26/6/16

Η Πάπισσα Ιωάννα

Ως νεοτερική τομή της νεοελληνικής πεζογραφίας, και ως εισαγωγή της μεταμυθοπλασίας

Νατάσσα Πουλαντζά, ‘D.T.V.v.G.’, Dylan ThomasVincent van Gogh, ακρυλικά και ψηφιακή εκτύπωση σε καμβά, 50x80 εκ.


ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ

Η Linda Hutcheon συνοψίζει τις διαφορές ανάμεσα στη ναρκισσιστική αφήγηση πριν τον 20ό αιώνα και στη μεταμυθοπλαστική κατά τη διάρκειά του, στην εισαγωγή του έργου της Narcissistic Narrative, the metafictional paradox (Routledge, London-New York 1991). Ο ρόλος του αναγνώστη στις μεταμυθοπλασίες του 20ού αιώνα είναι πολύ πιο επιτακτικά υπεύθυνος, και μάλιστα δεν είναι απλά και μόνο συμμέτοχος στην ανάγνωση, αλλά και στη γραφή, ενώ η ελευθερία του είναι δεδομένη να διαμορφώσει το κείμενο, όπως παρατηρείται κατά κόρον σε κείμενα του 20ού αιώνα. Όπως παρατηρεί η θεωρητικός, «few earlier texts will grant or demand of the reader, his freedom». Η παρατήρηση αυτή θα λέγαμε ότι δικαιολογεί την περίπτωση των Φιλοθέου Παρέργων από τον Μαυροκορδάτο, αφού εκεί είναι πολύ πρωτογενές και πρώιμο το ναρκισσιστικό στοιχείο για να δίνει πλήρη ελευθερία στον αναγνώστη. Στον Παπατρέχα του Κοραή, η κατευθυνόμενη ανάγνωση οδηγεί στη γνώση και από εκεί στη γραφή (ήρωας συγγραφέας), αν και αυτό δεν το λέει ανοιχτά ως απαίτηση από τον κάθε αναγνώστη, αλλά βάζει τον ήρωά του να γίνεται ο ίδιος συγγραφέας μετά την περίοδο μελέτης.
Μόνο ο Ροΐδης είναι ξεκάθαρα νεοτερικός και ζητά από τον αναγνώστη να γράψει ξανά το μυθιστόρημα, διαβάζοντας τα κεφάλαια με διαφορετική σειρά, πέραν όλων των άλλων πρωτοποριακών τεχνικών και τεχνασμάτων που επινοεί. Θα λέγαμε γενικότερα ότι ο συγγραφέας της Πάπισσας αφήνει ελεύθερο τον αναγνώστη (φαινομενικά), αλλά εν πολλοίς τον βάζει σε δοκιμασία, για να διαπιστωθεί, πρώτον, αν είναι απλός «ιχθύς» ή «κολυμβών εις τα νάματα της επιστήμης» και, αν ανήκει στους δεύτερους, κατά πόσο είναι ικανός να ανιχνεύσει τα πολλαπλά επίπεδα των διαλογικών σχέσεων του ροϊδικού παλίμψηστου, μαζί με τα διακείμενά του.

Τα παραδείγματα που η Hutcheon αναφέρει ως εγγύτερα στη μεταμυθοπλασία του 20ού αιώνα, ο Tristram Shandy και ο Tom Jones, μοιάζουν αρκετά, ως προς τη στάση των συγγραφέων απέναντι στους αναγνώστες τους, με εκείνα του Μαυροκορδάτου και του Κοραή, αλλά σίγουρα ο Ροΐδης είναι το δείγμα που μπορεί να σταθεί επάξια ή και να περάσει μπροστά από τα ξένα παραδείγματα, σε αυτό το θέμα τουλάχιστον.
Η θεματοποίηση της ανάγνωσης και της γραφής πάντως γίνεται συνειδητά και «ανοιχτά» (overtly) από τους Μαυροκορδάτο, Κοραή και Ροΐδη. Αν στο μυθιστόρημα του 20ού αιώνα είναι συνηθισμένο το καθρέφτισμα της αναγνωστικής διαδικασίας μέσω της γραφής, και αντίθετα, κάτι που σπανίζει ως τον 19ο αιώνα, πρέπει να επισημανθεί ότι οι συγγραφείς που εδώ μας απασχολούν το πετυχαίνουν εξαίρετα και το θεματοποιούν κατά κόρον, αν και με σκοπό που δεν είναι πάντα λογοτεχνικός ή παιγνιώδης, όπως στα κείμενα του 20ού αιώνα. Δηλαδή η λειτουργία του κειμένου στην κατά Schaeffer θεωρία (Τί είναι λογοτεχνικό είδος;, μτφ. Α. Ακριτόπουλος, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 2000) είναι μεν παιγνιώδης, αλλά ο εξωκειμενικός στόχος αυτού του παιγνίου είναι απόλυτα «σοβαρός» και συγκεκριμένος. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να προσέξουμε ότι οι συνειδητά επιλεγμένες από τη γκάμα ειδών του παρελθόντος ειδολογικές ταυτότητες, «πάρεργον» του Μαυροκορδάτου και «παίγνιον» του Κοραή –αλλά και η νεότερη μελέτη-εγκυκλοπαίδεια που επιλέγει ο Ροΐδης–, δηλώνουν όχι μόνο παιγνιώδη (λογοτεχνικό κατά Σεφφέρ) σκοπό, αλλά και παρωδία, η οποία στους δύο πρώτους είναι «χωρίς γελοιοποίηση». Ο Ροΐδης πετυχαίνει απόλυτα αυτό που θα γίνει πολύ συχνό στον 20ό αιώνα, δηλαδή να φτάσει σε επίπεδο που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε καθαρά μεταμυθοπλαστικό και όχι απλά ναρκισσιστικό.
Άλλη μία τακτική είναι εκείνη της ανοικείωσης. Φυσικά, στην περίπτωση του Ροΐδη η ανοικείωση αποτελεί βασικό στόχο, με τη γνωστή μέθοδο της κολοκυνθοπληγίας και τη συμπλοκή των διακειμένων εν είδει παλιμψήστου.  Η έννοια της διακειμενικότητας, με τον τρόπο που την εντοπίζει η Hutcheon ως χαρακτηριστικό στοιχείο της «ναρκισσιστικής αφήγησης», είναι βασική στις περιπτώσεις μας, οι οποίες συνομιλούν με τα είδη και τα κείμενα των Αρχαίων αλλά και των Νεοτέρων, κατά τρόπο εξαιρετικά εμφαντικό. Θα λέγαμε ότι η συνειδητή ενσωμάτωση ειδών και κειμένων γίνεται με τρόπο που –κυρίως στην περίπτωση του Ροΐδη– θυμίζει την κατά Μπαχτίν «εσωτερική διαλογοποίηση», την οποία εντοπίζει στο μυθιστόρημα μετά τον Ραμπλαί και τον Θερβάντες, αλλά θεωρεί πως φτάνει στο απόγειό του με τον Ντοστογιέφσκι. Είναι γνωστά τα δεδομένα των διακειμενικών σχέσεων στον Ροΐδη, για την Πάπισσα Ιωάννα του οποίου έχουν εκπονηθεί σχετικές μελέτες.
Η αποδοχή της αληθοφάνειας ως τεχνηέντως υπάρχουσας σε μεταμυθοπλαστικά κείμενα, αποτελεί, σπερματικά στον Μαυροκορδάτο, πιο έντονα στον Κοραή και ανοιχτά πλέον στον Ροΐδη, ένα από τα βασικά ζητούμενα. Ο Ροΐδης επιχειρεί, με ξεκάθαρα παιγνιώδη τρόπο, να αναδείξει τη δύναμη της γλώσσας να φτιάξει μια πραγματικότητα που έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει ως τέτοια, αφού εξαρτάται από την οπτική από την οποία επιχειρεί κάποιος την απεικόνισή της. Η έννοια του φαρμάκου και των αναλογιών που οδηγούν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση είναι χαρακτηριστική στο έργο του. Η γλώσσα μπορεί να παρουσιάσει την πραγματικότητα όπως το υποκείμενο εκφοράς του λόγου επιθυμεί και έτσι να πείσει για την αλήθεια των περιγραφομένων, ανεξαρτήτως από το εάν η «εξωτερική» πραγματικότητα ήταν ή δεν ήταν τέτοια. Ο ίδιος ο μύθος της Πάπισσας, που ακόμα και σήμερα δεν μπορεί να αποδειχθεί, επιβεβαιώνει το πόσο συνειδητές είναι οι επιλογές του Ροΐδη για να αναδείξει τη δύναμη της γλώσσας.
Η έννοια του «υποκειμενικού ρεαλισμού» που η Hutcheon παρουσιάζει ως διαλεκτική σχέση διαδικασίας-προϊόντος και η αποδοχή ότι η εξωτερική πραγματικότητα, η περιγραφή της οποίας ήταν κάποτε το σημαντικότερο πράγμα, τώρα ατροφεί μπρος στις επιταγές για στροφή στην περιγραφή της εσωτερικής διαδικασίας διαμόρφωσης ενός χαρακτήρα, αποτελεί και το ζητούμενο. Ο Ροΐδης αφήνει τον ήρωα να διαμορφωθεί μόνος και απλά ακολουθεί με τον αναγνώστη από το χέρι. Ο εξωτερικός (εξωκειμενικός) κόσμος παραμένει ασαφής λόγω της δυσκολίας να επιβεβαιωθούν τα γεγονότα, αλλά και λόγω της παρείσφρησης των σύγχρονων του αφηγητή γεγονότων και δεδομένων (π.χ. οι αναφορές στον Σούτσο, την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, ο Κριμαϊκός Πόλεμος, η Βιομηχανική Επανάσταση στην Αγγλία κλπ.).
Η ανάγνωση από απλή διαδικασία διασκέδασης ή διδαχής μετατρέπεται σε κάτι πιο δύσκολο εντός της «ναρκισσιστικής αφήγησης». Η πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση και ως προς αυτό το χαρακτηριστικό είναι εκείνη του Ροΐδη, ο οποίος κατόρθωσε, όχι μόνο στην εποχή του αλλά και στις μέρες μας, να παρασύρει στην αναγνωστική του περιπέτεια όλο το αναγνωστικό του κοινό, από τους «κοινούς ιχθύες» μέχρι και τους «κολυμβώντας εις τα νάματα της επιστήμης». Η περιπλάνηση στον απατηλό κόσμο της γραφής είναι στην ουσία μια δύσκολη υπόθεση. Θα λέγαμε ότι η κορύφωση αυτής της τάσης του Ροΐδη να παρασύρει τον αναγνώστη σε μια δύσκολη περιπέτεια, αντικατοπτρίζεται στην πρότασή του, προς όποιον δεν αρέσκεται στην εύκολη γραμμική ανάγνωση του μυθιστορήματός του από την αρχή προς το τέλος, να αρχίσει την ανάγνωση από το τέλος και να κατευθύνεται προς την αρχή.
Τα επιστημολογικά προβλήματα που θέτει ο συγγραφέας, αφορούν στο ξεπέρασμα μιας απλής, στατικής και συμβατικής ρεαλιστικής αναπαράστασης. Ο Ροΐδης συνδυάζει το επιστημολογικό πρόβλημα για την ιστορική επιστήμη, αλλά και τη σχέση της με τη λογοτεχνία, δηλαδή τα ενδιάμεσα στάδια από το απολύτως υποκειμενικό του μυθιστορήματος στο απολύτως(;) αντικειμενικό της ιστορικής αφήγησης. Το γενικότερο θέμα δηλαδή αφορά σε αυτό που έχει θέσει και ο Κοραής, δηλαδή στη δυνατότητα απεικόνισης της αλήθειας από τη γραφή, αλλά ο Ροΐδης επιχειρεί να αναδείξει τις εξαιρετικές δυνατότητές της με πολύ πιο περίπλοκο τρόπο. Η έννοια του ρεαλισμού ως απεικόνισης της εξωτερικής πραγματικότητας δεν υφίσταται για τον Ροΐδη εντός της «πραγματικότητας» της γραφής, η οποία λειτουργεί εν είδει φαρμάκου, εξαπατώντας με το ψέμα ή προβάλλοντας την αλήθεια.
Στη θεωρία της Hutcheon για τη ναρκισσιστική αφήγηση οι μορφές ναρκισσισμού είναι δύο, η «ανοιχτή» (overt) και η «κλειστή» (covert). Η ανοιχτή μορφή σχετίζεται με τη χρήση της τεχνικής τεχνικής Mise en Abyme, της αλληγορίας και της μεταφοράς, όπως και σε άλλες θεωρίες για τη μεταμυθοπλασία. Αυτή η μετάβαση από τη «μυθοπλασία» στην «αφήγηση» θεωρεί ότι γίνεται είτε καθιστώντας την αφήγηση ουσία του μυθιστορήματος («διηγητικός τρόπος» [diegetic mode]) είτε υπονομεύοντας την παραδοσιακή συνοχή της ίδιας της μυθοπλασίας («γλωσσολογικός τρόπος» [linguistic mode]). Ο Ροΐδης με την παρενδυσία του μυθιστορήματος σε «μελέτη» και τον κραυγαλέο τρόπο με τον οποίο θεματοποιεί την έννοια της ανάγνωσης των ιστορικών (αλλά και των δήθεν ιστορικών) πηγών στον πρόλογο, παρωδεί την ιστορική αφήγηση από τη μία και την ιστορικοφανή μυθοπλασία του Ρομαντισμού από την άλλη.
Αν η ναρκισσιστική αφήγηση του 20ού κυρίως αιώνα πετυχαίνει να αναδείξει την αδυναμία της γλώσσας να εκφράσει συναισθήματα, σκέψεις και γεγονότα (γλωσσολογικός τρόπος), αυτό γίνεται με πετυχημένο άμεσο τρόπο, στην περίπτωση του Ροΐδη. Στην Πάπισσα, παράλληλα με τον διηγητικό τρόπο, ο Ροΐδης στήνει ένα ολόκληρο γλωσσικό σύμπαν παιγνίων και ρητορικών στολιδιών της γλώσσας, τα οποία καθιστούν νόρμα την πολυσημία και την ανάποδη λειτουργία των ρητορικών σχημάτων. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν, αντί να διατυπώσει μια πρόταση του τύπου «το ύφος του Σούτσου είναι σκοτεινό και ανώμαλο [=λόγω καθαρεύουσας] ως ο δρόμος εις το βουνό», ανατρέπει πλήρως τη συνήθη πορεία της «επιφοράς» (μεταφοράς) εννοιών. Δηλαδή, αντί να χρησιμοποιεί κάποια συγκεκριμένη εικόνα ή έννοια για να εξηγήσει κάτι το αφηρημένο, ο συγγραφέας μας κάνει συχνότατα το αντίθετο, όχι για να εξηγήσει κάτι αντιληπτό, αλλά για να σατιρίσει ή να παρωδήσει έναν στόχο άσχετο από την ιστορία του. Έτσι στην περίπτωση που αναφέραμε ο Ροΐδης γράφει το γνωστό: «Ο δρόμος ήτο σκοτεινός και ανώμαλος ως το ύφος της ‘Νέας Σχολής’, ώστε άνθρωποι και ζώα απέκαμον».
Αν, όπως παρατηρεί η Hutcheon, η μεταμυθοπλασία του 20ού αιώνα με τρόπο σαφή σχεδόν εξαναγκάζει τον αναγνώστη να αναγνωρίσει τη «μυθοπλαστικότητα» ως τέτοια, η Πάπισσα αποτελεί ένα ενδιαφέρον παράδειγμα. Ο Ροΐδης, πετυχαίνει να χρησιμοποιήσει τεχνικές και δομικά στοιχεία που κάνουν τον κάθε είδους αναγνώστη να μείνει στο κείμενο, για διαφορετικούς ο καθένας λόγους. Παρουσιάζει το έργο ως αναγνωστική περιπέτεια, καθιστώντας την αφήγηση την ίδια ως το βασικό διακύβευμα του έργου του και κατόπιν τους εξωλογοτεχνικούς στόχους της σατιρικής πλευράς του μυθιστορήματος.
Κοινό στοιχείο, στον Μαυροκορδάτο, στον Κοραή και στον Ροΐδη, είναι η ιδέα (ή και ειδολογική κατηγορία;) της βιβλιοθήκης και των αναγνώσεων ως βασικού τρόπου που θα οδηγήσει τον άνθρωπο στη γνώση και τη δημιουργία λογοτεχνικού (και όχι μόνο) έργου. Ο Ροΐδης μάλιστα προκαλεί τον αναγνώστη όχι μόνο να διαβάσει τα βιβλία μέσω των σημειώσεων, που είναι εν μέρει παραπλανητικές, αλλά και να διαγνώσει πού αυτά υπέστησαν την επεξεργασία τους από τα «πιεστήρια φαντασίας».
Τέλος, και τα ίδια τα κείμενα παρουσιάζονται ως βιβλιοθήκες, αφού οι εγκιβωτισμοί  έργων των ηρώων ή άλλων συγγραφέων δεν είναι τίποτε άλλο από την παράθεση αφηγήσεων με σκοπό να τα διαβάσουν, ενώ διαβάζουν το έργο στο οποίο εγκιβωτίζονται. Στα Φιλοθέου Πάρεργα έχουμε τις πραγματείες των ηρώων, στον Κοραή την Ιλιάδα και τις Επιστασίες του παπά, ενώ στον Ροΐδη τα διάσπαρτα (στις σημειώσεις και στο κυρίως σώμα του κειμένου) παραθέματα από ποικίλα έργα.
Η μεγάλη τομή για το είδος του μυθιστορήματος, δηλαδή το καθαρό σημείο από το οποίο ξεκινά η πραγματικά νεοτερική παραγωγή (στην ιδεολογία, στην ειδολογική ταυτότητα και στις τεχνικές) είναι βέβαια η Πάπισσα Ιωάννα, το πρώτο κατ' εξοχήν νεοτερικό μυθιστόρημα στην καθ' ημάς παραγωγή. Η πρώτη αυτή ολοκληρωμένη μυθιστορηματική γραφή, με διαμορφωμένο και ώριμο το υπόβαθρο της νεοτερικής ιδεολογίας και φιλοσοφίας, που συνδυάζεται με τις τεχνικές, ένα «διαλογικό» μυθιστόρημα που μπορεί να θεωρηθεί αξιόλογο και εκτός ελληνικής παραγωγής, θα χρειαζόταν μια μελέτη με βάση τη θεωρία της λογοτεχνίας.
Η αμηχανία της κριτικής και της θεωρητικής αντιμετώπισης του κειμένου αυτού από το 1866 ως σήμερα είναι χαρακτηριστική, παρά τα επί μέρους στοιχεία που έχουν κατατεθεί κατά καιρούς, αφού χρειάζεται πολλή ακόμα δουλειά για την περιγραφή και αξιολόγησή του. Είναι χαρακτηριστικό πως έχουμε κυρίως περιορισμένης έκτασης άρθρα για το μυθιστόρημα, μία και μόνο διατριβή που δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη, μία μελέτη για τις «πηγές» του, η οποία έχει αρκετά μεθοδολογικά προβλήματα, και μία μελέτη του γράφοντος για όλο το έργο του Ροΐδη, όπου γίνονται αναφορές και στην Πάπισσα, αλλά όχι αποκλειστικά. Η προσέγγιση του σύνολου έργου του Ροΐδη αποτελεί ένα βήμα προς την ανάδειξη του υποβάθρου, αλλά δεν αναδεικνύει μόνο το κείμενο αυτό. Εκτός των προαναφερθέντων, υπάρχουν δύο μόνο μονογραφίες για το εκτός Πάπισσας έργο του: μία για την πορεία προς την Πάπισσα (Α. Γεωργαντά) και μία για τη διαμάχη Ροΐδη-Βλάχου (Δ. Δημηρούλης), αξιόλογη για τα κείμενα της διαμάχης που προσεγγίζει, αλλά περιορισμένη μόνο σε αυτά. Παράλληλα, υπάρχουν και πολλές γενικού τύπου μικρές μελέτες για το ύφος, την ιδεολογία και τη ζωή του Ροΐδη και κάποιες μελέτες για τα διηγήματα, αλλά όχι κάποια μονογραφία.
Όσον αφορά δε στην περιοδολόγηση της νεοελληνικής πεζογραφίας, ίσως είναι καιρός να υιοθετηθούν ενδολογοτεχνικά κριτήρια, που σχετίζονται με τη νέα μορφή μυθιστορήματος που τέμνει κάθετα την παράδοση. Αλλά εδώ ανοίγει μια άλλη συζήτηση.

[Το κείμενο αποτελεί μικρό μέρος (χωρίς υποσημειώσεις) ευρύτερης εργασίας που θα δημοσιευτεί σε πρακτικά συνεδρίου]

Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Νατάσσα Πουλαντζά, D.T.V.v.G.’ …missing piece, Dylan ThomasVincent van Gogh, αρχειακή εκτύπωση σε βαμβακερό χαρτί, 53x81 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: