7/5/17

Ο ατεχνόφοβος Βάρναλης

Ειδομειξία, λογομειξία, μεταμυθοπλασία

Νίκος Νικολάου, Μορφές, 1978, μελάνι σε χαρτί, 25 x 32,5 εκ.


ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ

Ποια σχέση μπορεί να έχει ο Βάρναλης με τη μεταμυθοπλασία; Φαινομενικά καμιά. Και όμως, αν κανείς δεν κατατριβεί με σχολαστικιστικές οριοθετήσεις-οριολογήσεις του όρου σίγουρα θα βρει στοιχεία μεταμυθοπλασίας στο βαρναλικό έργο, όπως βέβαια και σε άλλους συγκαιρινούς του ή προγενέστερους λογουργούς. Αυτό, βέβαια, που θέλομε να πούμε δεν είναι ότι ο Βάρναλης είναι ...«μεταμοντέρνος», αλλά το ότι η μεταμυθοπλασία δεν είναι αποκλειστικά μεταμοντέρνο δημιούργημα (αν και αυτό το μαγματώδες κα πρωτεϊκό συνονθύλευμα που ονομάστηκε «λογοτεχνικός μενταμοντερνισμός» σίγουρα «έπαιξε» μπόλικα, άλλες φορές δημιουργικά και άλλες μάλλον εγκεφαλικά και άτεχνα, μαζί της), αλλά κάτι που το συναντάμε σε πολλά άλλα έργα της νεωτερικής και της προνεωτερικής λογοτεχνίας (με ή χωρίς εισαγωγικά).
Αλλά ας ξεκινήσομε με τον κλασικό ορισμό της έννοιας, όπως μάς τον δίνει η Patricia Waugh: «Η μεταμυθοπλασία είναι ένας όρος που έχει αποδοθεί στη μυθιστορηματική γραφή, η οποία συνειδητά και συστηματικά επισύρει την προσοχή μας στην κατάστασή της ως κατασκευής, έτσι που να προκαλεί ερωτηματικά για τη σχέση φαντασίας και πραγματικότητας».[1] Σημαντικό εργαλείο σε αυτήν τη συνειδητή και συστηματική υπενθύμιση του έργου ως artefactum (και όχι μόνο στο πλαίσιο της μυθιστορηματικής γραφής) παίζει, ακριβώς, η διασάλευση των παραδειγματικών και παραδεδομένων συνόρων ανάμεσα στα ποικίλα είδη του λόγου, με τη μορφή είτε της ειδομειξίας είτε της αμφισβήτησης των καταστατικών συμβάσεων που συγκροτούν την ιστορικά διαμορφωμένη και διαμορφούμενη ύπαρξή τους.

Μιλώντας συγκεκριμένα για τον Βάρναλη, και στα ποιητικά του έργα (Το Φως που καίει και οι Σκλάβοι πολιορκημένοι) και στα πεζά του της ίδιας δημιουργικής δεκαετίας (Ο λαός των Μουνούχων και Η αληθινή απολογία του Σωκράτη) όχι μόνο γίνεται ποικιλότροπα κατάδηλος ο τεχνηματικός χαρακτήρας της γραφής, αλλά ταυτόχρονα έχομε μια παρώδηση, υπεξαίρεση ποικίλων λόγων και «γραφών» και, άλλες φορές πάλι, μια ιερόσυλη (σωστότερα ειδόσυλη) ανάμειξη, παραβίαση των κλασικών κανόνων σε σχέση με την «καθαρότητα» των επιμέρους λογοτεχνικών ειδών. Απώτερος στόχος του Βάρναλη, με τη χρήση αυτών των τεχνικών (devices, καταπώς θα το ’θελε η, αγγλιστί μεταφρασμένη, ιδιόλεκτος των ρώσων φορμαλιστών), τεχνασμάτων και μέσων (που για τον Βάρναλη είναι πάντα μέσα και ποτέ αυτοσκοποί), δεν είναι να πει πως τα πάντα είναι ...κατασκευή, αλλά να χειραφετήσει την ανάγνωση (κάνοντάς την έτσι κριτική) από τις δουλείες ψευδαισθήσεων, φαντασιώσεων και ενσυναισθήσεων, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που επεδίωκε τα παραπάνω η μπρεχτική Verfremdung.
Αλλά εδώ θα μας απασχολήσει, έστω και σύντομα, ένα μικρό απόσπασμα από την κλασική μελέτη τού Βάρναλη Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925) και πιο συγκεκριμένα το υποκεφάλαιο «Φιλολογία και πραγματικότητα» από το δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου. Εκεί, εξαπίνης και ευτόλμως, παρεισφρέει, ρηγματώνοντας τη μέχρι τότε φιλοσοφική, δοκιμιακή, ειρωνική γλώσσα και τη νομοταγή και ειδοταγή ροή της γραφής, μια ζωντανότατη λογοτεχνική περιγραφή της καθημερινής ζωής της Κέρκυρας των χρόνων του Σολωμού, προκαλώντας στον αναγνώστη, πέρα από απόλαυση, ερωτηματικά (και αυτό με έναν «συνειδητό» και «συστηματικό» τρόπο») για τις σχέσεις «φιλολογίας και πραγματικότητας», για τις σχέσεις ανάμεσα στη «γυμνή», ωμή ζωή και τη θεώρησή της, την καταγραφή της ή τη λογοτεχνική, ιστορική ή φιλοσοφική «πρωτοκόλλησή» της. Το στοιχείο αυτό δεν πέρασε καθόλου απαρατήρητο από την κριτική. Όπως παρατήρησε πρώτος ένας από τους πλέον εξέχοντες κριτικούς τού καιρού του, ο Κλέων Παράσχος, το έργο:
«κινεί σε μεγάλο βαθμό το ενδιαφέρον μας, και διά την μαχητικότητα του συγγραφέως, και διά την τελείαν γνώσιν των ζητημάτων περί των οποίων πραγματεύεται και διά την οξυτάτην σατυρική του διάθεση, και διά την αναλυτική του ικανότητα, και διά τον ζωηρότατο, τέλος, ιστορικό πίνακα της ξενοκρατούμενης Επτανήσου που έχει παρεμβάλει εις το έργον του ο συγγραφέας».[2]
Ενώ ένας νεώτερος κριτικός θα γράψει:
«Όμως η εικόνα και η βίωση του κόσμου που θα μας προσφέρει η ώριμη ποίησή του είναι ουσιωδώς νεωτερική. Γιατί οι ποιητικοί του τρόποι υπερβαίνουν κατά πολύ το απλουστευτικό εύσημο του “ελεύθερου στίχου”, ελευθερώνοντας τις μορφές και καταργώντας τα στεγανά των λογοτεχνικών ειδών. Ακόμα και στο δοκίμιό του, “Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική”, θα εισαγάγει μέσα στη ροή του δοκιμιακού λόγου, με πάσα φυσικότητα, ένα ακραιφνές διήγημα – αυτός, ο “παραδοσιακός”...» [3]
Αυτός, λοιπόν, ο «ιστορικός πίνακας» ή, αλλιώς, το «ακραιφνές διήγημα» αναδημοσιεύεται σήμερα εδώ στις καταστατικά βαρναλόφιλες σελίδες των «Αναγνώσεων». Βέβαια, δεν είναι μόνον αυτή η λογοτεχνική πινελιά που ομορφαίνει και ελαφραίνει με το ζωντανό, παιγνιώδες, αντιακαδημαϊκίστικο, μορφικά ελευθεριακόφρον ύφος της την όλη σύνθεση, παίζοντας με τους όρους, τα όρια και τους ορίζοντες των επιμέρους ειδοκατεστημένων λόγων. Όπως παρατηρεί ο επιμελητής τής επανέκδοσης τού βιβλίου, Γιώργος Βελουδής:
«Ειδικότερα η παρουσία του λογοτέχνη Βάρναλη μέσα στον θεωρητικό Βάρναλη –και αντίστροφα– καταφαίνεται λ.χ. σε τρεις διαφορετικές αλλά ομόκεντρες “λογοτεχνικές” παρεμβολές σ’ ένα εξ ορισμού και από πρόθεση θεωρητικό έργο, όπως είναι το Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική: α) η παρωδία της “φρασεολογία(ς) και τη(ς) διανοητικότητα(ς) του Μεταφιλισταίου”, δηλαδή του Αποστολάκη, με την οποία κατακλείεται το Α΄ κεφάλαιο (σ. 68-70) και με την οποία επιτυγχάνεται μια “ειρωνική” αναίρεση του αντιπάλου του μέσω της “εις άτοπον απαγωγής”· β) [μια αναπαράσταση της κοινωνικής ζωής στα Επτάνησα] που είναι πολύ πιο ζωντανή και πειστική από μιαν επιστημονική αναπαράσταση ή έκθεσή της· γ) η δική του, πλήρης, αν και πεζή μετάφραση (παράφραση) –αναμφίβολα από τα γαλλικά– της διάσημης μπαλάντας του Schiller Η εγγύηση (Die Bürgschaft) ... επί τη βάσει της οποίας ο Βάρναλης επιχειρεί να εικονογραφήσει “ερμηνευτικά” την “αρχή της πνευματικής ελευθερίας” στον Schiller».[4]
Έτσι, λοιπόν, ανενδοίαστα θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς πως αυτή η βέβηλη ανάμειξη ειδών και λόγων, αυτή η ατεχνόφοβη (κατά το «αθεόφοβη») πολλές φορές ειδομειξία ή λογομειξία, παράλληλη (το είπαμε και παραπάνω), ανεπίγνωστα βέβαια, εν πολλοίς της αναδυόμενης, την ίδια περίοδο, μπρεχτικής ποιητικής, είναι βασικό χαρακτηριστικό της λογοδομίας τού Βάρναλη στη δημιουργική του δεκαετία. Αλλά, βέβαια, αυτά έχουν ειπωθεί και αλλού. Εδώ απλώς να παρατηρήσομε ότι και σε αυτό το μικρό απόσπασμα ο Βάρναλης αναδεικνύεται ένας μάστορας του λόγου. Πιθανόν εν μέρει «παλιακός» και «παραδοσιακός» (και όχι νεωτερίζων μόνο και μόνο για τον νεωτερισμό-noveauté[5]), αλλά μάστορας. Αφού, όπως έγραφε ο Έζρα Πάουντ το 1913, στο Patria mia: στο πλαίσιο των «βιομηχανικών συνθηκών» «η καλή δουλειά δεν υπάρχει πλέον». Και μονάχα όσοι είναι παλιακά νεωτεριστές ή νεωτερικά παλιακοί μπορούν να «κάνουν καλά τη δουλειά τους» και να είναι και μεγάλοι μάστορες, και έτσι εμείς να μπορούμε να διαβάζομε ή να υπονοούμε (ακόμη και αν δεν γράφεται) στο τέλος της ανάγνωσης εκείνο το προσίδιον των παλιών μαστόρων: Me Varnalis fecit.

Ο Βασίλης Αλεξίου διδάσκει Θεωρία της λογοτεχνίας στο ΑΠΘ


[1]Metafiction. The Theory and Practice of Self-conscious Fiction, Νέα Υόρκη 1984, Methuen, σ. 2.
[2] Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική, φιλολογική επιμέλεια Γ. Βελουδής, Αθήνα 2000, εκδόσεις Κέδρος, σ. 207.
[3] Κώστας Βούλγαρης, «Κώστας Βάρναλης. Μοναδικός, μοναχικός, μεγάλος», ένθετο «Αναγνώσεις», Κυριακάτικη Αυγή, 1 Μαρτίου 2015.
[4] Ο Σολωμός..., ό.π., σ. 168.
[5] Πρβλ. σχετικά: «Ο νεωτερισμός (noveauté), από αισθητική άποψη, είναι ένα προϊόν του γίγνεσθαι, η ιδιοποιημένη μάρκα των καταναλωτικών αγαθών που τα κάνει να διακρίνονται από την πάντοτε ίδια προσφορά, να ερεθίζουν, υπακούοντας στις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου, το οποίο, όταν δεν επεκτείνεται –στη γλώσσα της κυκλοφορίας: όταν δεν προσφέρει κάτι νεώτερο–, μειονεκτεί στον ανταγωνισμό. Το Νέο είναι το αισθητικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της διευρυμένης αναπαραγωγής, μαζί με την υπόσχεσή της για απεριόριστη αφθονία», Theodor W. Adorno, Αισθητική θεωρία, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Αθήνα 2000, εκδ. Αλεξάνδρεια, σ. 47.

Δεν υπάρχουν σχόλια: