29/5/16

Η πολιτική ως επιτέλεση

Η αναβάθμιση της παιδείας, αλλά και του διαλόγου και των αντιθέσεων που θα αναπτυχθούν, είναι μείζον πολιτικό και κοινωνικό στοίχημα

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Γιώργος Γουναρόπουλος, Κορίτσι με κοτσίδες
1920- 1923, λάδι σε μουσαμά, 45 x 36 εκ.
Το πόρισμα της Επιτροπής μορφωτικών υποθέσεων της Βουλής για την παιδεία, νομίζω πως αποτελεί ένα σπάνιο τεκμήριο για το πώς νοείται, και πρέπει να νοείται σήμερα, η πολιτική πράξη. Γιατί η ίδια η δομή του, όπως περιγράφεται από τον τίτλο του πορίσματος, «Διαπιστώσεις, Προτάσεις, Χρονοδιαγράμματα υλοποίησης», αποτυπώνεται σε κάθε επιμέρους σημείο, σε κάθε επίπεδο και πτυχή της εκπαίδευσης.
Δεν εργάζομαι στον εκπαιδευτικό χώρο, οπότε δεν μπορώ να κρίνω με ασφάλεια την ειδικότερη λειτουργία των παρεμβάσεων που περιγράφονται στο πόρισμα. Γνωρίζοντας όμως τις αλλαγές που έχουν επιχειρηθεί στην εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια, αλλά και έχοντας δει, όπως όλοι μας, την αποσπασματικότητα με την οποία επιχειρήθηκαν παρεμβάσεις σε άλλους τομείς, και από την παρούσα κυβέρνηση, νομίζω πως εδώ έχουμε να κάνουμε με κάτι διαφορετικό.
Δεν είναι μόνο η οργάνωση του πορίσματος, λεπτομερώς και με συνέπεια, πάνω στους τρεις άξονες, γεγονός που θα μπορούσε κάποιος να το υποβαθμίσει, ως αποτέλεσμα μιας άψογης τεχνοκρατικής επεξεργασίας.
Πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο: χωρίς μαξιμαλισμούς και βολικές γενικεύσεις, φτιάχνει ένα πλάνο πολύ συγκεκριμένων αλλαγών στην εκπαίδευση, με πολύ συγκεκριμένη ακολουθία και χρονική κλιμάκωση. Το σημαντικότερο όμως είναι το επιπλέον: ταυτόχρονα φτιάχνει το πλαίσιο και τον χώρο μέσα στον οποίο οι φορείς της εκπαίδευσης μπορούν να λειτουργήσουν, και στην ουσία να οικειοποιηθούν και να εξελίξουν το πρόγραμμα των αλλαγών, εξελίσσοντας τον ίδιο τον εκπαιδευτικό θεσμό.

Εδώ είναι που αναδύεται ο κρίσιμος παράγοντας: τα κοινωνικά υποκείμενα που θα «αναλάβουν» τη διαδικασία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Αυτοί που θα το εξειδικεύσουν, θα το βελτιώσουν, θα το κρίνουν, θα απορρίψουν ενδεχομένως κάποια στοιχεία του πορίσματος.
Όλοι στον δημόσιο χώρο γνωρίζουμε τις δυνατότητες και τις προσπάθειες των φορέων και των δομών της εκπαιδευτικής διαδικασίας, καθώς και τις αντιφάσεις τους, ακόμα και τις παθολογίες τους. Όλοι έχουμε δει να ατονούν στην πράξη, ακόμα και νομοθετικές πρωτοβουλίες που κινούνταν στη σωστή κατεύθυνση και απολάμβαναν έναν βαθμό συναίνεσης. Όλοι επίσης ξέρουμε ότι οι διαδικασίες αλλαγών στην εκπαίδευση πρέπει επειγόντως να ξεκινήσουν, ακριβώς γιατί μας ενδιαφέρει η δημόσια εκπαίδευση και η υπεράσπισή της, που μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της αναβάθμισής της.
Το διαφορετικό που κάνει αυτό το κείμενο είναι πως εγκαλεί τους φορείς της εκπαίδευσης όχι με τρόπο αφηρημένα πολιτικό/συνδικαλιστικό, ούτε με γραφειοκρατική λογική, αλλά με τρόπο συγκεκριμένα επιτελεστικό, σε κάθε βαθμίδα και πτυχή της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Ο κάθε δάσκαλος, καθηγητής, μαθητής, φοιτητής, γονέας κλπ, έχει μπροστά του το πεδίο όπου μπορεί και πρέπει να παρέμβει, να λειτουργήσει, να αλλάξει τα δεδομένα, να υπερβεί τις αδράνειες της εκπαιδευτικής διαδικασίας, να διαφωνήσει, να αλλάξει αυτά που θεωρεί λάθος. Αυτή η συμμετοχή σχεδόν προσωποποιείται: ο καθένας αναγνωρίζει τον εαυτό του στους αντίστοιχους αρμούς, εγκαλείται ως πρόσωπο που μετέχει στο εκπαιδευτικό έργο.
Νομίζω λοιπόν πως έχουμε μπροστά μας το μείζον πολιτικό στοίχημα της κυβέρνησης, αλλά και των κοινωνικών δυνάμεων που αναγνωρίζονται σε αυτήν. Είναι η σημασία της εκπαίδευσης, είναι ο τεράστιος αριθμός όσων εμπλέκονται σε αυτήν, είναι η ιδεολογική και πολιτική κρισιμότητα αυτού του πεδίου, που το καθιστούν μείζον πολιτικό στοίχημα.
Οι αλλαγές που περιέχονται στο κείμενο του πορίσματος προϋποθέτουν την ανάπτυξη μιας κοινωνικής δυναμικής. Μιας δυναμικής που ελλείπει σήμερα, ή μάλλον που δεν εκφράζεται σήμερα. Τώρα όμως που τα οικονομικά δεδομένα, τόσο της χώρας συνολικά όσο και του καθενός μας, είναι γνωστά, και αφόρητα δεσμευτικά, το πεδίο της εκπαίδευσης είναι προνομιακό, για να αναπτυχθεί μια κοινωνική δυναμική αναμόρφωσης του θεσμού, «τούτων δοθέντων».
Όσο βίαιη και αν είναι συνήθως η χρήση ιστορικών αναλογιών, θα ήθελα να θυμίσω μια άλλη περίοδο. Όχι την ένδοξη δεκαετία του 1940, αλλά την αμέσως προηγούμενη, τη δεκαετία του ’30. Όπου, μια χώρα που δεν μπορεί να διαχειριστεί το βάρος της μικρασιατικής καταστροφής και της ενσωμάτωσης των προσφύγων, που χρεωκοπεί το 1932, που δεν έχει καμιά πολιτική σταθερότητα (ούτε καν ομαλή δημοκρατική πορεία), με εκρηκτικές και ασυμφιλίωτες αλλά πάντως χειραφετητικές πολιτικές και κοινωνικές αντιθέσεις, καταφέρνει να μπει σε μια εντυπωσιακή πορεία ανάπτυξης. Με πρωταγωνιστή την κοινωνία, αυτήν την κοινωνία που, το 1940, θα νιώσει ότι στα βουνά της Αλβανίας υπερασπίζεται τη χώρα που η ίδια έχει φτιάξει, όπως έχει δείξει εξαιρετικά ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης, στο βιβλίο του Προαναγγελία θυελλωδών ανέμων (εκδόσεις Βιβλιόραμα). Αυτή την κοινωνία που για να τιθασευτεί στη συνέχεια, χρειάστηκε μια ολόκληρη δεκαετία εν στόματι μαχαίρας.
Το πολιτικό στοίχημα της κυβέρνησης και της αριστεράς είναι αν θα κατορθώσει να φτιάξει μια τέτοια κοινωνική δυναμική. Το πεδίο της εκπαίδευσης είναι προνομιακό, ώστε να αποτελέσει το εφαλτήριο. Ως εκ τούτου, αποτελεί ένα μεγάλο πολιτικό αλλά και κοινωνικό στοίχημα.

(Διαβάζοντας κάποιες πρώτες αντιδράσεις απέναντι στο εν λόγω πόρισμα, εκ μέρους του πολιτικά αμήχανου «αντιστασιακού αριστερισμού», θα προσθέσω ότι είναι εύκολος, και έωλος, ο συντεχνιακός παρασιτισμός πάνω στο αστικό κράτος. Οι δημοκρατικές τομές, σήμερα, μπορούν να γίνουν μόνο αν κατανοήσουμε την εντελώς καινούρια συνθήκη, αν παρέμβουμε στις ίδιες της δομές της. Με αυτή την έννοια, οι ιδέες της αριστεράς είναι πάνω το τραπέζι: εύλογες και υλοποιήσιμες παρεμβάσεις, άνοιγμα του εκπαιδευτικού θεσμού στην κοινωνική δυναμική. Ας απλώσουμε το χέρι μας, να τις αγγίξουμε αυτές τις ιδέες...)

Δεν υπάρχουν σχόλια: