ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Μιλώντας για την Μάρθα Πύλια, οφείλω να αναφερθώ στα κείμενά της
στις «Αναγνώσεις», στα αφιερώματα που τακτικά οργάνωνε στις σελίδες μας, στο
μοναδικό στο δημόσιο χώρο, και μάλιστα από τις σελίδες μιας εφημερίδας, πολυσέλιδο
αφιέρωμα στο μειονοτικό της Θράκης (27/09/2009), στο ετήσιο αφιέρωμα «Διαδρομές
εθνικού προσδιορισμού», που για οκτώ συναπτά έτη συνέτασσε την 25η Μαρτίου, στο
επίσης πολυσέλιδο αφιέρωμα για τους πολιτικούς εξόριστους την περίοδο της
χούντας, και σε άλλα πολλά, αφιερώματα και κείμενα, που συνιστούν ένα
περίβλεπτο σώμα έργου δημόσιας ιστορίας, εφαρμοσμένης, πολύπλευρης και
ενταγμένης μέσα στο ιστορικό παρόν, χωρίς εκπτώσεις επιστημονικής ή ιδεολογικής
τάξης, πάντα με ακρίβεια και εγκυρότητα, που βέβαια προϋπέθεταν δουλειά και
επιμέλεια μηνών.
Αν επικεντρώσουμε όμως περισσότερο στο επιστημονικό της
αντικείμενο, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς, ανατρέχοντας στα αφιερώματα
που επιμελήθηκε κάθε 25η Μαρτίου, ότι στον πυρήνα τους δεν είχαν το
ίδιο το «γεγονός» της επανάστασης του 1821, αλλά προσπαθούσαν, με τον καλύτερο
δυνατό τρόπο, να φέρουν στο φως της δημοσιότητας θραύσματα μιας παρελθούσης
συνολικής κοινωνικής πραγματικότητας. Έτσι, η νοητή γραμμή, που συνδέει
τα δεκάδες κείμενα των αφιερωμάτων της κάθε 25η Μαρτίου, βρίσκεται
σκοπίμως σε αντίθεση με μια εικόνα περί της επανάστασης, πλασμένη από
σχολικά αναγνώσματα και τον κυρίαρχο λόγο. Μια νοητή γραμμή η οποία εμμένει
ακριβώς πέρα από την εθνωφελή ρητορική, περί ηρώων και ενδόξων μαχών σε μια μεγεθυμένη
κι αποκομμένη στιγμή. Βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τούτη τη «μαγική» εικόνα,
εφόσον κάθε ιστορική συγκυρία, όσο «εξαιρετική» ή «μοναδική» κι αν φαντάζει,
είναι γέννημα πολλών χρονικοτήτων, πολλών εποχών, οι οποίες, εκ των υστέρων και
δι' αυτής τής (φαινομενικά) μη «κανονικής» στιγμής νοηματοδοτούνται, παράγοντας
μια τομή στο ιστορικό συνεχές.
Αντίθετα με τους συνήθεις πανηγυρικούς, ή τις ανέξοδες
«αποκαθηλώσεις», που, σε μεγάλο βαθμό, αναπαράγουν τους κοινούς τόπους,
αλλάζοντας καμιά φορά μονάχα το ιδεολογικό τους πρόσημο, όλα τα αφιερώματα της
Μάρθας, και για παράδειγμα αυτό για το μειονοτικό της Θράκης, κινούνταν πάντοτε
μακριά από απλοϊκές γενικεύσεις, μακριά από αθεμελίωτα πλην φανταχτερά σχήματα,
άτεγκτες βεβαιότητες, αποδομώντας, στο μέτρο του δυνατού, κάποιες ένοχες σιωπές
αλλά και ένοχες πλάνες. Όλα αυτά δεν είναι, από μόνα τους, διόλου λίγα ή
ασήμαντα. Ο στόχος, όμως, ήταν εντέλει άλλος: η προσπάθεια εξοικείωσης του
αναγνωστικού κοινού μιας εφημερίδας, με τα πιο πρόσφατα πορίσματα της ιστορικής
επιστήμης.
Μια εργασία ιδιαιτέρως παραμελημένη στον τόπο μας, εκλαμβανόμενη
ακόμα ως πάρεργο ή ως κάτι που σπανίως θεωρείται ως «συνδρομή στην επιστήμη»,
βρήκε στο πρόσωπό της έναν υποδειγματικό εκπρόσωπο. Η εξοικείωση λοιπόν ήταν ο
στόχος, και όχι η λεγόμενη «εκλαΐκευση», όρος που παραπέμπει σε μια σχέση
υποταγής, σχέση δασκάλου που μιλά από καθέδρας σε αδαείς, αναπαράγοντας τη
διάκριση μεταξύ «ειδήμονα»/«τεχνοκράτη» και πειθήνιου αναγνώστη, θεμελιώνοντας
περισσότερο μια δομή εξουσίας παρά μια παιδευτική σχέση.
Ο στόχος της Μάρθας Πύλια ήταν η διαδικασία της φυγής από το
οικείο, το γνωστό, το θεωρούμενο ως φυσιολογικό, προς το άγνωστο, το
πρωτοφανές, το ανείδωτο. Η Μάρθα Πύλια, με όλες της τις δυνάμεις, επί οκτώ
συναπτά έτη, έφερε εις πέρας αυτήν ακριβώς την προσπάθεια «ανοικείωσης» αλλά
και επανανακάλυψης: ιστορικών περιόδων, μεγάλων θεμάτων, όπως το μειονοτικό της
Θράκης, πραγμάτων που φαντάζουν τόσο γνωστά, «χάρη» στα στερεότυπα που
επαναλαμβάνονται ίδια κι απαράλλαχτα από τον κυρίαρχο λόγο, αλλά και τόσο
μακρινά και αδιάφορα σε πολλούς, για την ίδια ακριβώς αιτία.
***
Με την Μάρθα Πύλια μας συνδέει μια στενή, καθημερινή σχέση μιας
δεκαετίας, που ξεκινά αμέσως μετά την υποστήριξη της διδακτορικής διατριβής της
και φθάνει μέχρι τον θάνατό της. Μια σχέση όπου ο ένας «πρόβαλλε» πάνω στον
άλλο, δοκίμαζε, τις αναζητήσεις και τα κείμενά του. Η απόσταση, η διαφορά και η
σύγκρουση ήταν πάντα δεδομένη – άλλωστε μόνο σε αυτή τη βάση είχε νόημα η
«προβολή» και η δοκιμασία.
Άπειρες, και παροιμιώδεις, είναι κάποιες
μεταμεσονύκτιες σχετικές συζητήσεις, με συμμετοχή και κοντινών ανθρώπων, όπως η
παρέα των «Αναγνώσεων». Εν συνόλω, μια καθημερινή, δύσκολη αλλά γόνιμη,
πνευματική-προσωπική διαδικασία, μέσα στην οποία και οι δύο αλλάξαμε,
προχωρήσαμε, συγκλίναμε και αποκλίναμε, μεγαλώσαμε, προσφέραμε πράγματα,
χαρίσαμε, οφείλουμε ο ένας στον άλλο.
Τεκμήριο
αυτής της σχέσης είναι το βιβλίο μου Ο
Καρτέσιος στην Τρίπολη (2002), το οποίο της αφιερώθηκε, όπου υπάρχουν και
κάποιες ενδοκειμενικές αναφορές σε αυτήν. Ενδεικτικά: «Η φίλη ιστορικός Μαγδαληνή
Αρναούτογλου ερεύνησε εξονυχιστικώς τις βιβλιοθήκες, ερώτησε τους σοφότερους
ιστορικούς, νυν και τέως διευθυντές Βιβλιοθηκών και Αρχείων, στην Αθήνα, στην
επαρχία και στη Γαλλία, συλλέκτες ειδικευμένους στα πελοποννησιακά και μάλιστα
στα έγγραφα της επανάστασης…» (σελ. 32). Να σημειωθεί ότι το χωριό τού
πατέρα της, όπου πέρασε τα καλοκαίρια της παιδικής της ηλικίας, ήταν το
Μουζάκι, της κοινότητας Θάνα Αρκαδίας, όπου και ο πύργος του προεπαναστατικού
τοπικού άρχοντα Αρναούτογλου. Λίγο πριν πεθάνει, με μια μικρή παρέα φίλων και
συνεργατών, επισκεφτήκαμε το χωριό, καθώς και τα ερείπια του πύργου του
Αρναούτογλου. Ζήτησε μάλιστα να
μεταφέρω την «παραγγελία», ότι ήθελε να ταφεί εκεί.
***
Σε αυτή τη δεκαετία, η Μάρθα δεν εξέδωσε κανένα δικό της βιβλίο,
με εξαίρεση το τελευταίο της αφιέρωμα στις «Αναγνώσεις», της 25ης Μαρτίου 2012,
που, συλλογικά, μαζί και ο Φίλων Φίλωνος, το εκδώσαμε στο «Βιβλιόραμα», υπό τον
τίτλο Από το 1821 από 2012.
Εκκρεμούσε βέβαια η έκδοση της διατριβής της (η οποία ήδη ήταν
διαθέσιμη στο ευρύτερο επιστημονικό κοινό, ως πανεπιστημιακή έκδοση διατριβής στη
Γαλλία). Το «Βιβλιόραμα» ανέλαβε το κόστος μιας «γρήγορης» μετάφρασης, ώστε στη
συνέχεια η ίδια η Μάρθα να τη δουλέψει και να την ολοκληρώσει ως βιβλίο. Αυτή η
μετάφραση έγινε, από γνωστό μεταφραστή. Η Μάρθα παρέλαβε τη μετάφραση, αλλά ποτέ
δεν την εξέδωσε ως βιβλίο.
Επίσης, το 2005, σ’ ένα ταξίδι
της στο Παρίσι, πήρε μια μακροσκελή συνέντευξη από τον ιστορικό Μορίς Εμάρ,
διευθυντή σπουδών στην Ecole
des hautes etudes en sciences sociales (και, για όσους ενδιαφέρονται, γαμπρό του
Μπρωντέλ...), ο οποίος μάλιστα συμμετείχε και στην επιτροπή κρίσης της
διατριβής της, μια συνέντευξη που αναφέρεται στη σχολή των Ανάλ, τη θεωρία της
σχολής, και τη σύγχρονη ιστοριογραφία. Κι αυτή τη συνέντευξη ουδέποτε αποφάσισε
να την εκδώσει, παρότι την απασχόλησε επί μακρόν∙ μάλιστα ένας νεώτερος
ιστορικός, ο Δημήτρης Μπαχάρας, την είχε απομαγνητοφωνήσει. Προφανώς, μια
τέτοια συνέντευξη, δεν θα τη δημοσίευε ποτέ, αν δεν τη συνόδευε με ένα δικό της
κείμενο, αντάξιο του θέματος, που θα τοποθετούσε τη συνέντευξη στο ιστορικό και
θεωρητικό της πλαίσιο. Δηλαδή, θα τοποθετούσε και την ίδια ως ιστορικό, με βάση
τη μέχρι τότε διαδρομή της, που όμως θα τη φώτιζε από μια καινούρια, επόμενη
θέση και σκοπιά που επιζητούσε.
Τέλος, δύο χρόνια πριν τον θάνατό της, έπρεπε να καταθέσει ένα βιβλίο,
ώστε να εξελιχθεί, στο Πανεπιστήμιο Θράκης, στη βαθμίδα της επίκουρης
καθηγήτριας. Έστησε λοιπόν ένα βιβλίο, με σχολιασμένα προεστικά τεκμήρια της
προεπαναστατικής Πελοποννήσου, το κατέθεσε, μαζί και όσες ανακοινώσεις είχε
κάνει εν τω μεταξύ, και εξελέγη. Όμως, κι αυτό το βιβλίο δεν το εξέδωσε ποτέ,
ούτε καν το έδωσε σε εκδότη -παρ’ ότι και πάλι υπήρχαν διαθέσιμοι-, ευρίσκεται
δε επιμελημένο, γλωσσικά και εκφραστικά.
Εδώ νομίζω πως εύλογα εγείρεται το ερώτημα: μήπως έχουμε να
κάνουμε με μια δεκαετή, εκδοτική σιωπή της Μάρθας Πύλια ως ιστορικού; Σε αυτή
τη δεκαετία, λοιπόν, εκτός από τις τελείως απαραίτητες για την εξέλιξή της ανακοινώσεις
σε συνέδρια, και κάποιες επίσης λιγοστές «επαγγελματικές» βιβλιοκρισίες, ως
ιστορικός δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Θράκης -αν και σε πολύ χαμηλότερο αντικείμενο
και επίπεδο από αυτό που θα ήθελε και της αντιστοιχούσε, αφού δεν δίδασκε σε
τμήμα Ιστορίας- και συμμετείχε στις «Αναγνώσεις» της Αυγής. Θεμιτό νομίζω το συμπέρασμα, ότι, ας το πούμε απλοϊκά, «κάτι
έψαχνε».
Ο καθένας νομίζω πως δικαιούται να σκεφτεί το ερώτημα: μήπως,
αυτή τη δεκαετία της εκδοτικής σιωπής, αναζητούσε/διερευνούσε μια υπέρβαση του
ορίζοντα μιας συγκεκριμένης μεθοδολογίας, με όλες τις θεωρητικές συνέπειες που
έχει μια τέτοια υπέρβαση; Συνακόλουθα, μήπως η Μάρθα ως ιστορικός, στο πεδίο
της παραγωγής της επιστήμης και όχι στον δημόσιο χώρο, σημαίνει κάτι
περισσότερο, ή και διαφορετικό, από τα όσα «πρόλαβε» να γράψει, και από όσα ήταν
«αναμενόμενα», δηλαδή προβλέψιμα να κάνει; Μήπως ως ιστορικός «μιλά» κυρίως με
τη σιωπή της;
Δεν είμαι αρμόδιος να απαντήσω σε αυτή την ακολουθία τών,
εύλογων νομίζω, ερωτημάτων. Τη σημασία τής ενδεχόμενης σιωπής της ιστορικού
Μάρθας Πύλια, και το συνακόλουθο ίχνος της στο χώρο των ιδεών, δηλαδή εκείνο το
ελάχιστο αλλά δηλωτικό και δεσμευτικό αποτύπωμα που μένει απ’ τον καθένα μας,
μέσα στο χωνευτήρι του χρόνου που αλέθει κατασκευές και οικειοποιήσεις, αυτό το
ίχνος ας το αναδείξουν άλλοι, αρμόδιοι, όταν αυτοί το κρίνουν.
Οφείλω όμως να επισημάνω,
ότι τη δημόσια, την κοινωνική και την προσωπική παρουσία της ως γυναίκα, τη
βάσιζε στη διεκδίκηση της απόλυτης ισοτιμίας, εν τοις πράγμασι, καθʼ ότι
φανατική του ορθού λόγου. Ήταν αυστηρή και απαιτητική με τους άλλους,
περισσότερο όμως με τον εαυτό της. Ακόμη και στα πιο δύσκολα, είχε ως όπλο της
εκείνο το μοναδικό, καυστικό χιούμορ της. Γιʼ αυτό, τα λυρικά δεν της
ταιριάζουν ετούτη την ώρα, όσο και να μας πνίγει η λύπη και η θλίψη, όσο και να
μας πονά η απουσία της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου