21/2/16

Η αειφόρος γραφή

ΤΗΣ ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΑΡΣΕΝΙΟΥ

Pablo Picasso, Φαύνος που ξεσκεπάζει γυναίκα, 12.6.1936, οξυγραφία, 31,6 x 41,7 εκ.


ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ, Η Κάδμω, φιλολογική επιμέλεια – επίμετρο – σχόλια Μαρία Κακαβούλια, σελ. 248

Είναι τραγικό το αδιέξοδο του νόστου: όταν ζεις με αυτόν ξέρεις συγχρόνως ότι δεν θα επιστρέψεις ποτέ στον ίδιο τόπο, καθώς ο τόπος και ο χρόνος που άφησες έχουν χαθεί ανεπιστρεπτί. Αλλά επιστρέφεις. Πατρίδα, φυσικά, είναι και η ίδια η γραφή. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της Κάδμως, ενός κειμένου που πρωτοεκδόθηκε από τον Κέδρο το 1972 και επανεκδίδεται ως τελευταίος Θ τόμος των Απάντων της Μέλπως Αξιώτη. Μία αυτοβιογραφική μυθοπλασία φροντισμένη φιλολογικά από την Μαρία Κακαβούλια, η Κάδμω είναι ένα βιβλίο με πληρότητα. Εκτός από το πρώτο μέρος της έκδοσης που φιλοξενεί το κείμενο, οι 148 σελίδες που ακολουθούν αποτελούν την ανάπτυξη από την Κακαβούλια των τρόπων και τόπων του κειμένου της Αξιώτη, την βιοεργογραφία της με στοιχεία που φωτίζουν το κείμενό της, το εκδοτικό σημείωμα, που αναλύει την ιδιοτυπία του χειρογράφου και τις επεμβάσεις επί αυτού από τον Γιάννη Ρίτσο, πιστό αναγνώστη και φίλο της συγγραφέα, την παρουσίαση του ανέκδοτου κειμένου της «Η ζωή των αντικειμένων», τα σχόλια στην Κάδμω, την βιβλιογραφία και το γλωσσάρι.
Η αφήγηση της Αξιώτη περιγράφει, αυτοαναφορικά και συγχρόνως μυθοπλαστικά, την ψυχική της περιπέτεια μία περίπου δεκαετία μετά από  την επιστροφή της στην πατρίδα το 1962, έπειτα από 18 χρόνια πολιτικής εξορίας. Παρελθούσα αυτή η δεκαετία, κατά την οποία παρηγορεί ακόμη η χαρά του επαναπατρισμού, ακολουθείται από την πικρή διαπίστωση της μόνιμης ξενικότητας της συγγραφέα. Ο τόπος της επιστροφής είναι για την Αξιώτη πλέον, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, μνημονικός και όχι πραγματικός. Η Κάδμω είναι ένα δοκίμιο για το τέλος, σε συνθήκες αυτοεπανάληψης και αυτομετάφρασης. Πώς μπορεί κανείς να διαχειριστεί τις αναμνήσεις; τι μένει από τα έργα των ανθρώπων και από τον ίδιο τον άνθρωπο; Περισσότερο και από την αλλοίωση του σώματος, η φθορά για την συγγραφέα βιώνεται όταν χάνεται το νόημα από τα κείμενα. Η δε αλήθεια μπορεί να απολεσθεί για πάντα στο παρελθόν αφήνοντας απολιθώματα των ανύπαρκτων πλέον γεγονότων.

Πάντως, το μόνιμο ερώτημα του κειμένου αφορά την ταυτότητα της ίδιας της κατόχου του λόγου. Ποια είναι η Κάδμω; Η αφηγήτρια «επανεγκαθίσταται» σε έναν τόπο που της δηλώνει ποια πλέον δεν είναι. Η πάλη με το «προπολεμικό», ο τρόμος του τυπωμένου, δημοσιοποιημένου και αμετάκλητου γραπτού, που έχει χάσει την υλική ταυτότητα των δακτυλικών αποτυπωμάτων του δημιουργού του, αποδίδεται με την βιωματική μεταφορά της χειρωνακτικής γραφής, τόσο συγγενούς με την ραφή του υφάσματος, απαραίτητες και οι δύο και σχεδόν ενιαίες δεξιότητες επιβίωσης. Οι λέξεις είναι οι πολύτιμες κλωστές που κρατήθηκαν καλά φυλαγμένες σε μακρινούς τόπους της σπανιότητάς τους, σαν τυλιγμένος μίτος που πρέπει να εκτυλιχτεί.
Η χώρα της νεότητας βρήκε την Αξιώτη γερασμένη σε έναν μοναχικό αυτοοικτιρμό μέσα πάντα από την επιθυμία για ζωή. Η ανθρώπινη μοίρα είναι μεταφορικά μόνον ανάλογη με τον φυσικό κύκλο. Στην ουσία είναι μία μοίρα μοναχική, αυτή του συγγραφέα χωρίς αναγνώσεις, ούτε καν πρόσωπα των κειμένων, φωνές αφηγητών, τεχνητούς εαυτούς. Οι αναμνήσεις από τις παλιές αφηγήσεις και πλοκές είναι μισοσβησμένες. Η φύση ξαναβρίσκει στα πράγματα τα δικαιώματά της όταν επιστρέφει σε αυτά κατά την φθορά τους.
Η απώλεια του περιεχομένου της γραφής αποτελεί ουσιαστικά μεταβίβαση της βαρύτητας από το περιεχόμενο στη μορφή. Οι λέξεις έχουν τη δική τους δημιουργική ενέργεια, την υλική και πατριδογνωστική εκείνη υπόσταση που τους επιτρέπει να δημιουργούν σχεδόν αυτοδύναμα λογοτεχνία. «Πάντα νομίζω ότι δεν έχω τίποτα να γράψω. Ενώ θα το ήθελα τόσο πολύ αλλά δεν μπορώ, δεν ξέρω. Το μόνο, ότι η πένα κάποτε με οδηγεί» (σ. 49). Μάλιστα, αξιοθαύμαστα, η αφήγηση αποκτά περιεχόμενο όταν επιστρέφει χωρίς μυθοποιήσεις στα παιδικά και νεανικά χρόνια με ένα είδος «επανεδαφοποίησης» συγγραφικής, που ενσωματώνει τις τρεις χρονικές διαστάσεις σε ένα σκοτεινό τώρα του θανάτου, ενός τώρα που υπήρχε ήδη στον νεανικό ουρανό του αιγαιϊκού ορίζοντα, πέρα από την Τήνο και την Σύρα.
Η αφηγήτρια βλέπει κυρίως με τα μάτια κλειστά ενώ «οι βολβοί των ματιών [της] περιστρέφονται ασταμάτητα» (σ. 63). Η όρασή της είναι εντελώς μνημονική, φαντασιακή και αποσπασματική: η μοναδική που υπάρχει και κινείται με μία ταχύτητα που διανύει γεωγραφικά χιλιόμετρα. Η περιπλανώμενη συγγραφέας, φαινομενικά άκληρη και άπορη, μοιάζει με μία φάλαινα, ένα κήτος μεγάλο τόσο ώστε να χωρά τη γλώσσα, τις αναμνήσεις, την τεράστια ιδιοκτησία των λέξεων: «Κι όμως δεν έχεις το αίσθημα της ιδιοκτησίας –όλα τα νομίζεις δικά σου» (σ. 64). Η γραφή της Αξιώτη είναι αειφόρος: οι λέξεις εκεί που νομίζεις πως στέρεψαν «φυτρώνουν πάλι» (σ.69). Και ο αναγνώστης μπορεί να πιάσει και να αφήσει κάθε στιγμή από κάθε σημείο το κείμενο της Αξιώτη, γεμάτο από κορυφές που μπορούν να περισυλλεχθούν, να κορφολογηθούν και να αφεθούν στην θέση τους με κάθε επόμενη ανάγνωση. Συγχρόνως, η αφήγηση εμπεριέχει ειδολογικά πολλούς λόγους. έτσι μπορεί να είναι σε διαφορετικές «κορυφές» λογοτεχνία, ημερολόγιο, αυτοβιογραφία, δοκίμιο, εγχειρίδιο γραφής, εξομολόγηση, μαρτυρία, οντολογία, οδοιπορικό, έργο ποιητικής.
Η αγάπη της Αξιώτη για την «ομιλούσα» γραφή ενισχύει το είδος της δευτεροπρόσωπης αφήγησης, μίας αφήγησης αμφίσημης, αβέβαιης και διαλογικής, συντροφικής συγχρόνως και μοναχικής, του οποίου η ιστορία αλλά και η λειτουργικότητα και συμβολή στην εξέλιξη της πεζογραφίας ανιχνεύεται συστηματικά από την Κακαβούλια με την χρήση ελληνικών και μη παραδειγμάτων. Η επίκληση του «εσύ» αποδίδει την ανάγκη του «άλλου» μέσα στην μοναξιά, ενός άλλου που είναι κομμάτι του τριμερούς εγώ (της αφηγήτριας, της ηρωίδας και της συνομιλήτριας). Η λειτουργία της δευτεροπρόσωπης αφήγησης είναι λοιπόν η συνομιλία με τον εαυτό και τις αντιφατικότητες εντός του εγώ. Οι αφηγηματικές δυνάμεις που έτσι απελευθερώνονται αναδεικνύουν την σκοτεινότητα και την αίσθηση του μοιραίου μέσα σε μία καταθλιπτική αποξένωση από τον εαυτό αλλά και σε μία διαρκή αυτοανάλυση των διαφορετικών χρονικοτήτων μάλλον και λιγότερο σε μία εξωστρεφή αποστροφή στον αναγνώστη. Εξάλλου, ο αυτοβιογραφικός χρόνος επιτελεί την συγχρονική (ή και ταυτοχρονική) αναμέτρηση παρελθόντος και παρόντος.
Η αφήγηση της Κάδμως αγγίζει τις ποικίλες πλευρές της αφηγήτριας Αξιώτη: του παιδιού, της γυναίκας, της εξόριστης διανοούμενης, της δημιουργικής συγγραφέα. Όλες αυτές συνθέτουν ένα πορτραίτο μέγιστα ελκυστικό και θαυμαστό: έναν δονούμενο βουερό χώρο αισθημάτων και ήχων εσωτερικής ομιλίας και ενότητας με ένα «άλλο» συλλογικό που πρωτίστως εγκατοικεί στο διηθημένο συγγραφικό εγώ. Τα πράγματα και οι ήχοι πρέπει να επιβεβαιωθούν και αυτό γίνεται περνώντας μέσα από μία διαρκώς διαλεγόμενη φωνή: η Κάδμω δεν είναι μόνη, κι όμως τελικά είναι. Άλλωστε ο χρόνος είναι αμείλικτος γιατί η αιωνιότητά του, όταν περνά πάνω από την ύλη, δημιουργεί την ψευδαίσθηση ενός διαρκούς παρόντος. Η μνημονική του ανάπλαση είναι επώδυνη γιατί αποτρέπει την γόνιμη επανάκαμψη του νέου, αλλά συγχρόνως την απαιτεί για να αντιμετωπιστεί η φθορά.
Η Μαρία Κακαβούλια αναδεικνύει και εδώ την ικανότητά της να συστηματοποιεί τον μοντερνισμό, να τον καθιστά ορατό, λειτουργικό και δραστικό. Η ίδια, άλλωστε, ασχολείται χρόνια με το έργο της Αξιώτη, ήδη με την δημοσιευμένη το 1992 διδακτορική της διατριβή για τον εσωτερικό μονόλογο στις Δύσκολες Νύχτες όπου και αποδεικνύει ότι το περιεχόμενο της γραφής της Αξιώτη αφορά ακριβώς τους αφηγηματικούς της τρόπους. Το ήθος και ύφος της Κακαβούλια χαρακτηρίζει και την νέα έκδοση: ενεργοποιημένες και ώριμες η αναγνωστική της φροντίδα, η διερευνητική της προοπτική και εξοικείωση με την γλώσσα του μοντερνισμού, η δημιουργική της ανάπλαση των ερμηνευτικών συμπερασμάτων, η στιβαρή αισθητική και ιδεολογική της βάση.
Τελικά η Αξιώτη κατάφερε με αυτή την γραφή μια αποκάλυψη για την ελληνική γυναικεία συγγραφική παρουσία, το να έχει έστω και ετεροχρονισμένα κοντά της, στα γεράματα της επιστροφής, πολλούς ανθρώπους, τους σημερινούς και μελλοντικούς της αναγνώστες, κάποιους με τα μάτια τους γεμάτα δάκρυα, όπως τα μάτια του γέρου ενοικιαστή του παλιού σπιτιού της νεκρής της φίλης, όταν αυτός την είδε να περιηγείται στα αλλαγμένα δωμάτια του βίου της.
Η έκδοση της Κάδμως, όπως άλλωστε και του συνόλου σχεδόν του έργου της Αξιώτη που αναμένει τους μελλοντικούς αναγνώστες, αναδεικνύει την ευτυχή ειρωνεία της πικρής της διαπίστωσης: «Δεν είχες τα ‘λεγόμενα’ κατάλοιπα, δεν είχες κληρονόμους να σε τυπώνουν μετά θάνατον». Η συγγραφέας της σοφίτας, «σαν την τρελή του κάθε μέρους» (σ. 84) «δεν έχει τίποτα να ‘επιδείξει’». Τι σημαίνει, άραγε, «επίδειξη»; «οι κληρονόμοι που σε τυπώνουν μετά θάνατον, οι φύλακες της μνήμης, δηλαδή του μυαλού, τα γράμματα από προσωπικότητες τα γεμάτα επαίνους» (σ. 71). Έχει όμως το δικό της δωμάτιο, ένα δωμάτιο πλωτό, νικημένο από το κύμα και φροντισμένο από τους πιστούς της φίλους που η ίδια η γραφή της δημιουργεί, με τα ξαναζωντανεμένα αντικείμενα και πρόσωπα: «Η ζωή φτιάχνει τα βιβλία, και εκείνα ξαναφτιάχνουν τη συνέχεια της ζωής» (σ. 73). Κανένας κληρονόμος, όσο επιτήδειος, διαπλεκόμενος, οργανωτικός και επιλεκτικός κι αν είναι, δεν μπορεί να ισοδυναμεί με την στιγμή που το κείμενο, χωρίς προϋποθέσεις, αποκλεισμούς και απαγορεύσεις, αλλά με γενναιοδωρία, σεβασμό, γραμματολογικό στοχασμό και, κυρίως, θεωρητική σκέψη, θα περάσει στα χέρια του αναγνωστικού του κοινού. Γιατί «Ο βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρή» (σ. 83). Αυτή είναι ευτυχώς η περίπτωση της Κάδμως.

Η Ελισάβετ Αρσενίου διδάσκει Νεοελληνική Λογοτεχνία στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: