Τρία λάθη
και μία ελπίδα
ΤΟΥ ΕΤΙΕΝ
ΜΠΑΛΙΜΠΑΡ
[Απομαγνητοφώνηση της
παρέμβασης του γάλλου φιλοσόφου, Ετιέν Μπαλιμπάρ, κατά την παρουσίαση της
ελληνικής έκδοσης του βιβλίου του Ευρώπη: κρίση και τέλος; (Ταξιδευτής,
Αθήνα 2016) στη Στοά του Βιβλίου, στις 13/1/2017. Στην επιμέλεια συνέβαλαν ο
Άκης Γαβριηλίδης, ο Μιχάλης Μπαρτσίδης και η Μαρία Σαρρή]
Το βιβλίο αυτό δεν είναι ένα βιβλίο
για την Ελλάδα και για την κρίση της. Διότι δεν θα είχα, βέβαια, την φιλοδοξία
να εξηγήσω στους Έλληνες ή και στους άλλους Γάλλους και Ευρωπαίους πολίτες τι
συμβαίνει στην Ελλάδα και πού οφείλεται αυτή η κρίση. Φιλοδοξία μου ήταν να
παράσχω έναν λόγο, μια κουβέντα ταξιδιάρικη, έναν λόγο ενδιαμέσου και διερμηνέα,
ο οποίος να βοηθά τους Γάλλους και Ευρωπαίους πολίτες να καταλάβουν γιατί η
τύχη της Ελλάδας είναι και δική τους. Επίσης, γιατί σε αυτή την κρίση
διακυβεύεται και για αυτούς αυτό που παίχτηκε για σας, καθώς είστε και σεις
φυσικά Ευρωπαίοι πολίτες και ό,τι ισχύει για σας θα ισχύει και για αυτούς.
Το βιβλίο αυτό είναι κάτι σαν
πολιτικό ημερολόγιο ή ένα χρονικό μιας υπαρξιακής κρίσης της Ευρώπης. Δεν
περιέχει κάποιο πρόγραμμα ούτε μια πλήρη εξήγηση όσων συνέβησαν ή θα συμβούν.
Θα βρίσκαμε μάλιστα κάποια ελαττώματα τα οποία με τον καιρό καθίστανται ορατά.
Προσωπικά ασκούμαι στο να σφάλλω και στο να αναγνωρίζω τα σφάλματά μου· υπάρχει
μια ολόκληρη παράδοση, ξεκινώντας απ' τον Σωκράτη, κατά την οποία το σφάλμα
είναι πηγή διδαχής και γνώσης. Γι αυτό σήμερα θα ήθελα να αναφερθώ σε ορισμένα
από αυτά. Θα μιλήσω εδώ για τρία σημεία στα οποία έπεσα έξω, έσφαλα, καθώς
αναγνωρίζω ότι έτσι όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα δεν επαληθεύτηκαν οι
εκτιμήσεις, οι ελπίδες και οι προσδοκίες μου.
Η απομόνωση του Τσίπρα
Το πρώτο σημείο αφορά την έκβαση
της διαπραγμάτευσης σε επίπεδο ευρωπαϊκών θεσμών σχετικά με το ελληνικό ζήτημα.
Όπως γνωρίζουμε, μετά το δημοψήφισμα, η ελληνική κυβέρνηση προσήλθε στην
Ευρωομάδα λέγοντας ότι έχει εντολή να διαπραγματευθεί μία λύση που να βασίζεται
στην παραμονή της Ελλάδας στην ΕΕ και στην αλλαγή της οικονομικής πολιτικής,
αλλά συνάντησε την πλήρη άρνηση της διευθύνουσας ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στη συνέχεια, επέλεξε να δεχθεί μια συμφωνία με σκοπό να συνεχίσει με μια νέα
εντολή σε μετασχηματισμό των όρων της συμφωνίας. Δέχτηκε σκληρή κριτική γι’
αυτή την επιλογή, καθόσον θεωρήθηκε ως μια επιλογή μη συμβατή με την αριστερά.
Εντούτοις, παρά την ματαίωση των προσδοκιών και την απόγνωση που ακολούθησε, τότε
εγώ, μαζί με δύο άλλους φίλους, συντρόφους και θεωρητικούς από την Ιταλία (S. Mezzadra) και τη Γερμανία (F.O. Wolf) επιλέξαμε να γράψουμε ένα άρθρο στο οποίο δεν
καταδικάσαμε αυτή τη στάση, αλλά την υποστηρίξαμε, με την έννοια ότι αυτή δεν
σημαδεύει το τέλος της αντίστασης του ελληνικού λαού αλλά τη συνέχισή της με
άλλους τρόπους. Την εκτίμηση αυτή την βασίζαμε στη διαπίστωση ότι υπάρχουν αντιθέσεις
και αποκλίσεις ανάμεσα στο ΔΝΤ και την Τρόικα, και επίσης ανάμεσα στους λαούς
και τις κυβερνήσεις των διάφορων ευρωπαϊκών χωρών. Όπως βέβαια είδαμε, τέτοια ευνοϊκή
εξέλιξη των αντιθέσεων δεν υπήρξε, αντιθέτως επιβλήθηκε η γραμμή του Υπουργείου
Οικονομικών της Γερμανίας. Υπήρξε σιωπή και έλλειψη συμπαράστασης· ιδίως η γαλλική
κυβέρνηση δεν τόλμησε να διαφοροποιηθεί. Το αποτέλεσμα ήταν η ελληνική κυβέρνηση
να βρεθεί τελείως απομονωμένη.
Ποιο συμπέρασμα λοιπόν πρέπει να
βγάλουμε από αυτό το σφάλμα; Δεν σκοπεύω ούτε τώρα να μετατραπώ σε εισαγγελέα και
να αρχίσω να καταγγέλλω την κυβέρνηση ή τον έναν ή τον άλλον. Πιστεύω ότι
πρέπει να ξεκινήσουμε έναν προβληματισμό σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να σκεφτούμε τις
αντιθέσεις που υπάρχουν μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και γενικότερα, και να
προβληματιστούμε για την φύση των δυνάμεων αυτών που μας συντρίβουν και που σε τελική ανάλυση ανάγονται σε δύο
παράγοντες: την απο-δημοκρατικοποίηση και την υπαγωγή της πολιτικής στους
κανόνες της νεοφιλελεύθερης χρηματιστηριακής οικονομίας. Στο μεταξύ, όπως
ξέρετε υπήρξαν οι εκλογές στις ΗΠΑ και έρχονται και άλλες εκλογές στη Γαλλία, και
αυτές πιστεύω ότι επιβεβαίωσαν και θα επιβεβαιώσουν πόσο τεράστιες είναι αυτές
οι δυνάμεις που ενεργούν και εμποδίζουν αυτά τα οποία ελπίζαμε ότι θα γίνονταν.
Η Μέρκελ, οι πρόσφυγες, η Ελλάδα
Το δεύτερο λάθος έχει σχέση με το
προσφυγικό. Όταν ξέσπασε το προσφυγικό, η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα
Μέρκελ όπως ξέρετε πήρε αυτή την απόφαση, ουσιαστικά να ανοίξει τα σύνορα σε
πολλές εκατοντάδες χιλιάδες, σχεδόν ένα εκατομμύριο πρόσφυγες από την Μέση Ανατολή
και ειδικά από την Συρία. Μολονότι είχαμε αντιληφθεί ότι η απόφαση αυτή ήταν
μονομερής και θα γεννούσε εμπόδια, εγώ διατύπωσα την πρόβλεψη ότι αυτό ανοίγει
ένα πεδίο μετασχηματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι ουσιαστικά αποτελεί ένα
είδος «δημογραφικής διεύρυνσης» και ότι αυτό το ζήτημα μπορεί να αντιμετωπιστεί
με το πέρασμα σε ένα νέο στάδιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με το άνοιγμα ενός
καινούριου κεφαλαίου. Αυτό όμως δεν έγινε, διότι υπήρξε έντονη αντίδραση από μια
συμμαχία κρατών – λέμε για την Πολωνία και για τις χώρες του Βίζεγκραντ, αλλά
και η στάση της Γαλλίας δεν ήταν καθόλου διαφορετική σε αυτό το ζήτημα. Σχεδόν
όλες οι χώρες, με την εξαίρεση της Ελλάδας, αντέδρασαν και μπλόκαραν αυτό το
άνοιγμα· η ξενόφοβη δεξιά και στην ίδια την Γερμανία σημείωσε άνοδο, και αυτό
ανάγκασε την Μέρκελ να οπισθοχωρήσει, χωρίς ωστόσο να έχει τελείως εγκαταλείψει
αυτό το σχέδιο.
Τι να σκεφτούμε λοιπόν γι’ αυτό το
ζήτημα; Βλέπουμε πώς εξελίχθηκε η κατάσταση στο μεταξύ, και σεις το βλέπετε
καλύτερα από όλους γιατί βρίσκεστε στην πρώτη γραμμή· βλέπουμε πώς επιδεινώνεται
η κατάσταση στην άλλη πλευρά της Μεσογείου: στην Τουρκία είχαμε αυτό το
αντι-πραξικόπημα που εξελίσσεται συνεχώς τις τελευταίες εβδομάδες – και φυσικά ένα
«αντι-πραξικόπημα» είναι και αυτό ένα πραξικόπημα, γιατί όπως έλεγε ο δάσκαλός
μου ο Αλτουσέρ, κάτι που είναι αντι-κάτι είναι επίσης αυτό το κάτι: π.χ.
μία αντι-μεταβίβαση είναι και αυτή μεταβίβαση, ένα αντιτορπιλικό είναι και αυτό
τορπιλικό, ρίχνει και αυτό τορπίλες, οπότε η αντίθεση αυτή χάνει το νόημά της.
Πάντως εδώ πρέπει να σας διαβεβαιώσω ότι αυτή η στάση αντίστασης, σε επίπεδο ηθικής,
πολιτικής και πολιτοφροσύνης, έχει ως αποτέλεσμα να είναι λιγότερο μόνος ο ελληνικός
λαός· σας διαβεβαιώ ότι ακούγεται, βρίσκει απήχηση η στάση αυτή σε κόσμο στην
Γαλλία και σε άλλες χώρες, σε ανθρώπους που ψάχνουν τρόπους να σταματήσουν αυτό
τον εγωιστικό εθνικισμό που μας κατακλύζει.
Αντι-λαϊκισμός ή αντίθετος
λαϊκισμός;
Το τρίτο λάθος αφορά το ζήτημα του λαϊκισμού. Αυτό επίσης δεν έχει
επιλυθεί. Ήδη την προηγούμενη φορά που είχα έρθει στην Αθήνα και είχαμε μια
συζήτηση με τον Γιάννη Σταυρακάκη, ο οποίος έχει ασχοληθεί επί μακρόν με το
ζήτημα αυτό, διαπίστωσα ότι υπάρχει εδώ ένα ζήτημα γλωσσικό, απόδοσης των όρων.
Διότι αν πούμε στα γαλλικά –όπως και στα αγγλικά– anti-populism(e), αυτό έχει διαφορά από το contre-populisme/ counter-populism: το ένα είναι η αντίθεση στον λαϊκισμό γενικώς, ο
αντι-λαϊκισμός· το άλλο είναι ας πούμε «κόντρα λαϊκισμός», ένας λαϊκισμός αντίθετης
κατεύθυνσης. Όπως κι αν έχει, εγώ βεβαίως υποστηρίζω την ιδέα ότι ο λαός είναι
καλό να κινητοποιείται και να συνδέονται αυτές οι κινητοποιήσεις με
κινητοποιήσεις που γίνονται αλλού. Είχα πει λοιπόν ότι χρειάζεται ένας διεθνικός
ευρωπαϊκός λαϊκισμός: να κινητοποιείται ο λαός όχι για το έθνος, για
εγωιστικά συμφέροντα, αλλά για κάτι ευρύτερο. Αυτό ήταν αντίφαση, γιατί όποτε
λέμε για λαϊκισμό τον συνδέουμε με έναν εθνικισμό. Γι’ αυτό λοιπόν κατέληξα
στον contre-populisme, στον αντίθετο
λαϊκισμό. Αλλά διαπίστωνα ότι όσο προχωρούσα προς αυτή την κατεύθυνση, το
ζήτημα αντί να ξεκαθαρίζει μπερδευόταν περισσότερο.
Θα κλείσω με μια πιο θετική νότα σχετικά
με αυτό το τρίτο σφάλμα. Αποφάσισα να εγκαταλείψω αυτό το παιχνίδι με την
έννοια του λαϊκισμού, το κομβικό ζήτημα είναι η αντίθεση, η διαστολή ανάμεσα σε
πλήθος και δήμο, και το ουσιώδες είναι να υποστηρίξουμε, να
εργαστούμε, για έναν ευρωπαϊκό λαό που σήμερα λείπει. Ο ευρωπαϊκός λαός
λείπει, και εμείς και εσείς είμαστε τα διάσπαρτα και χωρισμένα τμήματα αυτού
του απόντος λαού. Και εγώ, μαζί με άλλους, θεωρώ ότι αυτή η εργασία –με στόχο να
δημιουργηθεί ένας ευρωπαϊκός λαός– πρέπει να είναι ο άξονας και το κεντρικό
σημείο των προσπαθειών μας. Διότι δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να
υποστηρίξουμε μια ευρωπαϊκή ενοποίηση χωρίς να υποστηρίζουμε έναν
εκδημοκρατισμό των θεσμών αυτών και μια είσοδο και μια γέννηση-ανάδειξη ενός
ευρωπαϊκού δήμου.
Το ζήτημα αυτό φυσικά –ο «εκδημοκρατισμός
της δημοκρατίας», για να το πούμε έτσι- δεν μπορεί να γίνει απ’ τα πάνω: είναι
ζήτημα συλλογικών κινητοποιήσεων των πολιτών οι οποίοι μαζί διεκδικούν να
βαρύνουν περισσότερο στις αποφάσεις. Θα αφήσω επίτηδες έξω από αυτή τη συζήτηση
το αν η παρουσία της αριστεράς στην κυβέρνηση είναι ευνοϊκή ή δυσμενής για την
υπόθεση αυτή. Δεν θέλω να «τσαλαβουτήσω» στο ερώτημα αν στην Ελλάδα ευνόησε ή
δυσκόλεψε η παρουσία της αριστεράς, αλλά αν συγκρίνουμε με άλλες χώρες και ιδίως
με την Γαλλία υπάρχει διαφορά. Διότι στην Γαλλία η τωρινή παρουσία της
σοσιαλιστικής αριστεράς στην κυβέρνηση ήταν μια πραγματική καταστροφή για τα λαϊκά
συμφέροντα: όχι απλώς τα πρόδωσε, αλλά και τα κατέστησε δυσδιάκριτα, συγκεχυμένα.
Η Γαλλία έχει φτάσει αυτή τη στιγμή στο σημείο να είναι ένας από τους ασθενείς
της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Παραδόξως η Ελλάδα, στην οποία τόσα πράγματα
πηγαίνουν άσχημα, ίσως να μην είναι σε αυτό το σημείο, αλλά δεν θα πάρω θέση
για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε καλώς ή κακώς στο Α ή το Β ζήτημα.
Να επιμείνουμε στους θεσμούς
Ένα τελευταίο σημείο: όπως είπα ο εκδημοκρατισμός
ασφαλώς δεν μπορεί να γίνει από τα πάνω και είναι ζήτημα συλλογικών
κινητοποιήσεων, εισόδου των μαζών στην πολιτική και άσκησης της ιδιότητας του
πολίτη. Αλλά απ’ την άλλη θα έλεγα ότι προσωπικά δεν είμαι αναρχικός, δεν ήμουν
ποτέ· αποδίδω τεράστια σημασία στην έννοια της συλλογικής αυτονομίας αλλά
πιστεύω ότι σήμερα, δεν μπορούμε – μπορούμε λιγότερο από οποιαδήποτε άλλη
στιγμή– να αγνοήσουμε το ζήτημα των θεσμών. Δεν θα μπω σε ζητήματα συνταγματικά,
ούτε θα εξετάσω αν η ισορροπία των εξουσιών στις –ας πούμε– δημοκρατικές
ολιγαρχίες μέσα στις οποίες ζούμε, είναι η ενδεδειγμένη ή ποια θα έπρεπε να
είναι. Αλλά θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό το ερώτημα της δημόσιας εξουσίας
και της δημόσιας ισχύος. Είμαι επιφυλακτικός απέναντι σε κάποιες πολύ
επιφανειακές και εύκολες κριτικές που απευθύνονται στον αφηρημένο
φιλελευθερισμό του Χάμπερμας. Ασφαλώς ο Χάμπερμας δεν είναι μαρξιστής, αλλά πρέπει
να του αναγνωρίσουμε το προτέρημα ότι επιμένει να θέτει αυτό το ζήτημα: ποια
δημόσια εξουσία είναι κατάλληλη για την δημοκρατία.
Δεν λέω τίποτα καινούριο, ξέρουμε
όλοι ότι ο νέος καπιταλισμός δεν έχει ανάγκη κάποια δημόσια εξουσία, και
μάλιστα αντιθέτως έχει δρομολογήσει ένα τεράστιο πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης των
δημόσιων εξουσιών, πράγμα το οποίο οδηγεί σε μια πρωτοφανή διαφθορά της αστικής
δημοκρατίας, με αυτή την παραδοσιακή της μορφή όπως την ξέραμε. Για παράδειγμα
στις ΗΠΑ, που είναι η καρδιά της μοντέρνας αστικής δημοκρατίας, έχουμε μια
θεληματική και υπερήφανη σχεδόν σύγχυση του πλούτου, του ιδιωτικού πλούτου, με
το δημόσιο αξίωμα· και έχουμε έναν πρόεδρο ο οποίος είναι δεδηλωμένα ένας
ολιγάρχης, από εκείνους που καταγγέλλαμε στο παρελθόν όταν παρατηρούσαμε τέτοια
φαινόμενα στην Ουκρανία και σε άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, και τώρα το
έχουμε στις ίδιες τις ΗΠΑ.
Θεωρώ λοιπόν ότι πρέπει να
επιμείνουμε στην ανάγκη να υπάρχει μια δημόσια εξουσία σε επίπεδο εθνικό, αλλά
επίσης και σε επίπεδο διεθνικό· γι’ αυτό θεωρώ ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, με όλες
τις κρίσεις και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, είναι ένα ιστορικό και
γεωγραφικό πλαίσιο, ένα σύνολο συμφερόντων το οποίο –υπό την προϋπόθεση βέβαια
ότι θα προχωρήσουμε σε μια επανίδρυσή της, σε μια αναθεμελίωσή της– μπορεί να
χρησιμεύσει ως ένα τέτοιο πλαίσιο δημόσιας διεθνούς εξουσίας.
Κλείνοντας, θα έλεγα ότι δεν έχω
καμία αυταπάτη, αλλά είμαι περισσότερο πεπεισμένος από κάθε άλλη φορά, πως πρέπει
να αγωνιστούμε για έναν τέτοιο εκδημοκρατισμό, για μια άλλη Ευρώπη, και ελπίζω
ότι υπάρχουν και αρκετοί ακόμα που πιστεύουν κάτι τέτοιο.
Χρύσσα, Χωρίς τίτλο, 1992, αλουμίνιο και νέον, 176 x 148 x 93 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου