26/6/16

Κατακρύπτοντας το νόημα

ΤΗΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ ΚΑΤΣΑΔΗΜΑ

Νατάσσα Πουλαντζά, W.B.G.R.’, William BurroughsGerhard Richter, ακρυλικά και ψηφιακή εκτύπωση σε καμβά, 60x90 εκ.


ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΒΟΥΖΗΣ, Η γλώσσα των υπερηρώων, ποιήματα, Κοινωνία των (δε)κάτων, σελ. 48

Τη γλώσσα των υπερηρώων του Παναγιώτη Βούζη συγκροτούν 33 στιγμές του χρόνου. Περί στιγμών πρόκειται, καθώς οι γλώσσες αφορούν σε θραύσματα και ως εκ τούτου, μέσω της σχάσης των λόγων και της ρευστοποίησης-διάχυσης ή/και διάλυσης- των εικόνων, τα δεδομένα-δρώντα στοιχεία υπερθερματίζονται και προτείνουν έναν νέο τρόπο ανάγνωσης του κόσμου. Εκεί που το προσωπικό συνδέεται με το διάφορο, τον αποσπασματικό χρόνο και αναπτύσσει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δυναμική σε έναν ισχυρό ρηματικό άξονα, με την δράση και την πράξη να βρίσκονται στο επίκεντρο. Γι’ αυτό και όλη αυτή η απόπειρα να μιλήσουν οι Υπερήρωες συνάδει με ένα π/νεύμα, μια πνοή και μοντέρνα ματιά που παρατηρεί την νευρασθένεια των καιρών για να την ανατιμήσει σε ανθρώπινη έκφραση, μεταποιώντας την σε θετική (υ)περαστική ταυτότητα. Η δημιουργία, λοιπόν, επί της παρούσης είναι μεν μια ατομική υπόθεση αλλά δεν μπορεί να επιτευχθεί δίχως σύμπραξη, συνέργεια και γνώση του παρελθόντος και των δομών του. Εν προκειμένω, τόσο η αφοσοίωση του Παναγιώτη Βούζη στο ομηρικό παρελθόν όσο και η ενεργή ενασχόλησή του με τον Όμηρο, σε επίπεδο φιλικών ή μη συζητήσεων, -ενώ οι κληροδοτημένες αξίες ενσαρκώνονται ως αποστασιοποιημένος λόγος,- συναποτελούν το κράμα ενός καθολικού ανθρώπου που πορεύεται προς τη γνώση από ερωτισμό για την επίγνωση. Είναι ο σκοπός που ενθυλακώνεται στην πράξη, στο κοίταγμα, στα «περιουσιακά», ώστε όλα τα ποιήματα να καταλήγουν επάξια στην τελεία τους, στην τελευταία σταγόνα (ακόμη και όταν η τελεία εννοείται αντί να καταγράφεται).

Μπορεί να δει, ο αναγνώστης, μέσα από την προφορική παράδοση, το παιχνίδι με την γλώσσα ως έναν τρόπο να παρουσιαστούν η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι, οι αόρατες πόλεις του Καλβίνο ή/και οι κατακρύψεις του Δημήτρη Αληθεινού ανά τον κόσμο. Ενδεχομένως και σε αυτό το ίδιον της εργοδυναμικής κάλυψης να οφείλεται η συμπάθεια, προς αναζήτηση της συνέχειας εκεί που υπάρχει ιστορία-περιπέτεια-συνειρμός-όσμωση αντί απλώς μνήμη-θυμικό-ειρμός-δράση. Ipso facto.
Ανατρέχοντας, τώρα, ιδιαίτερα σε μερικές από τις 33 στιγμές που εντυπώνονται και εντείνουν την προσοχή μας, η πρώτη για μένα είναι ο Αόρατος Άνθρωπος. Η στιγμή της αυτοκτονίας, έκκεντρη πράξη που γίνεται ειρωνικό -και συγκλονιστικό- γεγονός ενώπιον των αδιαίρετων άλλων, και μάλιστα «στο κέντρο της Πλατείας Συντάγματος», στο πλαίσιο μιας μεταθρησκευτικής αντίληψης για τον άνθρωπο, δίνει την σκυτάλη σε μια διαφήμιση της Coca Cola. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, επαληθεύεται πως το ασυνείδητο ενίοτε γονιμοποιείται από εικόνες. Ενώ, στη συνέχεια του ποιήματος, ο αναγνώστης παρακολουθεί την διασύνδεση των συλλογισμών του Βούζη, πώς τελικά «κλείνει στεγανός ο αξιοπρεπής κύκλος» και αόρατος άνθρωπος είναι ξέχωρα καθένας που ξεχνά τον εαυτό του, αναλίσκεται στις επαναδιατυπώσεις/ανατυπώσεις και αρχίζει να μοιάζει σε ένα αντίγραφο, σε έναν που μιμείται ήχους αντί να ενσαρκώνει την ίδια τη μελωδία.  Εξ’ αφορμής του ποιήματος, γίνεται αντιληπτό πως, ενώ η έμφαση μετατοπίζεται από την διάρκεια στην διακοπή, οι εικόνες αποκτούν συνεκτικότητα υπέρ του γλωσσικού στοιχείου, του παράγοντα που συνενώνει διάφορες ροές ζωής, χορδές πραγματικότητας, και τις μετουσιώνει σε ρυάκι, μελωδία, αίσθηση. Η επιστροφή της αίσθησης είναι το ζήτημα για την ποίηση και τον ποιητή, ώστε η αύρα της να μένει στον αναγνώστη.
Όσον αφορά στις στιγμές που ο ποιητής επιλέγει να μοιραστεί μαζί του, με τον καθρέφτη ή υπερκάτοπτρο των βιωμάτων του,  δύο ονόματα εκφράζουν την πρωτογενή αγάπη του για τη ζωή, την πάλη, τον κόσμο: Ευαγγελία και Νεκταρία. Και οι δύο συνηγορούν σε μια ρυθμική επανάληψη που εκπληρώνει την σημασία ενός γνώριμου και οικείου ήχου, δείχνουν την ασφάλεια της ζωής, την πυξίδα του ταξιδιού. Χαρακτηριστικό από αυτήν την άποψη είναι ότι τα δύο πρώτα ποιήματα αυτής της συλλογής φέρουν τους τίτλους «Ευαγγελία» και «Για τις αγάπες μου».  Με το ποίημα «Συνοδηγός», από την άλλη πλευρά, αρχίζει να χαράσσεται η πρώτη «ερυθρή γραμμή» και να δίνεται έτσι μια πρόγευση ταχύτητας, ενώ από «Το καλοκαίρι του Debord» πλέον ο αναγνώστης αρχίζει να βρίσκεται αντιμέτωπος με τις πηγαίες αντιθέσεις ανάμεσα στο αόρατο και στο ορατό, στο θέαμα-στην κοινωνία του θεάματος-και στο «απρόσιτο θέαμα». Εξ’ αφορμής του εν λόγω ποιήματος, καθίσταται εμφανές ότι ο τίτλος χαράσει την κεντρική ιδέα, την ραχοκοκαλιά αυτού που έπεται και αρτιώνει την ουσία ως πηγή και ύδωρ. Άλλωστε, οι τίτλοι χωρίς το περιεχόμενο, είναι των άλλων αντί δικοί μας, στηρίζονται σε λέξεις, φράσεις˙ σε γράμματα εν τέλει.
Μεταξύ αυτών των λέξεων, μία από αυτές που ξυπνούν το ασυνείδητο είναι και η «συνάντηση». «Συνάντηση την Κυριακή» είναι το ποίημα του Βούζη που ο ένας ποιητής αφιερώνει στον άλλον, ο Βούζης στον Νάνο Βαλαωρίτη. Αν και σύντομο, το ποίημα συνοψίζει την αξία της ίδιας της επαφής, της επικοινωνίας που μετατρέπει το μαύρο και το παρελθόν σε έγχρωμη εικόνα ενεστώτα, σαν να ήταν ένας ανολοκλήρωτος παρατατικός, μια περιγραφή να μείνεις μέσα στη γλώσσα των κινήτρων-άστρων που διαμορφώνουν τον γαλαξία της ψυχής και μας ανανεώνουν από την καθημερινότητα. Εξ’ ου και Κυριακή, μια ημέρα-αργία ή μάλλον διεργασία.
Σε σχέση μάλιστα με τη διεργασία των γλωσσών, όπως τα ελληνικά γίνονται greekglish ή και σκέτα αγγλικά, ο αναγνώστης μπορεί να δει το πείσμα αυτού του ποιητικού πνεύματος να διαφύγει της μίας και μονομερούς έκφρασης για να έρθει σε διαμάχη με τις δυνατότητες που διανοίγονται. Το κολλάζ υπηρετεί τις καταγωγικές αξίες-παραδόσεις των υπερρεαλιστών, των οπτικών ποιημάτων του Guillaume Apollinaire και των ειδικών αφηγηματικών κειμένων του James Joyce, όπου επίσης μια συγκεκριμένη πτυχή πραγματικότητας-υποπραγματικότητα μετατρέπεται σε υπερπραγματικότητα.  Εδώ, τηρείται η σημασία της μορφής, όμως αίρεται κάθε λυρισμός που δεν αναμετριέται με σκόπιμες φωτογραφίες του τυχαίου. 
Γενικότερα, Στην γλώσσα των υπερηρώων του Παναγιώτη Βούζη, κάθε καταληκτικός, κατά κύριο λόγο, στίχος αποτυπώνει και μια ανάλογη στιγμή μαγικής τυχαιότητας ως ύστατο σχόλιο και βαρόμετρο του τίτλου του ποιήματος, εκ των οποίων διακρίνω: αντί για μνήμη θα έχεις τον θεϊκό πανικό -ποίημα «Συμμόρφωση»/ στα δυο βήματα πάρτε μια απ’ τις ζέστες του Θεού –ποίημα «Ξεκουρδισμένο ρομπότ».  Αν ο τίτλος είναι εφάμιλλος του ματιού, τότε ο τελευταίος στίχος -αντιστικτικά- είναι εφάμιλλος του χεριού, αυτού που έχει πιάσει ήδη ο αναγνώστης.  

Η Αντιγόνη Κατσαδήμα είναι συγγραφέας


Νατάσσα Πουλαντζά, W.B.G.R.’ ...missing piece..., William BurroughsGerhard Richter, αρχειακή εκτύπωση σε βαμβακερό χαρτί, 51,5x75,5 εκ.    

Δεν υπάρχουν σχόλια: