ΤΟΥ ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ
Ασπασία Κρυσταλλά, Naturlich II, 2014, μελάνι σε χαρτί, 150 x 260 εκ. |
Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι μερικές ωραίες
σελίδες μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Ολόκληρο το έργο του Δάντη δεν κατάφερε
να επιστρέψουν στον Άγιο Ρωμαίο Αυτοκράτορα οι ιταλικοί Δήμοι. Κι όμως, όταν ξαναπιάνουμε
το υπέροχο κείμενο του Κομμουνιστικού
Μανιφέστου, του 1848, πιστεύω ότι οφείλουμε να το ξαναδιαβάζουμε από τη
σκοπιά της λογοτεχνικής του ποιότητας ή, τουλάχιστον, ακόμα κι αν δεν το
διαβάζουμε στα γερμανικά, από τη σκοπιά της αξεπέραστης ρητορικής και
επιχειρηματολογικής του δομής.
Το 1971
κυκλοφόρησε το βιβλιαράκι ενός συγγραφέα από τη Βενεζουέλα, του Λουντοβίκο
Σίλβα, με τίτλο Το λογοτεχνικό ύφος του
Μαρξ. Νομίζω ότι τώρα πια είναι εξαντλημένο, και θα άξιζε τον κόπο να
επανεκδοθεί. Παρουσιάζοντας την ιστορία της λογοτεχνικής παιδείας του Μαρξ
(λίγοι γνωρίζουν ότι είχε γράψει και ποιήματα, αν και, σύμφωνα με όσους τα
διάβασαν, ήταν άθλια), ο Σίλβα προσπάθησε να αναλύσει λεπτομερώς το σύνολο του
μαρξικού έργου. Περιέργως, αφιέρωσε μόνο λίγες γραμμές στο Μανιφέστο, ίσως γιατί δεν ήταν ένα απολύτως προσωπικό έργο. Κρίμα:
πρόκειται για ένα αριστουργηματικό κείμενο, στο οποίο εναλλάσσονται
αποκαλυπτικοί τόνοι και ειρωνεία, δυνατά συνθήματα και ξεκάθαρες
εξηγήσεις, και το οποίο (αν η καπιταλιστική κοινωνία θέλει να εκδικηθεί για τα προβλήματα που αυτές οι λίγες σελίδες της
προκάλεσαν) θα έπρεπε να διδάσκεται με θρησκευτική ευλάβεια σε σχολές για
διαφημιστές.
Αρχίζει με
ένα αξεπέραστο χτύπημα τυμπάνου, σαν την Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν: «Ένα
φάντασμα πλανιέται πάνω απ' την Ευρώπη» (ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε ακόμα
κοντά στην προρομαντική και ρομαντική άνθιση του γοτθικού μυθιστορήματος, κι
ότι τα φαντάσματα είναι πλάσματα που θα πρέπει να παίρνουμε πολύ στα σοβαρά).
Αμέσως μετά, συνεχίζει με μια ιστορία που διατρέχει την περίοδο που
εκτείνεται από τους κοινωνικούς αγώνες
της αρχαίας Ρώμης μέχρι τη γέννηση και την ανάπτυξη της αστικής τάξης, και οι
σελίδες που αφιερώνει στις κατακτήσεις αυτής της νέας, «επαναστατικής» τάξης αποτελούν
την ποιητική της θεμελίωση - καλή ακόμα και σήμερα, για τους οπαδούς του
φιλελευθερισμού. Βλέπουμε (κι όταν λέω «βλέπουμε» το εννοώ, διότι εδώ πρόκειται
για έναν τρόπο σχεδόν κινηματογραφικό) αυτή τη νέα πανίσχυρη δύναμη η οποία,
ορμώμενη από την ανάγκη νέων αγορών για
τα προϊόντα της, διασχίζει όλη την υδρόγειο σφαίρα (κατά τη γνώμη μου, εδώ βλέπουμε τον Μαρξ εβραίο και μεσσιανιστή,
ο οποίος έχει κατά νου την αρχή της Γένεσης), συνταράσσει και μεταμορφώνει μακρινές χώρες,
γιατί οι φτηνές τιμές των προϊόντων της
είναι το βαρύ πυροβολικό με το οποίο γκρεμίζει κάθε σινικό τείχος, εξαναγκάζει
σε παράδοση τους πιο ξενόφοβους βαρβάρους, ιδρύει και αναπτύσσει πόλεις ως
σύμβολα και θεμέλια της εξουσίας της, γίνεται πολυεθνική, πλανητική, επινοεί ακόμα
και μια λογοτεχνία που δεν είναι πια εθνική αλλά παγκόσμια.
Είναι
εντυπωσιακό ότι το Μανιφέστο είδε να γεννιέται, 150 χρόνια πριν, η εποχή της
παγκοσμιοποίησης, και οι εναλλακτικές δυνάμεις που αυτή θα έκανε να ξεσπάσουν.
Σαν να μας υποδεικνύει ότι η παγκοσμιοποίηση δεν είναι ένα «ατύχημα» που συνέβη
κατά τη διάρκεια της περιόδου της καπιταλιστικής εξάπλωσης (μόνο και μόνο
επειδή έπεσε το τείχος του Βερολίνου κι έχουμε ιντερνέτ), αλλά το μοιραίο
σχέδιο που η νέα αναδυόμενη τάξη δεν μπορούσε να αποφύγει να το πραγματοποιήσει,
αν και ακόμα, εκείνη την εποχή, για την επέκταση των αγορών, ο πιο άνετος
δρόμος (αν και πιο αιματηρός) ονομαζόταν αποικιοκρατία.
Ένα άλλο
σημείο που θα πρέπει να μας προβληματίζει (όχι τους αστούς, αλλά όλους τους
υπόλοιπους), είναι η πρόγνωση ότι κάθε εναλλακτική δύναμη ενάντια στην
παγκοσμιοποίηση, στην αρχή παρουσιάζεται διχασμένη και σε σύγχυση, τείνει στον
λουδδισμό και μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον εχθρό για να πολεμήσει τους
δικούς του αντιπάλους.
Στο τέλος
αυτού του εγκωμίου, το οποίο μας συναρπάζει, γιατί βασίζεται σε πραγματικό
θαυμασμό για το αντικείμενό του, να και η δραματική ανατροπή: ο μάγος βρίσκεται
αδύναμος να τιθασεύσει τις χθόνιες δυνάμεις που απελευθέρωσε, ο νικητής
βρίσκεται καταπλακωμένος από την ίδια του την υπερπαραγωγή, είναι υποχρεωμένος
να αναθρέψει από το ίδιο του το στήθος, να γεννήσει από τα ίδια του τα σπλάχνα
τους νεκροθάφτες του, τους προλετάριους.
Και τώρα
εμφανίζεται στη σκηνή αυτή η νέα δύναμη η οποία, αρχικά διχασμένη και σε
σύγχυση, προσηλωμένη στην καταστροφή των μηχανών, αφού πρώτα χρησιμοποιείται
από την αστική τάξη για να πολεμήσει τους δικούς της εχθρούς (τις απόλυτες
μοναρχίες, τους μεγαλοκτηματίες, τους μικροαστούς), τώρα, σιγά σιγά ενσωματώνει ένα μέρος των
αντιπάλων της, τους οποίους η αστική τάξη προλεταριοποιεί, δηλαδή τους
τεχνίτες, τους εμποράκους, τους μικροαγρότες, οι αναταραχές γίνονται οργανωμένη πάλη, οι
εργάτες έρχονται σε αμοιβαία επαφή εξαιτίας μιας άλλης εξουσίας που οι αστοί
είχαν αναπτύξει για λογαριασμό τους, τις επικοινωνίες. Κι εδώ το Μανιφέστο
αναφέρει τον σιδηρόδρομο, αλλά έχει κατά νου και τις νέες μαζικές επικοινωνίες
(ας μην ξεχνάμε ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς, στην Αγία Οικογένεια, χρησιμοποίησαν την τηλεόραση της εποχής, τα
μυθιστορήματα σε συνέχειες, ως πρότυπο του συλλογικού φαντασιακού, και άσκησαν
κριτική στην ιδεολογία χρησιμοποιώντας λεξιλόγιο και καταστάσεις που αυτά είχαν
κάνει δημοφιλή.)
Σε αυτό το
σημείο μπαίνουν στη σκηνή οι κομμουνιστές. Πριν πει με τρόπο προγραμματικό τί
είναι αυτοί, και τι θέλουν, το Μανιφέστο
(με μια φοβερή ρητορική κίνηση) παρουσιάζει τη σκοπιά του αστού που τους
τρέμει, και θέτει κάποιες τρομακτικές ερωτήσεις: μα εσείς θέλετε να καταργήσετε
την ιδιοκτησία; Θέλετε την κοινοκτημοσύνη των γυναικών; Θέλετε να καταστρέψετε
τη θρησκεία, την πατρίδα, την οικογένεια;
Εδώ το
παιχνίδι γίνεται παιχνίδι τακτικής, γιατί, το Μανιφέστο, όλες αυτές τις ερωτήσεις αρχικά τις απαντά σαν να θέλει
να ηρεμήσει, να ξεγελάσει τον αντίπαλο, κι αμέσως μετά, με μια απρόβλεπτη
κίνηση, τον χτυπά κάτω από τη μέση, και εξασφαλίζει το χειροκρότημα του
προλεταριακού κοινού... Θέλουμε να καταργήσουμε την ιδιοκτησία; Όχι, όχι, οι
σχέσεις ιδιοκτησίας ήταν πάντα αντικείμενο μεταβολών, μήπως η Γαλλική
Επανάσταση δεν κατήργησε την φεουδαλική ιδιοκτησία, προς όφελος της αστικής; Θέλουμε
να καταργήσουμε την ιδιωτική ιδιοκτησία; Μα τι χαζομάρες είναι αυτές; Αφού δεν
υπάρχει, είναι η ιδιοκτησία του ενός δέκατου του πληθυσμού, εις βάρος των εννέα
δεκάτων. Μας κατηγορείτε λοιπόν ότι θέλουμε να καταργήσουμε την «δική» σας
ιδιοκτησία; Ε, ναι λοιπόν, αυτό ακριβώς θέλουμε.
Η
κοινοκτημοσύνη των γυναικών; Ελάτε καλέ, εμείς απλά θέλουμε να καταργήσουμε τον
χαρακτήρα των γυναικών ως εργαλείο παραγωγής. Βλέπετε εμάς να έχουμε
κοινοκτημοσύνη στις γυναίκες μας; Την κοινοκτημοσύνη την επινοήσατε εσείς, αφού
εκτός από τις δικές σας γυναίκες χρησιμοποιείτε και τις γυναίκες των εργατών,
ενώ, για να περνάτε καλά, ασκείτε και την τέχνη της κατάκτησης των γυναικών των
ομοίων σας. Να καταστρέψουμε την πατρίδα; Μα πώς γίνεται να αφαιρέσει κανείς
από τους εργάτες κάτι που δεν έχουν; Αντίθετα, εμείς θέλουμε, όταν θριαμβεύσουν, να συγκροτηθούν σε έθνος...
Και
συνεχίζει κατ' αυτό τον τρόπο, μέχρι εκείνο το κομψοτέχνημα που είναι η
απάντηση για τη θρησκεία. Μπορεί κανείς να υποψιαστεί ότι η απάντηση είναι
«θέλουμε να καταστρέψουμε αυτή τη θρησκεία», αλλά το κείμενο δεν το λέει: ενώ
εισάγει ένα τόσο λεπτό θέμα, το κείμενο φλυαρεί, μας δίνει να καταλάβουμε ότι
όλες οι αλλαγές έχουν ένα τίμημα, αλλά... τέλος πάντων. Ας μην ανοίγουμε
ταυτόχρονα τόσα φλέγοντα θέματα.
Ακολουθεί,
κατόπιν, το πιο διδακτικό μέρος, το πρόγραμμα του κινήματος, η κριτική των
διαφόρων σοσιαλισμών, αλλά σε αυτό το σημείο ο αναγνώστης έχει ήδη σαγηνευθεί
από τις προηγούμενες σελίδες. Κι αν πάλι το προγραμματικό μέρος είναι πολύ
δύσκολο, να ένα τελειωτικό χτύπημα, δύο συνθήματα που κόβουν την ανάσα, εύκολα,
απομνημονεύσιμα, προορισμένα να έχουν ένα τεράστιο μέλλον: «Οι προλετάριοι δεν
έχουν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους», και «Προλετάριοι όλου του κόσμου
ενωθείτε».
Εκτός από
την ποιητική ικανότητα επινόησης αξέχαστων μεταφορών, το Μανιφέστο παραμένει ένα αριστούργημα πολιτικής ρητορικής (και όχι
μόνο) και θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία, μαζί με τους λόγους του Κικέρωνα
εναντίον του Κατιλίνα, και τον σαιξπηρικό λόγο του Μάρκου Αντώνιου πάνω από το
πτώμα του Καίσαρα. Άλλωστε, γνωρίζοντας την τεράστια κλασσική παιδεία του Μαρξ,
δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι αυτά ακριβώς τα κείμενα είχε κατά νου.
Από το βιβλίο: Umberto Eco, Sulla Letteratura, Bompiani, Μιλάνο, μτφρ: Πέτρος-Ιωσήφ Στανγκανέλλης)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου