ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΜΑΚΡΗ
Ανδριανή Βεντούρη, ΛΚ07 Μαριγούλα, 2012, κινούμενη εικόνα |
Ένεκεν, επιθεώρηση πολιτισμού, τεύχος 36ο, Απρίλιος, Μάιος,
Ιούνιος 2015. Αφιέρωμα: Hannah
Arendt (1906-1975). Κείμενα: Michael Löwy, Σπύρος Μακρής, Θάνος Λίποβατς, Γιώργος
Φαράκλας, Βίκυ Ιακώβου
Με αφορμή τα σαράντα χρόνια από το θάνατο της γερμανο-εβραίας
θεωρητικού της πολιτικής Hannah Arendt (Χάννα Άρεντ), η Επιθεώρηση Πολιτισμού «Ένεκεν»
δημοσιεύει ένα εκτενές Αφιέρωμα από ειδικούς ακαδημαϊκούς μελετητές της
αρεντιανής πολιτικής και ηθικής θεωρίας, με σκοπό να αναδείξει τόσο την
επικαιρότητα όσο και τη σπουδαιότητα ενός μείζονος και πολυσχιδούς έργου, το
οποίο τις τελευταίες δεκαετίες αποτελεί σταθερά μία από τις λοκομοτίβες της
σύγχρονης πολιτικής και ηθικής σκέψης, που έχει πλέον οριοθετηθεί στο χώρο των
κοινωνικών επιστημών ως «Αρεντιανές Σπουδές».
Η Χάννα Άρεντ αποτελεί μία διακριτή στοχαστική προσωπικότητα της
βαϊμαρικής (και δη εβραϊκής) πνευματικής αναγέννησης, η οποία δεν σχετίζεται,
ως στοχαστικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα, μόνο με το ιστορικά πολυσήμαντο,
πλην όμως θνησιγενές, πολιτειακό και πολιτικό πείραμα της Δημοκρατίας της
Βαϊμάρης (1919-1933), αλλά και με την εμφάνιση μίας ομάδας διανοητών, με βαθιά
φιλοσοφική, θεολογική, πολιτική και ηθική παιδεία (Kultur), που διαμόρφωσαν με
καταλυτικό τρόπο τις θεματικές και ιδεολογικές όψεις της Ηπειρωτικής Φιλοσοφίας
και από το τη δεκαετία του 1940 και εφεξής το προφίλ των Επιστημών του Ανθρώπου
στις ΗΠΑ.
Η Χάννα Άρεντ, αφού βρέθηκε μετά το 1933 λόγω του ναζισμού στο Παρίσι,
δίπλα στο Βάλτερ Μπένγιαμιν και στον Μπέρτολτ Μπρεχτ, από το 1941 και έως το
τέλος της ζωής της έζησε πέραν του Ατλαντικού, με διάφορες ακαδημαϊκές
ιδιότητες, αλλά πάντα ως συνειδητός παρίας της εξορίας, όπως της άρεσε να
τονίζει. Συνδυάζοντας την ευρωπαϊκή φαινομενολογία της συνείδησης και της
ύπαρξης με την αμερικανική παράδοση του ρεπουμπλικανισμού, διατύπωσε μία προσέγγιση
για τη δημόσια σφαίρα ως πολιτικό και ηθικό διακύβευμα, η οποία σήμερα, με την παρατεταμένη
και δομική κρίση αντιπροσώπευσης που ταλανίζει τις νεοτερικές φιλελεύθερες
δημοκρατίες, φαντάζει ως μία θεωρητική όαση έμπνευσης για την επανίδρυση τόσο των
δημοκρατικών πολιτικών θεσμών, όσο και του ίδιου του Πολιτικού ως οντολογικής
κατηγορίας της ανθρώπινης κατάστασης.
Ο Michael Löwy, στο σπουδαίο κείμενό του, που μετέφρασε στα ελληνικά ο
εκδότης του «Ένεκεν» Γιώργος Γιαννόπουλος, αφηγείται, με το γνωστό γλαφυρό ύφος
του, τη συνάντηση της Χάννα Άρεντ με το Βάλτερ Μπένγιαμιν στο μεσοπολεμικό
Παρίσι, ανάμεσα σε μία πλειάδα μειζόνων στοχαστών της Ηπειρωτικής Φιλοσοφίας
και μετέπειτα βέβαια της Κριτικής Θεωρίας. Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον
είναι αφενός η τραγική ιστορία της αυτοχειρίας του Μπένγιαμιν για να μην πέσει
στα χέρια της Γκεστάπο, αφετέρου η στοχαστική εκλεκτική συγγένειά τους, η οποία
εμπεδώθηκε μέσα από το κείμενο το οποίο της παρέδωσε ως μεσσιανική κιβωτό μίας ολόκληρης
εποχής: τις περίφημες «Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας» (1940).
Ο Michael Löwy υποστηρίζει εδώ ότι οι μπενγιαμινικές Θέσεις δεν
μετέδωσαν απλώς στο έργο της Χάννα Άρεντ μία ιδιότυπη μεσσιανική διάσταση,
κυρίως μέσα από την έννοια της επανάστασης ως πολιτικού και ηθικού θαύματος,
αλλά επέδρασαν καθοριστικά και στην αρεντιανή κοσμοθεωρία συνολικά, με άλλα
λόγια στον τρόπο που η Χάννα Άρεντ ερμήνευσε στο κορυφαίο πόνημά της «Οι Ρίζες
του Ολοκληρωτισμού» (1951) τις ιμπεριαλιστικές, ρατσιστικές και αντισημιτικές
καταβολές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και πολιτισμού εν γένει, αφήνοντας πίσω το
διαρκές αίτημα μίας αποκατάστασης (tikkoun) των αδικημένων και των κατατρεγμένων
της Ιστορίας. Η αρεντιανή δημόσια σφαίρα, με αυτήν την έννοια, μοιάζει με μία
εγκόσμια αποκάλυψη της ανθρωπιάς ή, όπως επισημαίνει ο Ζακ Ντεριντά, ως μία
μεσσιανικότητα χωρίς μεσσιανισμό.
Αξίζει να καταστεί εύληπτο, όπως προκύπτει περαιτέρω από το κείμενο
του Σπύρου Μακρή, ότι η πολιτική και ηθική σκέψη της Χάννα Άρεντ έχει μία
σταθερή, αν και όχι πάντα προφανή, αναφορά σε μία οντο-θεολογία, η οποία
προσομοιάζει σε αυτό που ορίζουμε σήμερα ως πολιτική θεολογία. Αν υπάρχει,
συνεπώς, ένας δημοκρατικός και κυρίως ρεπουμπλικανικός ντεσιζιονισμός στην
αρεντιανή σκέψη, αυτό αν μη τι άλλο οφείλεται τόσο στην επίδραση που της άσκησε
ο Αυγουστίνος όσο και σε μία πολιτική ανάγνωση του Ιησού του Ναζωραίου, όπου
και στις δύο περιπτώσεις αναδεικνύονται η αναστοχαστική κρίση, η διευρυμένη
φαντασία, η δύναμη της συγχώρεσης και κυρίως η υπόσχεση μίας νέας αρχής, μίας
νέας γεννησιμότητας του κόσμου, ως η δημόσια σφαίρα της εγκόσμιας ελευθερίας
και της προσωπικής ευθύνης.
Ο Θάνος Λίποβατς επιχειρεί να ανασύρει στο αναλυτικό φως την
πολιτισμική παρακμή της Δύσης μέσα από την ανθρώπινη απερισκεψία ως κοινοτοπία
του κακού. Η Άρεντ, σύμφωνα με το Λίποβατς, με αυτήν τη βαθιά οντο-θεολογική,
πολιτική και ηθική παιδεία της, μάς έδωσε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε τις
οντολογικές διαστάσεις του κακού ως κοινότοπης ανθρώπινης κατάστασης, δηλαδή ως
μίας αδυναμίας να σκεφτούμε τις συνέπειες των πράξεών μας και να τοποθετήσουμε
χωρίς παρωπίδες τον εαυτό μας στη θέση του Άλλου, του ξένου, του παρία, του
κατατρεγμένου και του αδικημένου, αναζητώντας, ουσιαστικά, όχι μία ηθικολογία
της φορμαλιστικής δικαιοσύνης, αλλά την περισυλλογή και τη σωκρατική
αυτοκριτική ενός σκέπτεσθαι που βιώνεται πρωτίστως ως ενθύμηση, ως μία διαρκής
οντολογική μνήμη, που διατηρεί τα ίχνη των αδικιών που συντελέστηκαν ακόμη και στο
απώτατο παρελθόν.
Η αρεντιανή δημόσια σφαίρα, ως ένα αυγουστίνειο αιώνιο παρόν, που
στοχεύει στην αποκατάσταση των πολιτικών θεσμών και της ίδιας της γλώσσας ως βιωμένης
μνήμης, θέτει, όπως αναδεικνύεται στο κείμενο του Γιώργου Φαράκλα, ένα ζήτημα
πολιτικής και οικονομίας, όχι με την παραδοσιακή έννοια της πολιτικής
οικονομίας, αλλά με την έννοια μίας οντολογικής σχέσης, η οποία κινείται
ανάμεσα στις οριακές καταστάσεις, όπως θα έλεγε ο Καρλ Γιάσπερς, της ελευθερίας
και της ισότητας. Θέτοντας, διαλογικά, τη Χάννα Άρεντ απέναντι στον Έγελο, ο
Γιώργος Φαράκλας επιχειρεί να καταδείξει το δεσπόζον δίλημμα της νεοτερικότητας
ανάμεσα σε ένα κράτος που επεμβαίνει για να θέσει τις αδικίες υπό ένα καθεστώς
κοινωνικής πρόνοιας και σε μία εξουσία που εκτρέπεται, τελικά, μέσω του παρεμβατισμού
στον πατερναλισμό και την τρομοκρατική τυραννία.
Πώς μπορούν να αμβλυνθούν τα προβλήματα και τα διλλήματα της δημόσιας
σφαίρας, ειδικά σε μία εποχή όπως η σημερινή, όπου η κρίση της πολιτικής και
του Πολιτικού αποκτούν τα χαρακτηριστικά μίας κρίσης της νεοτερικότητας και του
δυτικού πολιτισμού συλλήβδην; Η Βίκυ Ιακώβου, στο καταληκτικό κείμενο του
Αφιερώματος στη Χάννα Άρεντ, επιχειρεί μέσα από τις θεμελιώδεις και
καταστατικές αρεντιανές έννοιες της Παράδοσης και της αυθεντίας (auctoritas) να
καταδείξει πώς η εγκόσμια ελευθερία και το μείζον ζήτημα της κοινωνικής και δη
οικονομικής δικαιοσύνης μπορούν να επιλυθούν μέσα από τη μνήμη ως επιλεκτική
ανάκληση ενός λησμονημένου παρελθόντος. Αξιοποιώντας η Άρεντ, μάς θυμίζει η
Βίκυ Ιακώβου, την μπενγιαμινική αρχαιολογία της αλιείας των μαργαριταριών της
Παράδοσης, θέτει την αποκατάσταση του κόσμου ως μία πράξη δημόσιας ευτυχίας,
όπου η αυθεντία δεν νοείται ως δεσποτεία, αλλά ως αναπροσανατολισμός στο μέλλον
μέσα από το παρελθόν σε αυτήν την ενδιάμεση χοάνη του Τώρα.
Το Αφιέρωμα του «Ένεκεν» στη Χάννα Άρεντ, με μία σειρά από
εξειδικευμένα ακαδημαϊκά κείμενα, που καλύπτουν εννοιολογικά και θεματικά όλο
το φάσμα του έργου της, συνιστά μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να αναστοχασθούμε
πολιτικά και ηθικά με μέτρο τη σκέψη της μεγαλύτερης αναφανδόν φιλοσόφου
feminini generis από καταβολής κόσμου. Η Χάννα Άρεντ, για να θυμηθούμε το
Μαρσέλ Προυστ, δεν ξανακερδίζει απλώς το χαμένο χρόνο, αλλά επανέρχεται στο
προσκήνιο της πολιτικής και ηθικής θεωρίας με τρόπο μοναδικό για τον κανόνα της
δυτικής σκέψης. Μία επισκόπηση και μόνο της σχετικής βιβλιογραφίας μπορεί να
δείξει την εκπληκτική διείσδυση της ρεπουμπλικανικής και διαβουλευτικής
προσέγγισής της για την ανασυγκρότηση του Πολιτικού στον 21ο αιώνα.
Τι είναι όμως αυτό σωκρατικό «δαιμόνιο» που μάς γοητεύει στη Χάννα
Άρεντ; Το γεγονός, παραφράζοντας το Ρίτσαρντ Γουόλιν, ότι αποδείχτηκε η
καλύτερη μαθήτρια του Μάρτιν Χάιντεγγερ; Ή, μήπως, όπως πίστευε ο Καρλ
Γιάσπερς, ότι η πολιτική και ηθική σκέψη της είναι συνάρτηση του αδέσμευτου
χαρακτήρα και της ομηρικής αμεροληψίας της; Στο ερώτημα αυτό όμως, ο καθένας,
πέρα από το Αφιέρωμα του «Ένεκεν», πρέπει να απαντήσει ιδίοις όμμασι,
προσεγγίζοντας τα ίδια τα κείμενα της Χάννα Άρεντ, που ευτυχώς
πολλαπλασιάζονται συνεχώς στην ελληνική γλώσσα.
Ο Σπύρος Μακρής διδάσκει Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου