτού μου με τον Κόσμο/ Κι ύστερα να τις καταγράφω/ Αυτό ουδόλως έχει να κάνει με την ποίηση/ Έχει να κάνει με την ανακριτική μου φύση/ Θέλω, τέλος πάντων, όσο ζω, να βγει ένα πόρισμα/ Εγώ έκανα το έγκλημα;
Οι  άξονες αυτής της ποίησης περιστρέφονται γύρω από τα  αιώνια, ζωντανά και ζέοντα θέματα του ποιητικού λόγου: η σχέση μας με τον εαυτό μας και με τους άλλους, με τη φύση και τη μεταφυσική (φυσικά, υπάρχει και αυτή), τη φθορά και τον έρωτα, το σύμπαν και τον χρόνο, με άλλα λόγια, λόγος γι αυτό που συγκροτεί την ανθρώπινη συνθήκη, αφού δεν χρειάζεται να ξαναπούμε και εδώ πως ο άνθρωπος είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων και των τυραγνισμένων του και ζωοποιών του αντιφάσεων. Έτσι, τη συλλογή επιπλώνουν ποιήματα για τους κεκοιμημένους: τη μάνα «που έζησε τη ζωή της νανουρίζοντας τις πίκρες με γλυκόλογα», τον Παύλο Φύσσα, τον χαμένο φίλο που δεν υπάρχει πια για να «λυπηθεί τη λύπη μας», για τη μουσική που «σώζει τους σωσμένους μα κι αυτό δεν είναι λίγο», για τον «Άγιο Μάρκο τον μπουζουξή τον εκδορέα που γεννά το ελληνικό λαϊκό τραγούδι μέσα στα σφαγεία» και τη διαδικασία οντογένεσης του Ρεμπέτικου («Αγιογραφία (9/8)»), για την ομορφιά που: «μιλεί χωρίς μιλιά, λαλεί ενώ σωπαίνει...».  Στίχος ο τελευταίος που, έστω κι απόμακρα, μάς θυμίζει την ομορφότερη παρήχηση της ποίησής μας (από τον σολωμικό Λάμπρο): «και τραγουδάει και τραγουδώντας κλαίει·/και αυτός: "Μην κλαις, μην τραγουδάς", της λέει».
Το πιο σημαντικό κατά την άποψή μου σε αυτά τα στιχάκια είναι πρώτα απ όλα μια υπόγεια αίσθηση για την κοινωνική ευθύνη της πράξης του λόγου και της γραφής, από τη στιγμή που θα αποφασίσουν να βγουν στο μεϊντάνι ή στο «κλαρί» και να γίνουν δημόσιες. Και αυτό χωρίς ηχηρότητα, δίχως προκηρυξιακό λόγο,  από έναν άνθρωπο εθισμένο στη «διαολοτοξίνη για δίκιο, ομορφιά, χαρά και για ελευθερία». Έναν άνθρωπο που, στο «Η ζώσα μνήμη ξέρει να χορεύει», ξέρει καλά όχι να χορεύει (αυτό δεν μπορώ να το ξέρω), αλλά να δίνει εξαίρετα και ανάγλυφα το εικονοστάσι των δικών του Αγίων και των δικών του δαιμόνων:
Η αυτοκυριαρχία/ Η ορθή απόσταση από το συναίσθημα που οδηγεί στην υψηλή αυτοέκφραση/ Ο σοβαρός, λιτός, αρχέγονος ρυθμός, ευλογημένη επανάληψη/ Η προσήλωση του μουσικού στον χορευτή/ Το μεταφυσικό μέτρημα των βημάτων/ Ο παλμός/ Τα λικνίσματα/ Τα ευγενικά ξεσπάσματα/ Οι απόκοσμοι στροβιλισμοί/ Το σώμα έξω από χώρο και το χρόνο/ Η Αγία Απελευθέρωση/ Ο αυτοσεβασμός/ Η κοινότητα/ Η σκέψη που γυμνάζεται σε υψηλότερες αισθητικές συχνότητες/ Η ζώσα μνήμη/ Όλα όσα τρομάζουν τους μεγαλοαστούς μας που κυβερνάν/ Από πάντα αυτή τη χώρα μισώντας τη
Και το δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει τη συλλογή είναι ο χαμηλός, εξομολογητικός τόνος, η απόλυτη έλλειψη δηθενιάς ή ποιητικής πόζας από έναν δημιουργό που, με έναν σχεδόν καρουζικό τρόπο, θα ορίσει τον εαυτό του ως έναν «φτωχοουρανό καθρεφτισμένο στην απαστράπτουσα λάσπη της γης».
Αλλά, αντί να λογολογήσω κι άλλο για τη συλλογή, θα κλείσω το λιγοστό «κατιτίς» που είχα να πω, με τα λόγια ενός μεγάλου ποιητή τού δικού μας «κλειστού τόπου»:
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές/ μονάχα λίγες στέρνες άδειες κι αυτές που ηχούν και που τις προσκυνούμε, γράφει στο «Ι» του Μυθιστορήματος ο Γιώργος Σεφέρης. Αυτά ακριβώς έχομε. Και, μαζί με τον στεκάμενο κούφιο ήχο από τις άδειες στέρνες, που ακομπανιάρει τη μοναξιά μας, την αγάπη μας, τα σώματά μας, έχομε επίσης και κάποια καμένα λιβάδια (ας ελπίσομε εν αγραναπαύσει) που πάνω τους θροΐζουν ανήσυχα, ανησυχούντα και ανησυχητικά (για τους κεραμεούς και τους φαύλους) τραγούδια και στιχάκια ενίων, κατά κόσμον,  σαλών μουσικών και σαλεμένων ποιητών.
Ευτυχώς.
Και ευοιώνως...
Ο Βασίλης Αλεξίου διδάσκει Θεωρία λογοτεχνίας στο ΑΠΘ

[1] Εννοείται ότι, ενάντια στην άποψη ανελλήνιστων φιλολογούντων που αρνούνται τον εγκλιματισμό μέσα από την ένταξη στο ελληνικό κλιτικό σύστημα των ξενικών εκφράσεων, ακολουθώντας εδώ τον μεγάλο Μανόλη Τριανταφυλλίδη, η γενική της λέξης σιντί είναι: του σιντιού και ο πληθυντικός: τα σιντιά.

Παντελής Χανδρής, Schattenentblösster, άποψη της έκθεσης

Δεν υπάρχουν σχόλια: