31/1/16

Η Μαρία Κυρτζάκη και το πάθος της για το καίριο

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ



Δώδεκα χρόνια. Δώδεκα χρόνια, αν όχι κάθε μέρα, τις περισσότερες της εβδομάδας, ανοίγοντας την πόρτα που έβλεπε στον πάντοτε μισοφωτισμένο διάδρομο του κτηρίου της ΕΡΤ, αντίκριζα τη Μαρία καθισμένη αριστερά, μπροστά στο γραφείο της. Ετοίμαζε από μέρες πριν τις εκπομπές της στο ραδιόφωνο, με την ίδια περίπου συγκέντρωση που έγραφε και ξαναέγραφε τα ποιήματά της. Με άκρα προσοχή, με βασανιστική τελειομανία, καθώς, άλλωστε, τόσο τα ποιήματα όσο και οι εκπομπές ανταποκρίνονταν στο ίδιο πάθος της για την ακρίβεια της γλώσσας. Ήταν ήδη αρκετά χρόνια εκεί, από την εποχή του Μάνου Χατζιδάκι και του Τρίτου, αλλά απ’ όσο θυμάμαι ποτέ της δεν αφέθηκε στη βεβαιότητα (και ενίοτε στη χαλαρότητα) της γνώσης. Έμπαινε στο studio για ηχογράφηση σαν να ήταν κάθε φορά η πρώτη φορά, το ίδιο απαιτητική, αντιμετωπίζοντας τον χρόνο που της δινόταν σαν κάτι πολύτιμο, ουδέποτε καταφεύγοντας σ’ ένα βιαστικό σύνθεμα λέξεων και ήχων, κειμένων και μουσικής, στον αυθορμητισμό και στην τεμπελιά των εκπομπών live. Λέω ότι η Μαρία Κυρτζάκη είχε στις ραδιοφωνικές εκπομπές της την ίδια οργανική, σωματική σχέση με τη διαδικασία ολοκλήρωσής τους που είχε με την ποίησή της, γιατί παρατηρούσα ότι ενεργοποιούσε και στα δυο το ίδιο συναισθηματικό και αισθησιακό απόθεμα της γλώσσας, επιλέγοντας λέξεις και φράσεις από τη διαδρομή της ελληνικής μέσα στο χρόνο, κυρίως όμως επιλέγοντας λέξεις και φράσεις που της πήγαιναν, ως ρυθμικά σημεία, αφού πάντοτε τα κείμενα τα διάβαζε η ίδια όπως ακριβώς διάβαζε τα ποιήματά της, με τα σπλάχνα της, όσες φορές έτυχε να την ακούσω. Διάβαζε, ακόμα και τα πιο δύσκολα αποσπάσματα ποιημάτων, αφηγήσεων ή και δοκιμίων, μ’ έναν τρόπο παραμυθητικό, σαν να την άκουγαν παιδιά, τόσο τα Ονειροκριτικά του Αρτεμίδωρου του Δαλδιανού όσο και τα Τρία Κρυφά Ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη ή τα Έξι μαθήματα για το λόγο του Γιώργου Χειμωνά. Μ’ έναν θερμό, εσωτερικό ρυθμό που ήξερε πού να σταματά και που να συνεχίζει, ανερχόμενη ή κατερχόμενη την κλίμακα των κειμένων, με το δικό της, ιδιότυπο ύφος, λες και υψωνόταν στο θαύμα της Ημέριας Νύχτας της (1989), για να πέσει μετά στη Μαύρη Θάλασσα (2000), στο βυθό της οποίας όλοι μας κολυμπούμε, όπως έλεγε σ’ έναν ειρωνικό αυτοσχόλιο χαρακτηρισμό της ποίησής της.


Οι ραδιοφωνικές της εκπομπές είχαν (και νομίζω έχουν για όποιον τύχει και τις ακούσει και πάλι) την ποικιλότητα, την τέχνη και την επιτελεστική ακρίβεια ενός κεντήματος που βγαίνει από μαστορικά χέρια. Όπως και η ποίησή της. Αυτό ήταν! Με τα χρόνια και την τακτική του αμείωτου πάθους της, είχε γίνει μια πολύπειρη χειροτέχνισσα του ποιητικού λόγου. Δαμάζοντας όμως και ελέγχοντας με σταθερό χέρι και φωνή όλη τη διαδικασία μεταμόρφωσης του λόγου σε γλώσσα. Διότι ο λόγος, ως έννοια στο ώριμο έργο της Κυρτζάκη, μετά το ’80, δεν είναι προσωποποιημένος, δεν είναι αρσενικός ή θηλυκός , δεν έχει φύλο: είναι προποιητικός, προμυθοποιητικός, αρχετυπικός. Μια έννοια που δεν έχει αρχή και τέλος, αφού διαχέεται παντού, αλλά είναι ενσωματωμένη σε κάθε αρχή και σε κάθε τέλος. Αν λοιπόν η γλώσσα της ποίησης ήταν γι’ αυτήν ένας μετα-λόγος, κέντημά της ήταν η απαράμιλλα φροντισμένη γραφή της ως σπονδή στην ασύλληπτη αλλά πανταχού παρούσα θεότητα μιας γλώσσας που την ψαύει εκστατικά. Εκστατικά, γιατί αυτή είναι που τη βοηθά να βγάλει έξω τον μυστικό της εαυτό, τον περίκαυστο ερωτισμό, τα διάπυρα οράματα και τα πένθη της κάθε μέρας. Έτσι ώστε, με την ποίησή της να δώσει ζωή σε μια σειρά νοημάτων και σημασιών που συμπλέκουν στην ίδια βελονιά: το αδιαιρέτως ιστορημένο και ανιστόρητο του λόγου, το χρονολογημένο και το συνεχές δράμα της ιστορίας, τα ανθρώπινα πάθη, ο διαχρονικός μύθος που άλλοτε έχει ιαματικά και άλλοτε δυσοίωνα μηνύματα, όπως ακριβώς στις απαντήσεις των μαντείων της αρχαιότητας.
Πολλά άλλαξαν στην ποίησή της Μαρίας Κυρτζάκη στα πενήντα χρόνια της παρουσίας της στη λογοτεχνία, δεν άλλαξε όμως η από πολύ νωρίς έκδηλη πυκνότητα στην έκφρασή της, όπως επίσης ο σταθερός της υβριδισμός, η εναλλασσόμενη δηλαδή κίνησή της μεταξύ στίχου και πρόζας, χωρίς ωστόσο να μετατρέπεται καθόλου η βαθύτερη εννοιολόγηση της ποίησής της. Στα πρώτα βιβλία της, τις Σιωπηλές κραυγές (1966), τις Λέξεις (1973) και τον ιδιωτικό Κύκλο (1976), όπως άλλωστε στα βιβλία των περισσότερων νέων, το ακριβοθώρητο και το δύσκολο να οριστεί δεν είναι αυτό στο οποίο εστιάζεται το βλέμμα και η εικόνα του εαυτού, δεν είναι η περιγραφή του συναισθήματος αλλά η ικανότητα της γλωσσικής ευκρίνειας μέσα από την οποία υπάρχουν τα πράγματα:
Είναι εύκολο να σου δείξω/ Το σώμα μου πώς διαθλάστηκε/ Την όρασή μου πώς έμεινε κρυμμένη/ Να σου απαριθμήσω τα γεγονότα/ Μόνο τις λέξεις μου/ Τι να σου πω για τις λέξεις/ Αφού κι εγώ δεν ξέρω/ Πώς βγαίνουν έτσι/ Στραπατσαρισμένες κάθε φορά/ Θαρρείς λεηλατημένες / Λειψές.
Για να ανεβεί από εκεί και πέρα κατακόρυφα, από τη Γυναίκα με το κοπάδι (1982) και μετά, η οξύτονη ρητορική του σκοτεινού και περιφλεγούς ερωτικού πάθους, του σπαραγμένου σώματος ως σώματος που πλέον έχει αποσπαστεί από τον εγωτισμό, τον άλλοτε πυρήνα του νεανικού κόσμου, και έχει εξοικειωθεί με τη συνάντηση και τη γνώση του εαυτού ως άλλου εαυτού, και της ύπαρξης ως άλλης ύπαρξης. Εν ολίγοις, με τη γνώση του Λόγου που βοηθά την ύπαρξη να γεμίσει το κενό του φυλετικού ή του ερωτικού της διχασμού, έτσι ώστε το ανθρώπινο δράμα να γίνει δικό της δράμα:

Γιατί λοιπόν αυτός ο θόρυβος/ Προς τι/ Είναι απλός ο τρόπος:/ Βομβαρδισμοί και πάλι βομβαρδισμοί./ Βοσνία ή Ερζεγοβίνη / Πρέστινα ή και ολόκληρο το Κόσοβο/ Ολόκληρο το σώμα και την καρδιά/ Ολόκληρη τι σημασία έχει/ Ένας άνθρωπος πεθαίνει/ Και τα νερά αποσύρονται και τα δάκρυα/ Γιατί λυπούνται και πενθούν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: