18/12/16

Γιατί επιστρέφουμε στη δεκαετία τού ’60;

ΤΟΥ ΣΕΡΓΙΟΥ ΦΩΤΙΟΥ

DAVID PICHASKE, Μια γενιά σε κίνηση. Μουσική και πολιτισμός τη δεκαετία τού ’60, μετ. Χίλντα Παπαδημητρίου, εκδόσεις Κουκίδα, 2016

Είναι βέβαια η νοσταλγία, όπως συχνά λέμε· αλλά πρέπει επίσης να εξηγηθεί τί είναι αυτό το οποίο νοσταλγούμε, και γιατί διαφέρει από καθετί άλλο που ζήσαμε έκτοτε (ή και πριν). Η δεκαετία τού ’60 ήταν η τελευταία μεγάλη εποχή του πολιτισμού, μπορούμε πλέον να πούμε, προαναγγελία ενός ιστορικού μέλλοντος που δεν ήρθε· και όπως κάθε τέτοια ιστορική εποχή, σημαδεύεται από μεγάλες επαναστατικές αναταράξεις, κατακλυσμιαίες αναδύσεις δυνατοτήτων προς πραγμάτωση. Όταν κοιτάζουμε τη δεκαετία τού ’60 από τις όχθες τού σήμερα είναι σαν να βάζουμε το δάχτυλο πάλι και πάλι σε μια πληγή: σαν να επιστρέφουμε ακριβώς πριν από τη στιγμή του τραύματος για να ακυρώσουμε εκείνο που ακολούθησε, να ξαναπιάσουμε το κομμένο νήμα εκεί απ’ όπου θα μπορούσε να έχει ξετυλιχτεί αλλιώς, παρακάμπτοντας τη ματαίωση και την οδύνη.
Τέτοιου είδους χειρονομία είναι το βιβλίο αυτό του David Pichaske. Στα ελληνικά τον γνωρίσαμε από το μεταγενέστερο βιβλίο του Η ποίηση του ροκ, έργο τού 1981, που εκδόθηκε πριν από μια εικοσαετία (δυσεύρετο σήμερα).1 Το Μια γενιά σε κίνηση, γραμμένο το 1979, είναι ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα του βιβλία, κλασικό πλέον στη βιβλιογραφία για τη δεκαετία τού ’60. Ο Pichaske είναι πολυσχιδής συγγραφέας: πολωνικής καταγωγής, γεννήθηκε το 1943 στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης· χρημάτισε καθηγητής αγγλικών στο Southwest Minnesota State University· επιμελήθηκε πολλές ανθολογίες αγγλοσαξωνικής ποίησης ενώ το προσωπικό του έργο περιλαμβάνει φιλολογικές και κριτικές  μελέτες (στον Spenser, στον Chaucer, στον T.S. Eliot κ.ά.), ταξιδιωτική πρόζα, λαογραφική και μουσικολογική έρευνα στις Μεσοδυτικές πολιτείες· δέθηκε βαθιά με την άνοιξη της ροκ μουσικής, της οποίας υπήρξε από τους πιο έγκυρους κριτικούς, και είναι ο σπουδαιότερος ίσως μελετητής τού Bob Dylan· το βιβλίο του From Beowulf to Beatles (1981) τεκμηριώνει τη χαρακτηριστική του ματιά στη ροκ στιχουργική σαν συνέχεια της λαϊκής ποιητικής παράδοσης στην αγγλική γλώσσα· σήμερα ζει σε μια φάρμα στον ποταμό Μινεζότα με τα παιδιά και τα εγγόνια του, αφιερωμένος στο γράψιμο και στη φωτογραφία.

Ένα χαρακτηριστικό που μοιράζεται ο Pichaske με τους ήρωές του, τους ροκ τραγουδοποιούς και τους λαϊκούς τροβαδούρους, είναι ότι πρόκειται για προικισμένο αφηγητή. Το διαπιστώνουμε στο βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας, μια εποποιία τής ροκ μουσικής δημιουργίας στα χρόνια τού ’60, και ταυτόχρονα ένα ρέκβιεμ. Ο φακός είναι εστιασμένος κυρίως στην αμερικανική σκηνή (λιγότερο και πιο επιλεκτικά στην αγγλική), και το χρονικό πλαίσιο καθορισμένο: 1957-1973. Από τη δεκαετία τού ’50 αναφέρεται ό,τι μπορεί να θεωρηθεί προπομπός των όσων επρόκειτο ν’ ακολουθήσουν, και από τη δεκαετία τού ’70 μόνον ό,τι συνιστά άμεση αναφορά στη δεκαετία τού ’60. Έτσι κι αλλιώς, «η γενιά τού ’70 τα παράτησε», θα πει λακωνικά. Τί είναι όμως εκείνο που η γενιά τού ’60 σήκωσε στους ώμους της ενώ η γενιά τού ’70 παράτησε; Εδώ ακριβώς έγκειται η αξία τής αφήγησής του· για να το πω έτσι, έχουμε στην πραγματικότητα μια κοινωνική ιστορία του ροκ, που θεωρεί υποχρέωσή της να ανασυστήσει τη μεγάλη εικόνα, το όλο κοινωνιοϊστορικό πλαίσιο εντός τού οποίου αναδύθηκε η αμερικανική αντικουλτούρα2, αιχμή τής οποίας υπήρξε η ροκ μουσική (στην ευρύτερη έννοιά της, που περιλαμβάνει το ρύθμ-εν-μπλουζ και το ροκ-εν-ρολ, τη φολκ μουσική διαμαρτυρίας, τη μαύρη σόουλ και τα υβρίδιά τους). Αναπόφευκτα λοιπόν, η αφήγηση ξεκινάει από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τις επιπτώσεις του στην αμερικανική κοινωνία. Ο καταναλωτικός κομφορμισμός, η αντικομμουνιστική ψύχωση, η αλαζονεία της ισχύος και οι συνεχόμενες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, οι φυλετικές διακρίσεις είναι όλα συστατικές όψεις τής πραγματικότητας ενάντια στην οποία εξεγέρθηκε μια γενιά – με πολλούς τρόπους: με την αλητεία και τη «φυγή» των μπητ στη δεκαετία τού ’50, με το ειρηνιστικό κίνημα στις αρχές τής επόμενης δεκαετίας, με τον οργισμένο –λευκό και μαύρο– ακτιβισμό αργότερα στην ίδια δεκαετία, με τη σεξουαλική πρόκληση, με τα ψυχεδελικά «τριπ», με την εσκεμμένη αποδιοργάνωση όλων των εδραιωμένων θεσμών και αξιών… 
Γύρω στα 1967 όλα αυτά τα ρεύματα ήταν ενεργά στη σκηνή, «καθένα με το δικό του σάουντρακ», θα πει ο Pichaske. Εδώ έγκειται ο κεντρικός ρόλος τής μουσικής. Χωρίς να αγνοούνται οι άλλες μορφές πολιτισμικής παρέμβασης –ιδέες, underground δημοσιογραφία, θεατρικοί πειραματισμοί, γραφιστική– συντριπτική προτεραιότητα δίνεται στη μουσική δημιουργία, την οποία ο συγγραφέας θεωρεί ολοφάνερα ως την πιο αποφασιστική σύλληψη του «πνεύματος των καιρών». Παραθέτει διαρκώς στίχους τραγουδιών –του Chuck Berry, του Bob Dylan, του Phil Ochs, της Joan Baez, του Paul Simon, του Neil Young, του Leonard Cohen, του Country Joe Macdonald, των Jefferson Airplane, των Doors, των Lennon-McCartney, των Who και πολλών, πολλών άλλων– παράλληλα με κομμάτια δημοσιογραφίας της εποχής και ποίηση της Δυτικής Ακτής και του Village, ζωγραφίζοντάς μας ολόκληρες πραγματικότητες, μωσαϊκά ιστορικής εμπειρίας που είναι κωδικοποιημένα μέσα τους, συχνά με κρυπτικό τρόπο· ρίχνει επίσης μια οξεία ματιά στην πίσω όψη τής μουσικής, τους όρους τής υλικής της παραγωγής και τη σχέση των καλλιτεχνών με τις δισκογραφικές εταιρείες. Και όλο αυτό με απαράμιλλη γλαφυρότητα, με τρόπο καθόλου ακαδημαϊκό αλλά στη γλώσσα «του δρόμου» την οποία μιλούσαν οι ίδιοι οι ήρωές του, γλώσσα στην οποία ισορροπούν η τρυφερότητα με την κριτική ειρωνεία.  
Ο Pichaske γνωρίζει καλά τις αδυναμίες αυτής της γενιάς, και συζητάει διεξοδικά τις αιτίες που οδήγησαν στην ηρωική της πτώση· ξέρει εξίσου καλά όμως πόσο υποκριτικό θα ήταν να ενοχοποιήσουμε την ίδια για όλες τις αποτυχίες της. Είχε να αναμετρηθεί με κολοσσιαίες δυνάμεις, δρακόντεια οργανωμένες, τις οποίες ήταν εντελώς άοπλη και απροετοίμαστη για ν’ αντιμετωπίσει – από τις οποίες νικήθηκαν άλλωστε πολύ ισχυρότεροί της: οι πρόσφατα αποαποικιοποιημένες χώρες, το εργατικό κίνημα, η πολιτική Αριστερά… Πήγε  γυμνή και απροστάτευτη στη σφαγή της, αφήνοντάς μας κληρονομιά αυτά τα τραγούδια για να ψηλαφούν την πληγή, και να μας θυμίζουν τι είναι εκείνο που οι καιροί εξακολουθούν να ζητάνε.  

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. David Pichaske, Η ποίηση του ροκ, μετάφραση-σημειώσεις: Σώτη Τριανταφύλλου, Σύνταξη βιβλιογραφίας: Γιώργος Ζούκας (Πρίσμα: Αθήνα 1993). 
2. Για την πληρέστερη επισκόπηση των ιδεών τής ίδιας αυτής περιόδου και των φιλοσοφικών/καλλιτεχνικών οροσήμων τής αμερικανικής αντικουλτούρας, βλ. Theodore Roszak, Η γέννηση της αντικουλτούρας. Στοχασμοί γύρω από την τεχνοκρατική κοινωνία και τη νεανική αμφισβήτησή της, μετάφραση-επιμέλεια: Φώτης Τερζάκης (futura: Αθήνα 2008). 

Βλάσης Κανιάρης, Αφηρημένη σύνθεση, 1964, μικτή τεχνική 34,7 x 35 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: