13/11/16

Ο δημοκράτωρ

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Στον Λουτσιάνο Κάνφορα
και τον Στέφανο Ροζάνη

Η ΠΡΟΟΔΟΣ. Η κατεδάφιση και του τελευταίου οδοφράγματος, εορτές και πανηγύρεις επέσυρε, και πρόχειρους, κακόηχους ύμνους, και μένος εκδικητηρίου θριάμβου τους πάντες κατέλαβε, ως απαλλαγέντες από οχληράς ενθυμήσεως και εκ του ορθού δρόμου περιττής αποκλίσεως· όλοι, δε, εις της προόδου την απρόσκοπτη πρόοδο πασιχαρείς επανήλπισαν.
Όμως, εν ταυτώ, παν άλλοθι και πρόσχημα και προσωπείο εξέπεσε, και η βαθεία αλλά εισέτι αθέατος κόπωσή της αυθωρεί εκορυφώθη, και τον ορίζοντα κάθε προσδοκίας επεσκίασε, ότι πλέον παν μέτρον, όπως και δικαίου αίσθηση, ολοσχερώς απώλεσε, ως επί μακρόν εαυτού ανεπίσκεπτος.
Νυν, ο ύστερος χρόνος του βίου της τρέχει· ως δεινόκλωθος μοίρα, αβαθώς και ασκέπτως παρασιτεί, διά σχέσεως τόκου και ονείρου εμπορίας, τα πάντα καταφθείρουσα.
Τα σώματα λύονται και οι ψυχές επισφίγγονται, και από φλόγας πυρός η ίδια η γένεα κατακρίνεται, το δε όνομά της εις ανυποληψία και λήθη περιπίπτει, και εις την θέση του χαώδες κενό γιγαντούται, ότι οι έννοιες όλες αφεύκτως και ατάκτως αναχωρούν, και εις απόκρυφους θύλακες καταρρακωμένες εγκρύπτονται.
Εκ των εγκάτων ξεπηδούν τα άδηλα, τα άκοσμα, τα άκαρπα, τα περιττά· έργα ανούσια και άνθρωποι ανωφελείς, αλλά με ορμή ακατάβλητη, γνώμη άστατη και ευκόλως χειραγωγήσιμη, αγοραίοι, χρηματιζόμενοι, πρόθυμοι να παραβούν αρχές και κανόνες, επιβάτες τού καιρού ασελγείς, χαλεποί, επιλήψιμοι, έρμαια της τύχης των περιστάσεων, συμπηγνύουν πλημμυρίδα αθρόα, ώσπερ η άμμος και τ’ άστρα και του χιονιού οι νιφάδες και τα σμήνη των μελισσών, και κατακλύζουν την γη, τον ουράνιο θόλο σκεπάζει η βέβηλη ασημαντότητά τους.

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.  ― Ως αττικός λίθος αυτοφυής ελογίζεσο, ως αδελφή της προόδου, μετ’ αυτής άτμητον ζεύγος, της ιστορίας εκλεκτότερο τέκνο· ημείς, δε, γνωρίζοντες το υπό εσού αμετάθετο, ησυχάζαμε.
Πώς το κύρος σου, το αχανές ως πέλαγος, υπό τυχαρπάστου ανέμου διαρριπίζεται και καταλύεται και μεταστρέφεται; Πώς θυμηδή κεράσματα απολαμβάνεις, και, επιμειδιώσα, εις αθέμιτα αγωνίσματα επιδίδεσαι; Πώς, η πριν κρινοστόλιστος, την κόνιν αξέστων προσώπων φιλείς και εις τον στάζοντα θερμό ιδρώτα αυτών εφάπτεσαι; Πώς οχεύεσαι την άλογον αφροδίτη των βυσσοδομούντων; Πώς το σχήμα σου αποτάσσεσαι, και σατράπη βαρβαρώδη αποζητάς; Πώς, ως λάφυρο, εις την αγκάλη του παραδίδεσαι;
Εκ της προτέρας σου δόξης, το σχήμα σου μόνο απέμεινε. Πυργώματα εννοιών και λοιπά οχυρώματα και οικείοι ναοί σου και άλλα κτίσματα, ως των αρχαίων στέκουν αγάλματα άεργα.


ΤΟ ΟΜΟΙΩΜΑ. Λαός απέχων της τύχης του, και εν ταυτώ πολλά δυστυχών, λυπηρά έχει την διάθεση, της δε μοιρολατρίας καλπάζουσα έρχεται η πνιγηρά ηγεμόνευση.
Μόνα μέσα δραπέτευσης, εκ βίου κενού, παντομίμας τα δρώμενα. Ουχί λόγου απαυγάσματα, αλλά του ανοήτου παραστάσεις χειρόνομες, εις εξουσίας τα μέγαρα· ουχί πράξεως τελείας, αλλά ατελούς τραγωδίας μιμήσεως πάρεργα, εις των τεχνών και των ιδεών τον περίβολο.
Τούτα αφειδώς τον παρόντα καιρό μέχρι αναπνοής κατακλύζουν, ως δήθεν ρηξικελεύθου επιτελέσεως τεύχη, και πολίτες, οιονεί ελεύθεροι, τώρα εκπεπτωκότες εις χρεοδούλου κατάσταση, νυχθημερόν αναλώνουν απάτης και αταλαντοσύνης σκευάσματα.

Η ΕΠΙΛΟΓΗ. Εκ του χάους, συνήθως ένας τις αναδύεται, ως της πόλεως εφεδρεία εσχάτη.
Ουκ είχε βέβαια της εξουσίας τον διακαή και άρρωστο πόθο, ούτε των επισημοτέρων, πολιάρχων και στραταρχών, και όλων των εκ δυνάμεως εις δύναμιν πορευομένων, εζήλωσε τα προνόμια.
Τουναντίον, της εξουσίας διαπρύσιος πολέμιος υπήρξε ανέκαθεν, και ελεγκτής αυτής άτεγκτος, όπως δε όλοι συνομολογούν, ουδέποτε εις την νομήν της απέβλεψε.
Όμως, του λαού η συνεχής προτροπή και παρότρυνση κατέστη απαίτηση πάνδημος, και, ούτως, εν τέλει, ενέδωσε...

Η ΔΗΛΩΣΗ. ― Του δήμου η αγάπη και πίστις, εμέ ως πρώτο ανέδειξε, και η αρχή μού εδόθη όλη, ώστε τον εσμό των παλαιών αρχόντων αποδιώξω, και την ψυχή της χώρας αναστήσω, την δε θέληση της δημόκρατης ψήφου επιβάλω, ως κανόνα γενικό και αρραγή, εφ’ όλων και επί πάντων.

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ. ― Όπως ο πλάνης, εις εχθράν οδόν οδοιπορών επί μακρόν, φθάνων οίκαδε ευφραίνεται· όπως ο αθλητής, μετά τον κόπο του σώματος, τροπαίου εντυγχάνει· όπως ο έμπορος, επιζών κατά της θαλάσσης τον σάλο, ύστερον κατά πολύ κερδαίνει· όπως ο γεωργός, μεθ’ ιδρώτα προσώπου, καρπούς απολαμβάνει· όπως ο προφήτης, μετά από ονειδισμούς και ύβρεις, βλέπει τα λαληθέντα αποβαίνοντα· ούτως και η πόλις ημών πορευθεί.
Αρχή της εμού εξουσίας απλή είναι, και εις τον καθένα εννοητή. Όπως ζωή φυτών και καρπών αδύνατος, άνευ ύδατος αφαιμάξεων εκ της γης, και βίος ανθρώπων, άνευ ζώων σφαγής και βρώσης κρεάτων, ούτως και γυναικός τοκετός και ελπίδος γένεση αδύνατος, άνευ πόνου και κόπου μεγάλου...

Η ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ. Εισδεχόμενος ταύτα, εμβοεί πάμμεγα και ανευφημεί των ακροατών ο σύλλογος, μετά τινος ηδονής και χάριτος.
Ότι ουχί εις τον λόγο του ηγεμόνος η δύναμη, αλλά εις την φυσιολογία του κοινόλεκτου νου και εις φυσικά θεωρήματα οφείλεται, εις αναλογία ύψους και βάθους και λοιπών διαστημάτων, εις τα οποία το τραγικόν της ανθρώπινης μοίρας ευρίσκεται.
Άλλωστε, και αυτές τούτες οι αρμονίες των μουσικών δεν ορίστηκαν ματαίως, αλλά αντιστοιχούν σε διάφορους και υπόρρητους νόμους, ως της ψυχής οι διαθέσεις. Φερ’ ειπείν, ο δωρικός ρυθμός συστέλλει το ήθος, ο λύδιος ποιητική παιδεία παρέχει, ο δε φρύγιος ατεχνώς ενθουσιάζει.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ. Αρχής η δυσχαλίνωτη όρεξη αδύνατος, άνευ αμαρτημάτων∙ και δυναστείας απόλαυση, άνευ αναισθησίας∙ και εξουσίας αλαζονεία, άνευ ψευδοστομίας· και έθνους τιμή, άνευ υστερίας∙ επακόλουθα, δε, ο χαλκούς αυχένας, η αλαζών φρένα, το αναπεπταμένο φρύδι, η ακροχολώσα ρίνα, ο ύφαιμος οφθαλμός, η άπληστος γνάθος, η τροχαλή λαλιά, η φιλαίματος δεξιά.

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ
― Τι η δημοκρατία;
Storia di unideologia.
― Ο λόγος αυτής;
― Επιδωμάτιος χόρτος, άσπαρτος, άρριζος,
ανήροτος, ανυπόστατος.
― Ο εν βουλευτηρίω διάλογος;
― Παρέρχεται και αφανίζεται
και μηδέν ίχνος
του επιπολάζοντος βλαστήματος απολείπει.
― Η αριστερά;
― Critica della retorica democratica.
Διά του λόγου;
― Ουχί μόνον, έλεγαν κάποτε.
― Και διά της βίας;
― Ουχί κατ’ ανάγκην, διεκήρυσσαν.
― Πότε η ανάγκη;
― Κατά των απανταχού επί γης Λουδοβίκων,
επί τριακονταετία πολέμησαν.
― Ενίκησαν;
― Επί δύο αιώνες, όντως νικούσαν.
― Εν τέλει;
― Ηττήθηκαν.
― Δικαιώθηκαν;
― Διασύρθηκαν.
― Τρομοκρατία;
― Η εσχάτη στράτευση.
― Θεμιτή;
― Μόνο ως ψαύση του σκότους.
― Αναπόφευκτη;
― Εν ταυτώ, και του σκότους εγκόλπωση.
― Guillotine;
― Μελαγχολία της βίας.
― Αφάνεια περίκλειστος;
― Μελαγχολία των ιδεών.
― Ποιος εν τέλει ενίκησε;
― Των κλώνων Αντουανέτας το πλήθος.
― Ποιο το νέο ζητούμενο;
― Ευρύτητα.
― Σκέψεως;
― Ορίζοντος, και αντίληψης χρόνου.

Ο ΛΑΟΣ. Έννοια και ιδιότητα ουχί δεδομένη, ότι ανθρώπους λόγον ζωής επέχοντες επισημαίνει, και πράξη αυτόκλητο, ως απάρνηση ολοσχερή της συνήθους αυτών καταστάσεως, και προς τον οικείο δεσπότη, ή άρχοντα εκλεκτό, ουχί θυμό ελεγκτήριο, αλλά την απεύθυνση της μεγίστης αποστροφής:
«Κτηνώδης παρά σοι ειμί. Εσύ δε ένοχος, ότι άρχειν ανθρώποις θέλεις∙ τούτο και μόνο αρκεί».


Αποσπάσματα από το ανέκδοτο πεζογραφικό βιβλίο, Στον καιρό της ανέχειας

Κύριλλος Σαρρής, Η Συνάντηση, γυαλί, ακρυλικό λάδι, 50x70 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: