10/4/16

Εκατέρωθεν του τοίχου

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

Μπροστά: Frances Rich, Σπουδή για το Μνημείο της Νοσοκόμας του Στρατού και του Ναυτικού, 1937-1938. 
Συλλογή Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος Στο βάθος: Κώστας Μπασάνος, Bones, 2013. Ευγενική παραχώρηση του καλλιτέχνη. 
Φωτογραφία: Πηνελόπη Γερασίμου


ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ, Η κρυφή πόρτα, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 178

Μου αρέσουν τα μικρά μυθιστορήματα που διαβάζονται με μια ανάσα. Σε τραβούν αποφασιστικά στον κόσμο τους, σε ρουφούν με ορμή στο σύμπαν τους απομονώνοντάς σε από τον περίγυρο και τα τρέχοντα της καθημερινότητας. Μετά από μια-δυο μέρες ή κάποιες ώρες για τους συστηματικούς αναγνώστες, όταν γυρίσεις την τελευταία σελίδα και πάψεις να καθρεφτίζεις τη ζωή σου στις λέξεις τους και να αντιπαραβάλλεις τα πεπραγμένα της με αυτά των ηρώων, σε απελευθερώνουν από τη σαγήνη της παρουσίας τους.
Ο μεσόκοπος συγγραφέας και μεταφραστής, πρόωρα συνταξιοδοτημένος από το δημόσιο και πρόσφατα διαζευγμένος και η νεαρή καλλίγραμμη web-designer με την παράλληλη σκοτεινή και αμφιβόλου περιεχομένου επαγγελματική δραστηριότητα, συνοικούν σε όμορα διαμερίσματα. Αυτός με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη και αυτή με την ιδιότητα της ενοικιάστριας. Τους χωρίζει ένας τοίχος, ή μήπως τους ενώνει, αφού η συγκεκριμένη μεσοτοιχία-σύνορο διαθέτει επιπλέον μια από αυτές τις κρυφές πόρτες, χωρίς κάσα και πόμολο, καμουφλαρισμένη από την ταπετσαρία, καμάρι και επιτομή των νεωτερικών αθηναϊκών πολυκατοικιών του εξήντα, να συνδέει την κουζίνα με την τραπεζαρία δίνοντας στην κατοικία μια μεγαλοαστική αίγλη και μια πνοή εκσυγχρονισμού.

Στο νέο μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου, ένα σκοτεινό ανεστραμμένο ρομάντσο με στοιχεία μυστηρίου, ερωτικού δράματος και αναφορές στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, η κρίση είναι αισθητή. Επικάθεται σωρευτικά σαν σκόνη στις άλλοτε ακμάζουσες αστικές συνοικίες του κέντρου της πόλης και στις ζωές των ανθρώπων, αλλάζοντάς τους όψη και περιεχόμενο. Τα σπίτια στα Εξάρχεια, στην  Νεάπολη, στους πρόποδες του Λυκαβηττού, στην Ασκληπιού και την Ιπποκράτους ερημώνουν από τους παλιούς ευυπόληπτους και ευκατάστατους παραδοσιακούς κατοίκους, παρακμάζουν και γίνονται κέντρα διερχομένων φοιτητών και κατατρεγμένων νεόπτωχων. Σ’ αυτό το ρευστό και μεταλλασσόμενο πλαίσιο έκπτωσης και εγκατάλειψης οι ιστορίες των δύο ηρώων κινούνται σε παράλληλες τροχιές, άλλοτε συγκλίνοντας και άλλοτε αποκλίνοντας. Αν η ζωή του ιδιοκτήτη χαρακτηρίζεται από την απάθεια και την παραίτηση, τη συναισθηματική συρρίκνωση και τη ματαίωση των συγγραφικών προσδοκιών, την εσωστρέφεια, την περιχαράκωση και την προσήλωση σε τελετουργικές επαναλήψεις ταπεινών μικρών απολαύσεων μέσα στην ασφάλεια και την οικειότητα του κληρονομημένου μητρικού καταφυγίου, η ζωή της ενοικιάστριας σαρώνεται από την απόγνωση για την ανυπαρξία μέλλοντος, την καταφυγή σε εφήμερες και επισφαλείς πρακτικές επιβίωσης, την ωμότητα των επιλογών και την ριψοκίνδυνη έκθεση σε ελλοχεύοντες κινδύνους. Στη διάρκεια της αφήγησης αντιδιαστέλλεται η νάρκη και η απραξία του διανοούμενου μεσήλικα, που επιβιώνει μέσα στον φόβο των γηρατειών, στην μοναξιά των βιβλίων και στη σιωπή των παλιών επίπλων παρατηρώντας τους γείτονες, με την χωρίς πυξίδα ανάπηρη ανεξαρτησία της νεαρής κοπέλας που διασκορπίζεται στο σήμερα και ζει παράτολμα και κυνικά το τώρα μέσα στο μικρό νοικιασμένο και επιπλωμένο από το ΙΚΕΑ διαμέρισμα. Το δυάρι που κάποτε αγοράστηκε για να στεγάσει τον φοιτητή γιο πλάι σ’ αυτό της μάνας σε ένα καθεστώς ημιαυτόνομης συγκατοίκησης, αφού η κρυφή πόρτα διασφάλιζε την ανεξαρτησία τους, μετά το διαζύγιο ενώθηκε με το διπλανό του σε ένα άνετο οροφοδιαμέρισμα για να κατοικήσει ο διαζευγμένος συγγραφέας, για να διαιρεθεί ξανά και να εκμισθωθεί αναγκαστικά εξαιτίας της πενιχρής σύνταξης και της οικονομικής δυσπραγίας. Η συνοίκηση, εκατέρωθεν του τοίχου, των δύο αυτών φαινομενικά αταίριαστων και χωρίς κοινό παρονομαστή ανθρώπων, οι οποίοι εκπροσωπούν εκδοχές των επιπτώσεων της κρίσης σε διαφορετικές γενιές και πληθυσμιακές ομάδες, θα αποβεί μοιραία. Η σταδιακή προσέγγιση τους θα φέρει στο προσκήνιο παλιές απειλές, αγνοημένες προφητείες και καταχωνιασμένες ανέμελα στη λήθη υποθηκεύσεις. Ο σαρκικός πόθος, η ερωτική παραφορά και η ιδεοληπτική εμμονή της κατάκτησης της νεαρής ενοικιάστριας από τη μια πλευρά, και η ανάγκη για αποδοχή, στοργή και προστασία από ένα έστω αμφίβολων προθέσεων πρότυπο πατέρα από την άλλη, θα συμπλέξει τις ζωές τους και θα μετασχηματίσει καταλυτικά την καθημερινότητά τους. Ο μικρόκοσμος που επιμελώς καθείς είχε κατασκευάσει για να θωρακίσει την απέλπιδα ύπαρξή του θα υπονομευθεί και θα αλωθεί. Ο χώρος θα ξαναγίνει ενιαίος και η αυτονομία τους θα καταλυθεί με αμοιβαία ανταλλάγματα και υποχωρήσεις σε μια ένωση φιλήδονη και σπαραχτική, χωρίς ελπίδα και μέλλον.
Η πλοκή του μυθιστορήματος αναπτύσσεται δεξιοτεχνικά στο παρόν και το παρελθόν με επίκεντρο τη χωρική συνθήκη της μεσοτοιχίας, που συμβολίζει τον κοινό τόπο, τον χώρο που κείται «ανάμεσα». Τη διάζευξη δύο πραγμάτων αλλά και τη δυνατότητα σύζευξής τους, την παραγνωρισμένη και αγνοημένη εγγύτητά τους. Με το εύρημα αυτό ο συγγραφέας συνδέει τις ζωές των ηρώων του δίνοντας με φειδώ και γνώση τα κλειδιά της προσπέλασης του μύθου στον αναγνώστη. Ελέγχοντας τη ροή των πληροφοριών και των αποκαλύψεων τον κρατά σε εγρήγορση και του εξάπτει το ενδιαφέρον. Ο ενδιάμεσος τοίχος, ένα δομικό στοιχείο χωρικής διαίρεσης και διάκρισης, που κατά μία έννοια χωρίζει αναπόδραστα ετερότητες (διαφορετικά αστικά κελύφη, διαφορετικές αντιλήψεις, διαφορετικές ζωές, διαφορετικές προσδοκίες), κατά μία άλλη δυνητικά τις ενώνει. Πόσο  μάλλον όταν ο τοίχος διαθέτει μια αφύλακτη κερκόπορτα που έχει μείνει λειτουργικά ενεργή με τη συναίνεση και των δύο, μια κρυφή δίοδο να αποτελεί απαράβατη συνοριακή γραμμή και ταυτόχρονα πρόκληση για την προσπέλασή της. Μια γέφυρα-πέρασμα να συνδέει τους δύο ανεξάρτητους προσωπικούς χώρους, να συναρθρώνει τις διαφορετικότητες και να εξασφαλίζει την όσμωση.
Αυτή την υπέρβαση θα επιχειρήσει απονενοημένα ο ιδιοκτήτης διεισδύοντας στη ζωή της ενοικιάστριάς του. Θα ανοίξει την πόρτα, θα διασχίσει το όριο, θα ακυρώσει την αυτοτέλεια των χώρων, θα τολμήσει την ένωση και το ανήκουστο και το βέβηλο, σαν άγγελος τιμωρός, θα εισβάλλει στις ζωές τους γκρεμίζοντας τα τείχη της φρόνησης και συμπαρασύροντας τους στον όλεθρο.  

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας 

Δεν υπάρχουν σχόλια: