7/2/16

Η Τζούντιθ Μπάτλερ διαβάζει Χάννα Άρεντ

Απάτριδες, εθνικό κράτος και δήμος στον 21ο αιώνα

ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΜΑΚΡΗ

Γιάννης Μιχαηλίδης, Δείγμα γραφή, 2001- 2002, ακρυλικό σε χαρτί, (2 x) 29 x 21 εκ. 


HANNAH ARENDT, GIORGIO AGAMBEN, ENZO TRAVERSO, Εμείς οι πρόσφυγες. Τρία κείμενα, Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 116
ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΜΠΑΤΛΕΡ, ΓΚΑΓΙΑΤΡΙ ΤΣΑΚΡΑΒΟΡΤΙ ΣΠΙΒΑΚ, Τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο. Γλώσσα, πολιτική και το δικαίωμα του ανήκειν, Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος, σελ. 123

Η κρίση στη Συρία και οι μείζονες προσφυγικές ροές στην Ελλάδα και την Ευρώπη έφεραν και πάλι στο δημόσιο προσκήνιο το ακανθώδες και τραγικό παράλληλα ζήτημα των απάτριδων, που τόσο απασχόλησε την ανθρωπότητα σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Η μεγάλη θεωρητικός της πολιτικής Χάννα Άρεντ, δύο χρόνια πριν από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1943, με το άρθρο της «Εμείς οι πρόσφυγες», που δημοσιεύτηκε στις ΗΠΑ, με αφορμή και το εν εξελίξει Ολοκαύτωμα των Εβραίων από τους Ναζί, που μόλις είχε αρχίσει να αποκαλύπτεται ευρύτερα, τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα του νεοτερικού πολιτισμού, υποστηρίζοντας ότι το εθνικό κράτος απότυχε να προστατεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματα, αφού κάθε πολίτης χωρίς πολιτικά δικαιώματα, που έχανε δηλαδή την ιδιότητα της πολιτειότητας, αυτομάτως μετατρεπόταν σε ένα ανθρώπινο πλάσμα χωρίς αξία, χωρίς νομική προσωπικότητα, διαθέσιμο ανά πάσα στιγμή να φονευθεί.
Το δράμα των απάτριδων και των προσφύγων από τις αρχές του 20ού αιώνα και μετά συμπυκνώνεται για τη Χάννα Άρεντ στην παταγώδη αποτυχία της πολιτικής νεοτερικότητας συλλήβδην, από τη Γαλλική Επανάσταση και εντεύθεν, να προσδώσει στα ανθρώπινα δικαιώματα μία διακριτή και αυθύπαρκτη οντολογική υπόσταση, ένας είδος human condition, πέρα από τις εθνικές σκοπιμότητες της κρατικής κυριαρχίας και τα παιχνίδια του σοβινιστικού ιμπεριαλισμού. Ακριβώς με αυτήν την έννοια, μερικά χρόνια μετά, το 1951, στο αριστουργηματικό έργο της «Οι ρίζες του Ολοκληρωτισμού», αναφέρεται ρητά στο «δικαίωμα να έχεις δικαιώματα», ως μία ύστατη προσπάθεια να περιφρουρηθούν και να διασφαλιστούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, ειδικά όσων βρίσκονται πίσω και ανάμεσα από τα κρατικά σύνορα, σε αυτήν την παράδοξη χώρα του «μη ανήκειν», όπου η απώλεια της ιδιότητας του πολίτη σηματοδοτεί την ίδια την απώλεια της ανθρώπινης ιδιότητας.

Το έλασσον αυτό άρθρο αποτέλεσε έκτοτε το στοχαστικό πεδίο μίας αναστοχαστικής γενεαλογίας για το οντολογικό, ανθρωπολογικό, πολιτικό, νομικό και θεσμικό status των προσφύγων, αυτών που έχουν εκδιωχθεί από την πατρίδα τους κακήν κακώς, με διάφορες επιφάσεις ή αιτίες και πάντα υπό το έρεβος του τρόμου της απροκάλυπτης βίας και της απειλούμενης γενοκτονίας, που συνιστά σήμερα μία σημαντική και ανοικτή συζήτηση για την τύχη των απάτριδων σε ένα διεθνές σύστημα που αναγνωρίζει αποκλειστικά και μόνο κυρίαρχα κράτη και εθνικές πολιτειότητες, αγνοώντας τους ίδιους τους ανθρώπους, δηλαδή, όπως τονίζει εμφατικά και με μία δόση τραγικής ειρωνείας η Χάννα Άρεντ, τα «σκέτα ανθρώπινα όντα»: την ίδια την ανθρώπινη ζωή και την πολύτιμη αξία της, χωρίς νομικούς τίτλους, διαβατήρια και κρατικές βούλες. Ο απάνθρωπος θάνατος εκατοντάδων παιδιών στα νερά του Αιγαίου, μίας θάλασσας που συμβολίζει τον αρχετυπικό πολιτισμό, δυστυχώς δίνει στη σκέψη της μία δυσοίωνη προφητικότητα, επιβεβαιώνοντας, παράλληλα, και την αμφίσημη ρήση του φίλου της και μεγάλου απάτριδα, Βάλτερ Μπένγιαμιν, ότι δεν υπάρχει τεκμήριο του πολιτισμού που να μην είναι τεκμήριο βαρβαρότητας.
Πρόσφατα κυκλοφόρησαν στην ελληνική γλώσσα δύο βιβλία που αναδεικνύουν μεγάλο μέρος αυτής της ενδιαφέρουσας αναστοχαστικής γενεαλογίας πάνω στην αρεντική έννοια του πρόσφυγα και φωτίζουν περαιτέρω τα κρίσιμα διλήμματα ενώπιον των οποίων στέκεται σήμερα η Ευρώπη ως γηραιά κοιτίδα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στο πρώτο παρουσιάζεται το επίμαχο άρθρο της Χάννα Άρεντ «Εμείς οι πρόσφυγες» και δύο σχετικά κείμενα των Τζόρτζιο Αγκάμπεν και Έντσο Τραβέρσο, που αναδιατυπώνουν το βασικό επιχείρημά της για το «δικαίωμα να έχεις δικαιώματα»: ο Αγκάμπεν από την πλευρά ενός refugium, που προσδίδει στον πρόσφυγα το χαρακτήρα του πραγματικού πολίτη του κόσμου· ο Τραβέρσο από την πλευρά μίας πνευματικής εξορίας, όπου οι συνειδητοί παρίες/διανοούμενοι γίνονται το ένζυμο της ριζοσπαστικής κοινωνικής αλλαγής.
Το δεύτερο βιβλίο φέρνει στο φως της δημόσιας και ακαδημαϊκής σφαίρας το διάλογο ανάμεσα στην Τζούντιθ Μπάτλερ και την Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ σχετικά με τη γλωσσική επιτελεστικότητα του εθνικού ύμνου, κατ’ ουσίαν, δηλαδή, με το ερώτημα αν ένας πρόσφυγας μπορεί να ενταχθεί σε μία εθνική κοινωνία κρατικά οργανωμένη, μέσα από το δικό του γλωσσικό όχημα; Μπορεί ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα να γίνει μέλος μίας νέας πατρίδας, τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο της στη μητρική γλώσσα του; Αυτό το κομβικό ερώτημα για την τύχη των ανθρώπινων πλασμάτων που κατοικούν στη χώρα του «μη ανήκειν» επιλέγει να απαντήσει η Τζούντιθ Μπάτλερ, ξαναδιαβάζοντας το άρθρο της Χάννα Άρεντ «Εμείς οι πρόσφυγες» με αναστοχαστικό τρόπο. Το πρόβλημα του απάτριδος γίνεται έτσι άλλη μία φορά το ερέθισμα για να σκεφτούμε με περίσκεψη το καθεστώς της «οντολογικής ένδειας» στο οποίο έχουν περιέλθει εκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα σήμερα σε όλο τον κόσμο, μόνο και μόνο επειδή έχασαν το δικαίωμα της υπηκοότητας, δηλαδή την κρατική αναγνώριση, ή, αλλιώς, το δικαίωμα να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο στη δική τους γλώσσα.
Το κρίσιμο ερώτημα που θέτει ως θεωρητικό και πρακτικό ζήτημα και διακύβευμα η Τζούντιθ Μπάτλερ, τοποθετώντας στην προμετωπίδα του συλλογισμού της το αρεντικό «δικαίωμα να έχεις δικαιώματα», είναι εξόχως απλό και πολύ αφοπλιστικό: η ανθρώπινη ταυτότητα per se έχει μία οντολογική, πολιτική και ηθική αυτονομία ή είναι μία ιδεολογική επινόηση της νεοτερικότητας, με σκοπό να καλύψει ανθρωπολογικά τις εθνικές ανάγκες του νεοτερικού κράτους; Μπορούν δηλαδή οι κρατικές τεχνικές της αφομοίωσης και της αποξένωσης εκατομμυρίων ανθρώπων, που γκετοποιούνται ως «σκουπίδια» στο κοινωνικό περιθώριο ή τίθενται στο μεταίχμιο των διακρατικών συνόρων ως πρόσφυγες και απάτριδες, ως παρίες χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο, να νομιμοποιήσουν την ίδια την επίκληση της κρατικής κυριαρχίας στο πολιτικό υποκείμενο «λαός»; Η απάντηση που έδωσε η Άρεντ ήταν αρνητική. Το νεοτερικό κράτος δεν είναι ένα πραγματικό πολιτικό σώμα, ακριβώς γιατί θέτει τον πραγματικό κυρίαρχο, το λαό, σε μία κατάσταση μόνιμης οντολογικής εξορίας και γκετοποίησης.
Η ελευθερία, μάς θυμίζει η Τζούντιθ Μπάτλερ, διαβάζοντας την Άρεντ, δεν υπάρχει παρά μόνο ως πολιτική ελευθερία τη στιγμή που συγκροτείται ο δήμος. Η δημοκρατία δεν μπορεί να είναι το κράτος της βίας, εφόσον έτσι καταλύει το κράτος του δήμου. Οι πολίτες υπάρχουν στη δημόσια σφαίρα ως πολιτικά όντα που ενσαρκώνουν το δήμο και όχι ως εθνικά ή κρατικά μορφώματα. Μόνο σε αυτήν την περίπτωση είναι δυνατόν η ανθρώπινη ταυτότητα να τεθεί στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής ως μοναδική προϋπόθεση της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Το πολιτικό σώμα είναι το σώμα των ανθρώπων/πολιτών. Η συγκρότηση του δημοκρατικού λόγου μπορεί επιτελεστικά, υποστηρίζει η Μπάτλερ, να γίνει με πολλούς τρόπους. Ο οντολογικός πλουραλισμός θεμελιώνει έτσι, όπως το ήθελε και η Χάννα Άρεντ, τον πολιτικό πλουραλισμό. Αυτό που ενώνει τους ανθρώπους σε δήμο δεν είναι η εθνική ή κρατική ταυτότητα, αλλά η ενορχηστρωμένη δράση, η πολιτική συμμετοχή σε έναν κόσμο κατασκευασμένο από κοινού.
Αν το κράτος, γράφει η Μπάτλερ, αξιοποιώντας την αριστοτελική σκέψη της Άρεντ, συνεχίσει να αντλεί τη νομιμότητά του από την εθνική ταυτότητα, η δημοκρατία θα πεθάνει. Ο δήμος θα σβήσει κάτω από τις εκατόμβες των νεκρών παιδιών που χάνονται στα παγωμένα νερά της χαμένης Ατλαντίδας. Η κοινή ζωή θα σταματήσει. Ο κόσμος θα γίνει μία ζούγκλα φυλακισμένη στα ίδια τα σύνορα που έχει σηκώσει στον εαυτό του. Η εξουσία θα παράγει ανιθαγένεια για να νομιμοποιήσει μόνο και μόνο το αντιδημοκρατικό περιεχόμενο της ιθαγένειας. Για την Μπάτλερ, αυτό είναι ένα κατεξοχήν απολιτικό καθεστώς, σχεδόν σχιζοφρενικό, στο βαθμό που παράγει «πολιτική» και «πολιτικά αποτελέσματα» μέσα από το τέλος της πολιτικής, όπως θα έλεγε η Χάννα Άρεντ.
Η σημερινή μείζονα προσφυγική κρίση στην Ευρώπη απειλεί την όποια δημοκρατία έχει απομείνει ως λαϊκή κατάκτηση όχι γιατί τα κράτη δεν μπορούν να διαχειριστούν τα πολυάριθμα πλήθη των απάτριδων και των προσφύγων που συρρέουν εξαθλιωμένα από τις ζώνες του πολέμου και της γενοκτονίας, εφόσον ο πλούτος υπάρχει αρκεί να χρησιμοποιηθεί ορθά και στοχευμένα, αλλά κυρίως και πρωτίστως γιατί τα σύγχρονα εθνικά κράτη ουδέποτε συγκροτήθηκαν στη νεοτερικότητα ως δήμοι. Ως δημόσιες σφαίρες που υφίστανται μόνο στο βαθμό που τα ανθρώπινα πλάσματα που εμφανίζονται ως διακριτά πρόσωπα γίνονται μέτοχοι και συμμέτοχοι της κοινής ζωής της πόλεως. Αν αυτό δεν μπορούμε να το διασφαλίσουμε στοιχειωδώς, τότε, όπως πίστευε ακράδαντα η Άρεντ, δεν κινδυνεύουμε απλώς από μία ακόμη ανθρωπιστική κρίση, αλλά από έναν τελεσίδικο πολιτικό αφανισμό: από την έλευση του Ολοκληρωτισμού, που κάθε στιγμή καιροφυλακτεί να ερημοποιήσει το κοινό μας σπίτι.

Ο Σπύρος Μακρής διδάσκει Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: