28/5/17

Ήττα και ανασύνταξη των κριτικών θεωριών

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΜΠΕΛΑ

Παντελής Χανδρής, Schattenentblösster, άποψη της έκθεσης


RAZMIG KEUCHEYAN, Αριστερό ημισφαίριο: Μια χαρτογραφία της νέας κριτικής σκέψης, μετάφραση : Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Angelus Novus, σελ. 448

Το πανόραμα της κριτικής σκέψης της τελευταίας εικοσιπενταετίας που παρουσιάζει ο Ραζμίγκ Κεσεγιάν (Razmig Keucheyan, 1975-) στο Αριστερό ημισφαίριο (πρώτη έκδοση 2010, δεύτερη επαυξημένη έκδοση 2013) πραγματεύεται και επιδιώκει να εξηγήσει ένα φαινομενικό παράδοξο: Πώς γίνεται μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την παγκόσμια επικράτηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού να έχουν πολλαπλασιαστεί διεθνώς οι κριτικές θεωρίες, δηλαδή οι πολιτικά προσανατολισμένες περιγραφές και αναλύσεις της σύγχρονης πραγματικότητας που θέτουν υπό αμφισβήτηση με συνολικό τρόπο την υπάρχουσα κοινωνική τάξη;
Η πρώτη απάντηση στην απορία είναι απλή και ευθεία, έως κι «αισιόδοξη» θα μπορούσε να την πει κανείς – και ο συγγραφέας δεν αργεί πάνω από δύο σελίδες για να την αρθρώσει: «Το στοιχείο του νέου στις κριτικές θεωρίες συνδέεται στενά με την ανακαίνιση της κοινωνικής και πολιτικής κριτικής σκέψης από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 και μετά, συνεπεία γεγονότων όπως οι γαλλικές απεργίες του Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου του 1995, οι διαδηλώσεις ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου στο Σιάτλ το 1999 ή το πρώτο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ στο Πόρτο Αλέγκρε το 2001».

Αυτό μας υπενθυμίζει ότι η «παγκόσμια επικράτηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού» δεν είναι ένα μονοσήμαντο και αδιαφιλονίκητο φαινόμενο (όπως θα ήθελαν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι διάφοροι απολογητές του συστήματος), ούτε σηματοδοτεί εκείνο το διαβόητο, και ευτυχώς απαξιωμένο πια, «τέλος της ιστορίας» που κηρύχθηκε άμα τη πτώσει του Τείχους του Βερολίνου το 1989. Πολλές ήταν οι έμπρακτες αμφισβητήσεις της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης τις τελευταίες δυόμισι δεκαετίες, με άξονα αναφοράς το πολυσχιδές «κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης», το οποίο είναι μεν περισσότερο γνωστό για τις διαδηλώσεις ανά τον κόσμο με αφορμή κάποια διακρατική «σύνοδο κορυφής» στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ωστόσο, όπως δείχνει ο Κεσεγιάν, στην πραγματικότητα εκτείνεται από τα γεγονότα της πλατείας Τιενανμέν το 1989 μέχρι και σήμερα.
Από μία άποψη, είναι επόμενο μια τέτοια πολύμορφη και διεθνής αμφισβήτηση να βρει έκφραση στο θεωρητικό πεδίο, με έναν γαλαξία κριτικών στοχαστών για τις οποίες και τους οποίους ο πίνακας περιεχομένων του Αριστερού ημισφαίριου δίνει απλώς μια ιδέα. Από το «κέντρο» της σύγχρονης κριτικής (και όχι μόνο) σκέψης, την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, ας αναφέρουμε ενδεικτικά τους Μάικλ Χαρντ και Τόνι Νέγκρι, Λίο Πάνιτς, Ρόμπερτ Κοξ, Ντέιβιντ Χάρβεϊ, Μπένεντικτ Άντερσον, Γιούργκεν Χάμπερμας, Τζόρτζιο Αγκάμπεν, Ρόμπερτ Μπρένερ, Τζοβάνι Αρίγκι, Έλμαρ Αλτφάτερ, Λικ Μπολτανσκί, Ζακ Ρανσιέρ, Αλέν Μπαντιού, Ντόνα Χάραγουεϊ, Τζούντιθ Μπάτλερ, Ε. Π. Τόμσον, Έρικ Όλιν Ράιτ, Νάνσι Φρέιζερ, Άξελ Χόνετ και Φρέντρικ Τζέιμσον· από την «περιφέρεια», ξεχωρίζουν ο Παλαιστίνιος Έντουαρντ Σαΐντ, ο Σλοβένος Σλαβόι Ζίζεκ, ο Αργεντινός Ερνέστο Λακλάου, η Τουρκάλα Σίλα Μπενχαμπίμπ, ο Βραζιλιάνος Ρομπέρτο Μανγκαμπέιρα Ούνγκερ, ο Μεξικανός Νέστωρ Γκαρσία Κανκλίνι, ο Ιάπωνας Κοζίν Καρατάνι, ο Ινδός Χόμι Μπάμπα, ο Καμερουνέζος Ασίλ Μπέμπε, ο Κινέζος Γουάνγκ Χούι, ο Περουβιανός Άνιμπαλ Κιχάνο και ο Βολιβιανός (και αντιπρόεδρος της χώρας του) Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη απάντηση στην αρχική απορία, πιο περίπλοκη και πιο έμμεση, έως και «απαισιόδοξη», της οποίας η ανάπτυξη γίνεται ουσιαστικά σε όλη την έκταση του βιβλίου, καθώς απαιτεί τόσο μια εμβάθυνση στο περιεχόμενο των νέων κριτικών θεωριών όσο και μια ανάλυση των συνθηκών εμφάνισης της καθεμίας και όλων μαζί ως corpus, υπό το πρίσμα μιας επεξεργασμένης κοινωνιολογίας της γνώσης (ο Κεσεγιάν άλλωστε είναι πρωτίστως ένας σημαντικός κοινωνιολόγος των ιδεών, κριτικών και μη). Στο πλαίσιο αυτής της απάντησης, δεν είναι διόλου αδιάφορο ότι ενώ «μέχρι το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, το επίκεντρο των κριτικών θεωριών βρισκόταν στη δυτική και ανατολική Ευρώπη, σήμερα έχει μετατοπιστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες – είτε επειδή από εκεί κατάγονται οι συγγραφείς αυτών των θεωριών, είτε, όποτε δεν συμβαίνει αυτό, επειδή διδάσκουν σε πανεπιστήμια των ΗΠΑ». Ταυτόχρονα, και με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις (π.χ. τον Έντουαρντ Σαΐντ μέχρι πριν από λίγα χρόνια ή τον Άλβαρο Γκαρσία Λινέρα έως σήμερα), οι νέοι κριτικοί θεωρητικοί, εκείνοι δηλαδή που, ανεξαρτήτως ηλικίας και προηγούμενης δραστηριοποίησης, είδαν τις θεωρίες τους να προβάλλουν στον παγκόσμιο χάρτη της κριτικής σκέψης τις τελευταίες δυόμισι δεκαετίες, είναι στην πλειονότητά τους πανεπιστημιακοί, όχι πολιτικοί με την ευρύτερη έννοια του όρου, ηγέτες μαζικών κομμάτων (όπως συνέβαινε την εποχή των «κλασικών» του μαρξισμού) ή ενεργά μέλη εκτεταμένων ανταγωνιστικών κινημάτων (όπως συνέβαινε τις δεκαετίες του 1960 και του 1970).
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι οι κριτικές θεωρίες, όσο κι αν αμφισβητούν το κυρίαρχο σύστημα, το ακολουθούν συγχρόνως κατά πόδας στην εξέλιξή του, παραμένουν δέσμιες των αναγκαιοτήτων που επιβάλλει: ένταξη και εν μέρει αφομοίωση της κριτικής σκέψης στα ηγετικά πανεπιστημιακά ιδρύματα του κόσμου (με πρώτα τα αμερικανικά), απώλεια της εμπλοκής και της επιρροής των κριτικών διανοούμενων στην πρακτική πολιτική, και, το σημαντικότερο, κατακερματισμός (ενίοτε υπό τον μανδύα της «ειδίκευσης») στο περιεχόμενο των κριτικών θεωριών, σε αντιστοιχία με τον παγκόσμιο κατακερματισμό των κινημάτων αμφισβήτησης. Από την άποψη της ενότητας στη θεωρία και της ενοποίησης θεωρίας και πράξης που κήρυσσε και υλοποιούσε μέχρι τη δεκαετία του 1970 –έστω και με πλείστες όσες εντάσεις, διαφωνίες και συγκρούσεις, ή ίσως ακριβώς χάρη σε αυτές– ένα καθολικό μοντέλο κριτικής όπως ο μαρξισμός, η σημερινή κατάσταση μπορεί να φαντάζει προβληματική και δυσοίωνη.
Και αυτό όμως είναι λογικό κι επόμενο, διότι οι νέες κριτικές θεωρίες γεννιούνται από μια ήττα, όπως λέει εξαρχής ο Κεσεγιάν: την ήττα της περιόδου 1977-1993, που γνώρισε την καθολική επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο. Είτε οι νέοι κριτικοί στοχαστές κατάγονται απευθείας από τη «νέα αριστερά» της περιόδου 1956-1977 είτε –οι νεότεροι στην ηλικία– δραστηριοποιήθηκαν μετά το 1993, φέρουν τα σημάδια αυτής της ζοφερής δεκαπενταετίας (χονδρικά, του «μεγάλου εφιάλτη» της δεκαετίας του 1980) κατά την οποία επιβλήθηκαν και έγιναν αποδεκτοί τόσοι και τόσοι συμβιβασμοί στη θεωρία και στην πράξη. Ο «ιδρυματισμός» και ο κατακερματισμός είναι δύο προεξάρχουσες τέτοιες συνέπειες, αλλά μπορεί κανείς να διαγνώσει κι άλλες: για παράδειγμα, αμφιλεγόμενες συστηματικές θεωρήσεις της σημερινής τάξης πραγμάτων ως «αμερικανοκρατούμενης», «γνωσιακού καπιταλισμού», πεδίου του «επικοινωνιακού πράττειν» ή αγώνων για την «αναγνώριση», που, καθεμιά με τον τρόπο της, αμβλύνει την κριτική του υπάρχοντος, προωθώντας μέχρι τις μέρες μας ή, στην καλύτερη περίπτωση, αναδιατάσσοντας τους «ιστορικούς συμβιβασμούς» της δεκαετίας του 1980· ή, στο επίπεδο της υποκειμενικότητας, μια έκρηξη των μερικών «ταυτοτήτων» (πολιτισμικών, κοινοτικών, εθνοτικών, έμφυλων) που απειλεί να οδηγήσει δυνητικά στην εξαφάνιση κάθε μορφής συλλογικού υποκειμένου ικανού να διεκδικήσει έμπρακτα την ανατροπή της κυρίαρχης τάξης.
Ο Κεσεγιάν, βέβαια, αν και δείχνει πλήρη επίγνωση των κινδύνων, δεν παύει να έχει διαρκώς μπροστά στα μάτια του και την απλή, ευθεία και «αισιόδοξη» απάντηση στο παράδοξο που συνιστά η σύγχρονη κριτική σκέψη. Άλλωστε, σε συνθήκες παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, σαν αυτή που έχει ξεσπάσει κατάφωρα την τελευταία δεκαετία και στην οποία τα ίδια τα ηγετικά κλιμάκια του κλυδωνιζόμενου συστήματος δεν ξέρουν ποιον δρόμο να ακολουθήσουν, θα ήταν υπερβολικό να απαιτεί κανείς από τις κριτικές θεωρίες να υποδείξουν και ένα ενιαίο συλλογικό υποκείμενο αμφισβήτησης, ανάλογο της πάλαι ποτέ βιομηχανικής εργατικής τάξης, και έναν ενιαίο δρόμο υπέρβασης της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης. Αν η σημερινή περίοδος ιδωθεί σαν διάστημα ανασύνθεσης, επεξεργασίας και αναμονής, τότε έχει σημασία να διατηρηθεί η πολυπρισματικότητα των αναλύσεων, η πολυμορφία των θεωριών, των θεματικών και των υποκειμενικοτήτων, όπως επίσης και η διαλεκτική ιστορική διάσταση (η εμμονή δηλαδή του παλιού μέσα στο νέο, αλλά και η ύπαρξη του νέου μέσα στο παλιό), ώστε η ριζοσπαστική σκέψη και πράξη να έχει ακέραιο το απόθεμα των δυνατοτήτων της και μαζί με αυτό μια ασφαλή πυξίδα για το μέλλον. Το Αριστερό ημισφαίριο ανταποκρίνεται ιδανικά και στις δύο αυτές απαιτήσεις.

Ο Γιώργος Καράμπελας είναι μεταφραστής

Δεν υπάρχουν σχόλια: