31/12/16

Το τελευταίο βράδυ του χρόνου

Στα σκαλιά του Αγίου Στεφάνου στεκόταν ο ερημίτης. Είχε τρανταχτεί από το βάρος του χτυπήματος στο Βερολίνο. Μέρες του χειμώνα περπατούσε στις πόλεις της Μεσευρώπης. Ανέκαθεν ερωτευμένος με τομεγάλο ποτάμι, τον Δούναβη. Είχε χορέψει στις όχθες του, έναν χειμώνα αλλιώτικο, χρόνια πριν βάλει το ράσο. Είχε ερωτευτεί και είχε ακούσει τσιγγάνικα βιολιά, γεμάτα καημό, ασίκικο, αυτόν που λένε της καρδιάς. Είχε στροβιλιστεί πάνω στα παγωμένα νερά στην αγκαλιά μιας ντίβας της εποχής του, πίνοντας παγωμένη βότκα και χτυπώντας το πόδι κάτω σαν παθιασμένος κοζάκος. Είχε γνωρίσει τον στρατηγό χειμώνα που αέρινος κατέβαινε από τις στέπες της μεγάλης γης, φέρνοντας μαζί του την διεθνή και τον Ουλιάνωφ. Κρατούσε στο χέρι του τον Ντοστογιέφσκι και έψαλε Μαγιακόφσκι. Μα σήμερα άκουγε κουρασμένος τον θόρυβο των φορτηγών του τρόμου. Τρόμος πάνω στον τρόμο. Αυτό γινόταν καιρό τώρα πάνω στις πεδιάδες της Ευρώπης.
Το παιδί με τα φλογισμένα μάτια τού έγνεφε. Ήθελε λουκάνικο με μουστάρδα και ζεστό κρασί για να μπορέσει να συνέλθει από τον παγωμένο βοριά. Ο ερημίτης ξέφυγε από τους συλλογισμούς του και πήγε κατά το μέρος του παιδιού. Κοίταξε προς τους ψυχρούς της Καγκελαρίας και θυμήθηκε τον Λούθηρο. Αυτός ήταν που έγινε πιο σκληρός από εκείνον που ήθελε να γκρεμίσει. Και πότισε μαζί με τον Καλβίνο την χώρα των Τευτόνων. Έκτοτε τίποτε πια δεν ήταν το ίδιο. Μέρες του Δεκέμβρη, αυτού του Δεκέμβρη που σαν να άνοιγε μια πόρτα άνοιξης για την χαμένη του πατρίδα. Κανείς δεν μπορούσε να το πει με βεβαιότητα. Αλλά ένοιωθε πως είχε το βαρύ καθήκον να μιλήσει στο παιδί για τον έρωτα και τον θάνατο.
Πώς ο πρώτος σταματά τον δεύτερο όταν στ’ αλήθεια είναι έρωτας. Μα όμως ένοιωθε μια αμηχανία, γιατί έπρεπε να ανασύρει από το μακρινό παρελθόν του αυτή την θύμηση. Ο έρωτας για τον Θεό σκέφτηκε πως ήταν ένα ωραίο παραμύθι παρηγορίας για όσους ανέστιοι των παθών παρέμειναν. Εκείνος όμως είχε άλλη ρότα τραβήξει, καίτοι φορούσε ράσο. Αλλά σε κάθε περίπτωση δεν τολμούσε να μιλήσει στο παιδί για τούτο το βαρύ καθήκον του έρωτα. Εκείνη ίσως, αν ήταν εδώ μαζί τους, ναι εκείνη θα μπορούσε. Κατεξοχήν κοσμική, σκεφτόταν ο ασκητής μπορούσε να μιλήσει στο παιδί για τον έρωτα. Εκείνος πάλι μόνο για τον θάνατο ίσως μπορούσε να πει κάποιες λέξεις. Κι αυτές δειλά, πιασμένα όπως λένε οι άνθρωποι στη καθημερινή τους γλώσσα. Το παιδί δεν είχε μυαλό για όλα αυτά, για τις σκέψεις του ερημίτη. Του αρκούσε πως έτρωγε και έπινε και πως το βλέμμα του είχε ξεχάσει την λύπη του Χαλεπιούκαι της Βηθλεέμ.

Ο ερημίτης περπατούσε στο σοκάκι των αλχημιστών και προσπαθούσε μαζί με το παιδί να αποφύγουν τους τουρίστες που κατέκλυζαν το κέντρο της πόλης. Δεν ήξεραν πού θα μείνουν, μιας και όλα τα ξενοδοχεία ήταν γεμάτα. Μα κάποια στιγμή μια φωνή άκουσαν να τους καλεί. Ήταν εκείνη φορούσε ένα μαύρο φόρεμα και δεν έδινε σημασία στον παγωμένο βοριά. Κάπνιζε, αγνοώντας τον βήχα της, και τους κάλεσε σ’ ένα σαλέ. Ελάτε, εδώ θα μείνετε απόψε, και αύριο, και όσο θέλετε. Είναι Πρωτοχρονιά και δεν μπορώ να σας αφήσω μόνους. Μπροστά τους ένα τραπέζι με όσα κάποτε είχε γευτεί και λόγω του ράσου είχε αρνηθεί χρόνια τώρα. Δεν είναι για σένα, ξέρω, του είπε εκείνη. Για το παιδί είναι. Ο ερημίτης χαμογέλασε και συνέχισε να πίνει την βότκα του βλέποντας την γέφυρα του Καρόλου. Καλή χρονιά, είπε στην αγαπημένη του φίλη και στο παιδί. Καλή χρονιά. 


ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

Χρήστος Κωτσούλας (Capten), Το Πάσχα του 1996 στο ΑΤ ΝΕΑΡΧΟΣ, 25 x 25 x 5 cm., χαρτί, χρώμα χρυσό glitter, πασχαλίτσες ready made

Δεν υπάρχουν σχόλια: