17/4/16

Η ελληνική ανθρωπολογία στα χρόνια της αθωότητας

ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ

ΤΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΠΑΠΑΤΑΞΙΑΡΧΗ

Η πρώιμη «Μεταπολίτευση» υπήρξε μια εποχή πνευματικής ανάτασης και δημιουργικής ανανέωσης, όχι μόνο της πολιτικής και της κοινωνίας αλλά και των επιστημών. Στο πεδίο της κοινωνικής σκέψης και στον χώρο των πανεπιστημίων υπήρξαν σημαντικές αλλαγές, που παρήγαγαν την αίσθηση της ρήξης με το ιδεολογικό κλίμα της δικτατορίας και δομικών μετατοπίσεων σε σχέση με την προδικτατορική περίοδο. Ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στα δύο ιστορικά, ανταγωνιστικά παραδείγματα, την «κοινωνική» και την «εθνική επιστήμη», για πρώτη φορά άλλαξε υπέρ της πρώτης. Ο επιστημονικός χώρος άνοιξε, πρώτα με τη δημιουργία άτυπων συλλογικοτήτων και χώρων καλλιέργειας νέων ιδεών στο περιθώριο των συντηρητικών ακαδημαϊκών θεσμών και, μετά, με την επικράτηση του μοντέλου του μαζικού πανεπιστημίου και την ίδρυση νέων ΑΕΙ. Οι επιστήμες της κοινωνίας και του ανθρώπου γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη, καθώς έρχονταν να ανταποκριθούν στο νέο ισχυρό αίτημα αυτογνωσίας. Στο παραπάνω πλαίσιο, και με βάση προσωπικά βιώματα, θέλω να προσεγγίσω τόσο την κοινωνική ανθρωπολογία ως παραδειγματική όψη αυτής της ανανεωτικής στιγμής όσο και τη συμβολή του Σωτήρη Δημητρίου σε αυτήν.
Ποια ήταν τότε η κατάσταση των ανθρωπολογικών πραγμάτων; Η κοινωνική και φυσική ανθρωπολογία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στο πανεπιστήμιο. Tο πείραμα του (Εθνικού) Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών είχε βίαια πληγεί από τη δικτατορία – ο ιδρυτής του ΕΚΚΕ Ιωάννης Περιστιάνης δεν είχε μαθητές, ο συντηρητικός δημοκρατικός ακαδημαϊσμός του γεννούσε το σεβασμό ωστόσο δεν ταίριαζε με τις ριζοσπαστικές αναζητήσεις της νεότερης γενιάς ενώ οι Έλληνες ερευνητές που τον πλαισίωσαν τη δεκαετία του ’60 είχαν κινηθεί κυρίως προς την κοινωνιολογία. Η Ελληνική Ανθρωπολογική Εταιρεία του Ιωάννη Κούμαρη, ιστορικός χώρος καλλιέργειας του ανθρωπολογικού φυλετισμού, είχε κλείσει τον κύκλο της, ενώ το αντίπαλο δέος, η πολύ νεώτερη Ανθρωπολογική Εταιρεία Ελλάδας του Άρη Πουλιανού, καθώς παρέμενε δέσμια της στενής επικέντρωσης στη φυσική ανθρωπολογία αδυνατούσε να συνομιλήσει με τον ανερχόμενο κοινωνιοκεντρισμό. Η λαογραφία και οι θεσμικοί της φορείς, παρά τις λαμπρές εξαιρέσεις, ελέγχονταν για την τροπή της «εθνικής επιστήμης» σε υπερσυντηρητικές κατευθύνσεις και το εθνοκεντρικό κιτς της δικτατορίας. Τέλος, το έργο των ξένων εθνογράφων της ελληνικής κοινωνίας δεν έφθανε στο ελληνικό ακροατήριο, ενώ ο διεθνής ανθρωπολογικός προβληματισμός φαινόταν να μην ενδιαφέρει. Εν ολίγοις, ο σύγχρονος ανθρωπολογικός λόγος απουσίαζε από το πνευματικό προσκήνιο.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον αναθεωρήσεων και αμφισβητήσεων των ακαδημαϊκών θεσμών γεννήθηκε για πρώτη φορά μια συλλογική ανθρωπολογική κίνηση. Η «Ομάδα Ανθρωπολογίας» ξεκίνησε από τα κάτω, από λίγους της νεότερης γενιάς – μεταπτυχιακούς και προπτυχιακούς φοιτητές και ορισμένους νεαρούς ερευνητές. Κάποιοι απ’ αυτούς, μετά από σπουδές σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, έμελλε να αποτελέσουν τους πρώτους έλληνες επαγγελματίες κοινωνικούς ανθρωπολόγους. Ήταν ένας χώρος στο περιθώριο των ακαδημαϊκών θεσμών, αφιερωμένος στο διάβασμα ανθρωπολογικών κειμένων και στη συζήτηση συναφών ζητημάτων αλλά και στη διάδοση των νέων ανθρωπολογικών ιδεών, κυρίως μέσα από μεταφράσεις και εκδόσεις. Μαζευόμασταν σε τακτά διαστήματα, διερευνούσαμε τις προοπτικές ανάπτυξης της ανθρωπολογίας, ακόμη και κρατούσαμε πρακτικά!
Αυτά ήταν τα χρόνια της αθωότητας. Κυριαρχούσαν η ιδεαλιστική αναφορά στη γνώση, το δέος της «πρωτοπορίας», η ανιδιοτέλεια, θα τολμούσα να πω η επιστημονική συντροφικότητα. Θυμάμαι την ανάταση που δημιουργούσε τότε η ενασχόληση με την επιστήμη του Tylor, του Malinowski, του Mauss και του Levi-Strauss – μια γοητευτική επιστήμη, μακρινή, ριζικά διαφορετική και τόσο φρέσκια ώστε να ανταποκρίνεται ιδανικά στις ανανεωτικές μας προσδοκίες και να ικανοποιεί το αίτημα της ρήξης με το παρελθόν.

Ένα σημείο αναφοράς

            Ο Σωτήρης Δημητρίου υπήρξε σημείο αναφοράς εκείνη την εποχή των ριζικών αμφισβητήσεων. Η ανθρωπολογία την οποία πρέσβευε, καθώς ανταποκρίνονταν στο πνεύμα της εποχής, μπορούσε να καλύψει το υφιστάμενο κενό. Και έτσι έγινε. Η αντιστασιακή ταυτότητα του Μακρονησιώτη διανοούμενου, σε συνδυασμό με την προσωπικότητά του, σηματοδότησαν πολιτικά τη νέα αρχή, ενώ τα ειδικά χαρακτηριστικά της ανθρωπολογικής του αντίληψης συνέβαλαν καθοριστικά στην παραγωγή μιας ιδιότυπα «ελληνικής» κοινωνικής ανθρωπολογίας εντός του κοινωνιοκεντρικού παραδείγματος.
Ποια ήταν αυτά τα χαρακτηριστικά;
Η ανοικτότητα και ο συγκριτισμός. Στο βαθμό που εμπνέονταν από την αφρικανική του εμπειρία –που βέβαια ποτέ δεν μετουσιώθηκε σε «εθνογραφική» αφού δεν μεταγράφηκε στο επαγγελματικό πεδίο–, και την «ερευνητική» αναφορά στον μεγάλο χρόνο –που είχε αποτελέσει αντικείμενο της πραγματείας του για τους «Προϊστορικούς πολιτισμούς»– η ανθρωπολογία του Δημητρίου ήταν προγραμματικά εξωστρεφής. Έφερνε, όπως όφειλε, τους πολιτισμικούς «άλλους» στο προσκήνιο, ενώ παρέμενε ανοικτή στην οικουμενικότητα της ανθρώπινης συνθήκης.
Η θεωρητική ενάργεια. Η ανθρωπολογία του ήταν συγχρονισμένη με διεθνείς συζητήσεις και φιλοσοφικά ενήμερη, χάρις στην ευρύτατη παιδεία του αυτοδίδακτου Δημητρίου, που με αφετηρία και σταθερή αναφορά στο μαρξισμό διαλεγόταν από πρώτο χέρι με τα ανερχόμενα θεωρητικά ρεύματα της εποχής, και δεν περιορίζονταν στα στενά χωράφια του ανθρωπολογικού κλάδου, αλλά συνομιλούσε με άλλα πεδία – για παράδειγμα στο χώρο της αισθητικής και του κινηματογράφου. Ταυτόχρονα, ο Δημητρίου συνέχιζε την Λεκατσική κληρονομιά, της εναλλακτικής μαρξιστικής αρχαιογνωσίας, που συνδυάζει έναν ζωντανό μαρξισμό, σε διαρκή μετασχηματισμό, καθώς εφαρμόζεται στη μελέτη της πραγματικότητας, με τον εξελικτισμό.
–Πολιτικότητα και κριτική αυτογνωσία: η διανοητική δέσμευση στο «(οικουμενικό) εκεί» συνδυάζονταν με και υπηρετούσε την πολιτική και πρακτική δέσμευση στο «(ελληνικό) εδώ». Στη σκέψη του δέσποζαν η συνείδηση της απελευθερωτικής δύναμης που έχει η γνώση όταν αυτή διαχέεται στους πολλούς και η μέριμνα της κριτικής αυτογνωσίας. Και τα δύο καθήκοντα απαιτούσαν τη συλλογική δουλειά έξω από τους επίσημους θεσμούς. Αυτή η πεποίθηση συντόνιζε απόλυτα την ανθρωπολογία του με το πνεύμα της εποχής. Ακόμη περισσότερο, η πρότασή του προσέφερε έναν ιδιαίτερο δρόμο αυτοσυνειδησίας, το δρόμο της ετερότητας. Η ανθρωπολογία του συνιστούσε –για να είμαστε ακριβείς, υπόσχονταν, αφού πολλές πτυχές παρέμεναν γοητευτικά αδιευκρίνιστες– μια ιδιαίτερη ματιά, συγκριτική και άρα εικονοκλαστική: η κριτική της στόχευση αποτελούσε ανακουφιστικό αντίδοτο στον προγονόπληκτο εθνοκεντρισμό. Ταυτόχρονα, πρόσφερε τη σιγουριά της επιστημονικής «αλήθειας», αφού θεμελιώνονταν στην «υλιστική» προσέγγιση της πραγματικότητας που τη διασφάλιζε απέναντι στην «ιδεολογία».
Οραματική σύλληψη της ανθρωπολογίας. Η ανθρωπολογία του Δημητρίου ήταν πρώτα και κύρια αποστολή και δευτερευόντως επάγγελμα. Σταθερά τοποθετημένη εκτός του ακαδημαϊκού χώρου, με την κριτική της στόχευση έλεγχε την ανεπάρκεια και τον καιροσκοπισμό του τότε ακαδημαϊκού κατεστημένου. Παρέπεμπε σε μια βαθύτερη ουσία – στην απελευθερωτική αξία του «γνώθι σ’ αυτόν» και στον προνομιακό ρόλο της ανθρωπολογίας σε αυτό το εγχείρημα.
Στην κατανόηση της ουσίας αυτής της νέας επιστήμης, η χαρισματική προσωπικότητα του Δημητρίου έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Η εικόνα τού «εκτός των τειχών» διανοούμενου, του απόλυτα ταγμένου σε μια επιστημονική αποστολή, με μόνο κίνητρο την αγάπη στη γνώση και την πολιτική δέσμευση να τη μοιραστεί, ο ανεπιτήδευτος εξισωτισμός, η αστείρευτη γενναιοδωρία, η επικοινωνιακή αύρα, η μεθοδική προσήλωση στο επιστημονικό αντικείμενο – αυτά και πολλά άλλα υποχρέωναν. Ο Δημητρίου μας ένωνε στην συλλογική προσπάθεια ανάπτυξης της ανθρωπολογίας. Είμαστε τυχεροί που κάναμε τα πρώτα ανθρωπολογικά μας βήματα δίπλα του, που πρώτα αγαπήσαμε την ανθρωπολογία και μετά τη γνωρίσαμε συστηματικά.
Από τότε κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι της ελληνικής ανθρωπολογίας, κυρίως με την πανεπιστημιακή της αποκατάσταση. Το πνεύμα της δημόσιας κριτικής σκέψης που υπερασπίζεται ο Σωτήρης Δημητρίου καθοδήγησε τις επιστημονικές αναζητήσεις και διαμόρφωσε καίριες επιλογές πολλών από τη γενιά των ελλήνων ανθρωπολόγων, που στελέχωσαν τα πρώτα Τμήματα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στην Ελλάδα, δίδαξαν στα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, και διαμόρφωσαν τις νεότερες γενιές φοιτητών και ερευνητών. Ο ίδιος, πάντα χαλκέντερος και πιστός στην ανθρωπολογική αποστολή, μέσα από ένα διαρκώς ανανεούμενο και σταθερά αυτόνομο μετερίζι, έξω από τους επίσημους θεσμούς, εξακολουθεί να μας υπενθυμίζει με τη διδασκαλία και το γραπτό του έργο τον χειραφετητικό πυρήνα της επιστήμης μας. Γι’ αυτό και του οφείλουμε πολλά.

Ο Ευθύμιος Παπαταξιάρχης διδάσκει κοινωνική ανθρωπολογία στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: