Η Διαλεκτική και το
Προχώρημα με Αντιφάσεις
Αντώνης Πίττας, Diamond, 2016, μεταβλητές διαστάσεις και clip (scars), 2014 – 2015, μάρμαρο, τυπώματα [2x], 30 x 40 x 1.5 εκ. |
ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ
ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ
Με αφορμή τις πολιτικές
αντιπαραθέσεις, διλήμματα και ευρύτερα διαδικασίες και εξελίξεις των τελευταίων
μηνών (με όλα τους τα συμφραζόμενα) με σημείο αναφοράς τη «συμφωνία» της
κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τους θεσμούς, θα μπορούσε να αναστοχαστεί κανείς σε βάθος
πολλές ορίζουσες της σύγχρονης πραγματικότητας του «πολιτικού» κι ενδεχομένως
ν’ αποκαλύψει καλυμμένες πτυχές του σύγχρονου κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι που
δεν έχουν πλήρως συνειδητοποιηθεί. Επίσης θα τόνιζα ως κοινωνιολόγος ότι
τέτοιου περιεχομένου συγκρούσεις και τελικές καταλήξεις, αποτελούν ευκαιρία να
απομακρυνθούμε από «κοινωνιολογικά κλισέ» και εύκολες λύσεις, που εξασφάλιζαν παλαιές
βεβαιότητες της Αριστεράς (βεβαιότητες που λειτουργούσαν και λειτουργούν σε
τελευταία ανάλυση ως ενδυνάμωση της ασφάλειας της σκέψης μας και της
αντιστοίχησής της σε πολιτική πρακτική).
Ακόμη θα τολμούσα να πω
πως μια ρηξικέλευθη θεώρηση θα αγκάλιαζε όχι μόνο επίσημα πολιτικά προγράμματα,
ιδεολογίες και αναλύσεις επίσημων θεσμών και δομών, αλλά το σύνολο των πολιτικών και εξουσιαστικών παραμέτρων που
προσδιορίζουν το παραπάνω γίγνεσθαι, συμπεριλαμβανομένων και αφανών δομών και
δικτυώσεων, όπως και υποκειμενικών παραγόντων που πάντα ατυχώς υποτιμούσε η
Αριστερά. Επίσης θα εξέφραζα δυσπιστία σε μία «αποθέωση του αντικειμενισμού»,
που όχι δύσκολα συνάγεται από μία στενή ουσιοκρατική αντίληψη των πραγμάτων και
συμπορεύεται με ένα πνεύμα «πραγμοποίησης» (reification).
Μία τέτοια θέση
απομακρύνει από την παγίδα της στενής νομοτελειακής εκδοχής του σοσιαλιστικού
μετασχηματισμού – ουσιαστικά εκκοσμικευμένης, κατά κάποιο τρόπο, «Θείας
Πρόνοιας», που «προστατεύει» και «ασφαλίζει» τον αγωνιζόμενο για τον
μετασχηματισμό πολίτη – και διδάσκεται από κάποιες επισημάνσεις αναλύσεων που
δεν διστάζουν να συζητούν, το δήθεν ατράνταχτο δομημένο υπόβαθρο «νομολογικών»
θεωρήσεων των μεγάλων κοινωνικών αλλαγών: άλλο κοινωνικές τάσεις αμφισβήτησης
συσχετισμού δυνάμεων και άλλο σιδερένια πεποίθηση περί «νόμων» που στη συνέχεια
μπορεί να γεννήσει παρεπόμενους βολονταρισμούς στην κατεύθυνση πάντα της
«δεδομένης τροχιάς».
Με αυτές τις
εννοιολογικές παραδοχές, η διαλεκτική για την οποία μιλάμε είναι εκείνη η σύγχρονη αποδογματικοποιημένη (το σχήμα
θέση-αντίθεση-σύνθεση αντιμετωπίζεται απλώς ως φάση της ιστορίας της) που
δέχεται τη συνύπαρξη αντίθετων ή αντιφατικών εκδοχών τμημάτων, τουλάχιστον, της
πραγματικότητας, χωρίς αναγκαστική άρση της σε ένα νέο επίπεδο σύνθεσης. Και
εννοούμε μία διαλεκτική που αγκαλιάζει αλληλοεπιδράσεις του συνόλου των
παραμέτρων, όπως τις προσδιορίσαμε παραπάνω, συμπεριλαμβανομένων και των
υποκειμενικών αδυναμιών ή ακόμη και των κρυμμένων προθέσεων των ατομικών και
συλλογικών φορέων δράσης που επιδιώκουν την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων.
Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για διαλεκτική «ανυσματικού-γραμμικού» τύπου,
αλλά για διαλεκτική τεθλασμένης ή και κυκλικής ακόμη γραμμής, που δεν συνοδεύει
το «σταθερό όχημα των σιδηροτροχιών» με την επιταχυνόμενη ταχύτητα.
Τα δεδομένα φυσικά
υφίστανται. Ότι υπάρχει μια δεδομένη δομή συσχετισμού δύναμης όχι μόνο στη
Ευρωζώνη αλλά στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα της Δύσης στη φάση της
κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κατεστημένου (με όρους I. Wallernstein) δεν
αμφισβητείται. Και πρόκειται για δομή που δεν αλλάζει εύκολα. Πώς μπορεί λοιπόν
μία αριστερή κυβέρνηση, του ΣΥΡΙΖΑ συγκεκριμένα, να την αμφισβητήσει και να
άρει τη μέγγενη της αυστηρής δημοσιονομικής προσαρμογής που της επιβάλλει,
μέγγενη συνδεδεμένη με συγκεκριμένα συμφέροντα που κερδοσκοπούν, χειραγωγούν
και ήδη έχουν παγιδεύσει λαούς και κράτη; Και όταν λέμε αριστερή κυβέρνηση δεν
εννοούμε μόνον εξαγγελίες, προθέσεις και «κατατεθείσες επίσημες ιδεολογίες»,
εννοούμε και το σύνολο των κρυμμένων αδυναμιών, αφανών δομών και υποκειμενικών
περιπλοκών που τη συνοδεύουν και που οι πολιτικοί κοινωνιολόγοι συνηθίζουν να
παραβλέπουν.
Το ότι πριν από τη
συμφωνία της 12ης Ιουλίου υπήρξε πράγματι δίλημμα είναι κι αυτό
δεδομένο. Μία διαλεκτική όμως προσέγγιση, του τύπου που παραπάνω περιγράψαμε,
του γιατί φθάσαμε σ’ αυτό το δίλημμα, γιατί «στριμωχτήκαμε» έτσι στη γωνία του
«καναβάτσου», προχωρά πολύ μακριά στη σύλληψη όλων των αλληλοεπιδράσεων που
συνέβαλαν και μπορεί να αποδώσει ευθύνες σε σύνολο στελεχών, σε σύνολο γραμμών
που ακολουθήθηκαν και όχι μόνο στον πρωθυπουργό και στην ηγετική ομάδα.
Επιχειρήματα μπορούσαν
ν’ αναπτυχθούν και για το «Ναι» και για το «Όχι» στη συμφωνία. Κι αυτό απλά
αποδεικνύει το περίπλοκο της περίστασης. Κι αν δεν υπήρχε πειστικό εναλλακτικό
σχέδιο κι αν αυτό το σχέδιο μπορούσε να κριθεί πολύ επώδυνο για την ελληνική
οικονομία, αυτό είναι κάτι για το οποίο έχουν ευθύνη πολλοί και σε βάθος χρόνου
ή ακόμη περισσότερο έχουν ευθύνη θεωρήσεις που δεν θα μπορούσαν εξ ορισμού να
αγκαλιάσουν το σύνολο των πολιτικών και εξουσιαστικών παραμέτρων, για τις οποίες
μίλησα στην αρχή του κειμένου, και ιδιαίτερα τις «κρυμμένες – non manifest – διαστάσεις τους». Οι συναισθηματικές εκρήξεις («το δίκιο
και η αξιοπρέπεια του λαού μας») και οι οραματικές αφηγήσεις μπορεί να
δικαιολογούνται αλλά δεν αρκούν στη σύγχρονη πολυπλοκότητα μιας
παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας.
Κατά τον ίδιο τρόπο όσοι
ακολούθησαν τον δρόμο του ΟΧΙ, έτσι όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα, δεν μπορούν
αβασάνιστα να απορρίπτουν όσους ακολούθησαν τον δρόμο του ΝΑΙ ως ενδώσαντες
δήθεν προδότες. Οι παλιές βεβαιότητες έχουν κλονιστεί και φυσικά μας
προβληματίζει η ενδεχόμενη απαισιοδοξία που μπορεί να ξεπηδήσει από αυτόν τον
κλονισμό (η παραπομπή στην σκέψη του Max Weber μπορεί να φανεί χρήσιμη). Η καρδιά κλαίει, αλλά ο νους δυσκολεύεται
να βρει το κλειδί που θ’ ανοίξει την «πόρτα της εξόδου» (η αναφορά στο πνεύμα
έργων του μεγάλου οραματιστή Εβραιοτσέχου συγγραφέα Φρ. Κάφκα όπως «Ο Πύργος»,
«Ο Νόμος», η «Δίκη» πάντα επίκαιρη: σε μια περίπλοκη, εξουσιαστική δομή πώς
καταφέρνεις τελικά να βρεις το δίκιο σου;)
Αναμφίβολα με τη
συμφωνία της 12ης Ιουλίου η πορεία της χώρας από πλευράς αριστερής
διακυβέρνησης θα έχει αντιφάσεις. Αλλά αντιφάσεις ενυπάρχουν μέσα στο ίδιο το
πεδίο των αλληλεπιδράσεων του «πολιτικού» και των οικονομικών δυνάμεων της
σύγχρονης παγκοσμιοποιημένης καπιταλιστικής κοινωνίας. Η υπάρχουσα δομή
εξουσίας στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα (με όρους I. Wallernstein) δεν αφήνει πολλά περιθώρια για πορείες ιδεολογικής
καθαρότητας και για σταθερά βήματα γραμμικής (linear)
κατεύθυνσης χωρίς πισωγυρίσματα. Η δυναμική της ίδιας της ΕΕ αποτελεί απόδειξη
για ό,τι είπαμε παραπάνω. Αλλά και άλλες αναπτυσσόμενες χώρες (ιδίως Κίνα και
Ρωσία), όπου οι αντιφάσεις τους σε δυσκολεύουν να τις κατατάξεις σε ένα αμιγές
καπιταλιστικό ή μη σύστημα, παρέχουν παρόμοιες αποδείξεις.
Η ίδια η έννοια της «κρίσης
νομιμοποίησης» (legitimation crisis) της Κριτικής Θεωρίας
είναι αναπόσπαστη με την επισήμανση διατήρησης αντιφάσεων στον πολιτικό,
διοικητικό και αξιακό τομέα όλων των ήδη ανεπτυγμένων δυτικών καπιταλιστικών
κρατών.
Το ερώτημα είναι αν μέσα
από μία τόσο δύσκολη πραγματικότητα με στοιχεία, δυνάμεις, σχέδια και προθέσεις
που αλληλοαναιρούνται ένα αριστερό
κόμμα μπορεί να κρατήσει έναν ειλικρινή βηματισμό για προοδευτικές
μεταρρυθμίσεις και για θεσμικές μεταβολές με θετικό πρόσημο για τις τάξεις των
εργαζομένων. Το ερώτημα δεν απαντάται εύκολα, αλλά ωστόσο από πουθενά δεν
προκύπτει ότι η απάντηση αναγκαστικά είναι αρνητική. Όπως είναι αφελές να
νομίζουμε ότι νομοτελειακά θα προκύψει ο δομικός σοσιαλιστικός μετασχηματισμός
που οραματιζόμαστε, άλλο τόσο είναι τυφλότητα να μην αποδεχθούμε ότι υπάρχουν
δυνατότητες, τροφοδοτούμενες από πραγματικές κοινωνικές δυνάμεις και τάσεις,
για μεταρρυθμιστικά βήματα. Δυνατότητες υπάρχουν, αλλά το ζήτημα είναι πώς μέσα
στο σύγχρονο αυτό «μωσαϊκό» της αλληλουχίας των εναντιοτήτων (αλληλουχίας που
δεν υποτάσσεται στο δογματικό σχήμα της Χεγκελο-μαρξιστικής διαλεκτικής)
μπορούμε να τις αξιοποιήσουμε. Και η αξιοποίηση δεν μπορεί παρά να περνά μέσα
από την ακριβή αντίληψη της δυναμικής των πραγμάτων (χωρίς δογματικά «καναλιζαρίσματα»)
και την ορθή ενεργοποίηση των ατομικών και συλλογικών φορέων δράσης. Δομές και
φορείς δράσης βρίσκονται σε μία αέναη διαλεκτική σχέση κι αυτή ακριβώς η σχέση
μπορεί να προκαλέσει ρηγματώσεις στο «παλιό» και ν’ ανοίξει ορίζοντες για το
αναδυόμενο «νέο».
Ο
Φίλιππος Νικολόπουλος είναι δρ Κοινωνιολογίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου