24/1/16

Ένας θαυμαστός καινούριος κόσμος

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

Α. Τάσσος, Κάθε πρωί, 1932, ξυλογραφία 19 x 32 εκ.


ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ, Όταν έρθει η νύχτα, εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 2015, σελ. 243

Ένας εφιαλτικός κόσμος ερήμωσης που βυθίζεται στη σιωπή και την αδράνεια. Ένας νεφελοσκεπής πλανήτης που ψύχεται και πεθαίνει. Μια χαώδης παγκόσμια Μητρόπολη σπαρμένη ερείπια που καταρρέει. Ένας επίγειος υλικός παράδεισος τεχνολογικών επιτευγμάτων σε απόλυτη έκπτωση που αποσαρθρώνεται και υπολειτουργεί. Μια κοινωνία χωρίς όνειρα που χειραγωγείται από μια απολυταρχική κεντρική εξουσία. Ένας άνθρωπος υπνοβάτης χωρίς ιδιότητες, με το κορμί διαλυμένο σε εξαρτήματα, που ενεργεί σαν μηχανή και μια εξελιγμένη σκεπτόμενη ανθρωποειδής μηχανή, πλασμένη κατ’ εικόνα και ομοίωση του, συμβιώνουν ενώ η καταστροφή πλησιάζει.
Το αφήγημα του Μάκη Πανώριου, ένα σκοτεινό γοτθικό παραμύθι με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας, τρόμου και οργουελικής αποκαλυπτικότητας, εγγράφεται σε κάποιο μακρινό ή κοντινό δυσοίωνο μέλλον. Με μια παραληρηματική προφητική γραφή γεμάτη εικόνες ζόφου και αποσύνθεσης και έναν ασθματικό συνεχή λόγο ο συγγραφέας εξιστορεί το επερχόμενο τέλος της ζωής στον πλανήτη. Με επιμονή εντοπίζει το σημείο μηδέν της ιστορίας όταν όλα πλέον έχουν αναπόδραστα κριθεί. Ο ήλιος έχει χαθεί από το ουράνιο στερέωμα και μια γκρίζα υποψία φωτός ψυχορραγεί πάνω από την άγονη φρυγμένη γη. Το ανθρώπινο είδος μεταλλάσσεται καθώς έχει εκπέσει σε μια κατάσταση απόλυτης παρακμής και ένδειας. Οι άνθρωποι έχουν μεταβληθεί σε ανδρείκελα, χωρίς βούληση και αυτοσυνείδηση. Θλιβερές καρικατούρες που εθελοτυφλούν και βαδίζουν στον όλεθρο χωρίς δυνατότητα αντίστασης. Κάθε τους κίνηση υπαγορεύεται από έναν κεντρικό μηχανισμό ελέγχου, ο οποίος επιβάλλει στον κάθε ζώντα οργανισμό μια πλήρως προγραμματισμένη και απόλυτα υποταγμένη συμπεριφορά. Η ποίηση, η μουσική, τα συναισθήματα, οι επιθυμίες, τα όνειρα, ο έρωτας, τελούν υπό διωγμό. Ο θάνατος του σώματος ετοιμάζεται να ακολουθήσει τον εκμηδενισμό της ψυχής που νεκρώνεται μπροστά στην άβυσσο του πνευματικού κενού και την απουσία του λόγου.

Ο ήρωας, σύμβολο του πάσχοντος όντος, έχει χάσει την ταυτότητα του. Ζει σε ένα «έξυπνο» και απόλυτα αυτοματοποιημένο σπίτι με ένα εξελιγμένο ρομπότ που στοχάζεται, αυτενεργεί και τον υπηρετεί πιστά. Αποκομμένος από το περιβάλλον του, τους συνανθρώπους του, τους οικείους του, το σώμα του, τον ίδιο του τον εαυτό μετεωρίζεται ανάμεσα σε αχνές μνήμες και υλικά σπαράγματα ενός ευτυχισμένου παρελθόντος και στην επίγνωση ενός δυστοπικού, ανέλπιδου παρόντος, χωρίς αύριο. Ο κύκλος της ζωής ακινητεί, η μέρα διαδέχεται τη νύχτα υποβοηθούμενη, οι εποχές έχουν για πάντα εξαφανισθεί και η γη ψύχεται και πεθαίνει.  
Στην αφήγηση όλα περιστρέφονται σε μια εφιαλτική δίνη αναγκάζοντας τον αναγνώστη να κάνει προβολές στο μέλλον και να αναλογισθεί τα προμηνύματα που φανερώνουν την ανθρώπινη αλαζονεία και την πορεία προς την καταστροφή. Η λαμπρή διαστημική εποχή των τεχνολογικών θαυμάτων δίνει τη θέση της στη βαρβαρότητα και το χάος. Σκουριασμένα ιπτάμενα οχήματα κλυδωνίζονται στον ουρανό, ενώ ράκη, σκουπίδια και κουρέλια συνωστίζονται στους έρημους δρόμους. Σφαίρες φωτός προσπαθούν να διαπεράσουν το πυκνό σκοτάδι, ενώ ολογραφικές διαφημίσεις εκπέμπουν παράσιτα και βουβά μηνύματα από τους ραγισμένους τοίχους. Ορδές εξαθλιωμένων πολιτών τρυπώνουν σαν τρωκτικά στα ερείπια των εγκαταλειμμένων σπιτιών. Άρρωστα δύσμορφα παιδιά φτιάχνουν συμμορίες για να επιβιώσουν και απελπισμένοι παρίες ασελγούν, κλέβουν και δολοφονούν. Μια απόλυτη απογύμνωση από τις ανθρώπινες αξίες γεννά τη βία και τον όλεθρο. Οι πανάρχαιοι μύθοι έχουν χάσει την παρηγορητική και αποκαλυπτική τους δύναμη. Η επιστήμη, η ηθική, η πολιτική, η φιλοσοφία, η τέχνη αποτελούν έννοιες ακυρωμένες και απαξιωμένες, που δεν μπορούν να προσφέρουν πλέον ανάταση, πίστη ή ανακούφιση από το ψυχικό άλγος.
Η μητέρα του ήρωα λειτουργεί σαν σύνδεσμος και αγγελιοφόρος του παρελθόντος. Στις αναλαμπές αυτοσυνειδησίας, όταν αναδύεται περιστασιακά από τη λήθη, θυμάται έναν φωτεινό, πολύβουο, πολύχρωμο κόσμο, των αισθήσεων και των ηδονών και μετά αποσύρεται στο έρεβος της ανυπαρξίας. Όταν θα έχει φύγει για πάντα, όταν ο μηχανικός ρομποτικός σύντροφος θα έχει ολοκληρωτικά καταστραφεί, όταν το σπίτι-κενοτάφιο θα κατοικείται μόνο από τη σιωπή και την απουσία, όταν το τελευταίο βιβλίο θα έχει εκδοθεί για να παραδοθεί στην πυρά και οι λέξεις θα κείτονται νεκρές, ο ήρωας, ο υιός του ανθρώπου, θα καθίσει στην παλιά πολυθρόνα της μητέρας του και θα ανάψει ένα τσιγάρο, κοιτώντας τη νύχτα που έρχεται να σκεπάσει την πόλη.
Τα σύννεφα πυκνώνουν απειλητικά στον ορίζοντα και ο αιώνιος χειμώνας πλησιάζει. Ένας μολυσμένος αέρας σαρώνει χωρίς οίκτο τα απομεινάρια του θαυμαστού καινούριου κόσμου. Απέλπιδες άνοες άνθρωποι και οξειδωμένα νοήμονα αντικείμενα περιμένουν το τέλος.

Η Μαρία Μοίρα είναι αρχιτέκτονας και διδάσκει στο ΤΕΙ της Αθήνας

Δεν υπάρχουν σχόλια: