ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ
ΠΑΝΟΣ ΚΥΠΑΡΙΣΣΗΣ, Τα τιμαλφή, εκδόσεις Μελάνι , σελ. 78
Τα Τιμαλφή του Πάνου Κυπαρίσση συγκεντρώνουν
τα πάγια χαρακτηριστικά ενός έργου εκπληκτικά ομόκεντρου εδώ και αρκετά χρόνια.
Τη διαρκή προσπάθεια να συλλάβει ο νους το νόημα που μπορεί να έχει μια
ελάχιστη στιγμή για την αποκάλυψη της ίδιας της ύπαρξης, καθώς η αλλαγή
φωτισμού της από κάτι το φαινομενικά αλλά όχι ουσιαστικά επουσιώδες μπορεί να
κρατήσει την ανθρώπινη αντοχή και να τη στηρίξει. Να επωάσει την ελπίδα, έστω
κι αν πρόκειται για αυταπάτη, μπροστά στα κύματα της επέλασης του χρόνου, της
φθοράς και των συνεχών ακυρώσεων που επιφυλάσσει η καθημερινότητα. Αν δούμε τη
συλλογή αυτή ως σύνθεμα, καθώς αποτελείται από τρεις ενότητες, «Η Πύλη», «Η
Αυλή»,«Η Σιγή», τα ποιήματα στις δυο
πρώτες μολονότι δεν διαφέρουν ουσιαστικά ως προς τον συναισθηματικό τους χαμηλό
τόνο και την εσωστρεφή πυκνότητα, δημιουργούν μια αμυδρά χαραγμένη κλίμακα
ψυχικού αναβαθμού, μεταβαίνοντας από το σκοτάδι στο φως με ενδιάμεσο την
ελπίδα.
Αν και οι επιστροφές αυτές αντλούν πολλές φορές από βιώματα συναισθηματικής
ερημίας και πένθους, δεν παύουν, όπως φαίνεται στα ποιήματα του Κυπαρίσση, να
αποτελούν πηγή ζωής για την ίδια την ποιητική δημιουργία. Το σιωπηλό, θαμπό,
ομιχλώδες τοπίο των νεανικών χρόνων του, η καθημαγμένη οικογενειακή εστία, αυτή
η χώρα που ποτέ δεν περιγράφεται και πάντοτε υποβάλλεται ως κατάσταση ψυχής, με
την αέναη μνημονική επαναφορά και αναπαράστασή της στη φαντασία, δεν είναι πια
κάτι το ξένο και ανοίκειο μα κάτι που η περσόνα του ποιητή το νιώθει δικό της.
Ένα είδος καταγωγικού πεπρωμένου που το φέρνει μαζί του
συνεχώς από τα πρώιμα χρόνια του: «Θυρίδες τ’ ουρανού/ κρυμμένα τιμαλφή/όρκοι
και όνειρα χαμένα// Καταρράκτες άγνωστοι του νου/ λέξεις που κόπηκαν άγουρες
στο παρελθόν/και ξεπηδούν σε τόπους που δεν ξέρουν» («Η Πύλη», Δ΄,σελ.14).
Αυτή τη βεβαιότητα της μελαγχολίας και της μοναξιάς έχει τάξει μέσω της
ποίησής του να εξοικειωθεί μαζί της και να την αφήσει να κατοικήσει μέσα του
μήπως κι έτσι ημερέψει. Εξάλλου, το ολιγαρκές της ύπαρξης, η εσωτερική της
πυκνότητα, η ασκητική της αποστολή για τη διάσωση των ελάχιστων τιμαλφών η
οποία προβάλλει ως η μόνη της επιδίωξη, το μινιμαλιστικό βλέμμα πάνω στον
κόσμο, έχουν τις απευθείας αναλογίες τους και στην ποιητική γλώσσα και έκφραση
του Πάνου Κυπαρίσση. Η σιγή τού ενδόμυχου συναισθηματικού τοπίου αντανακλάται
στον χαμηλόφωνο ελεγειακό τόνο της φωνής του, στον λυγμικό λόγο που πολλές
φορές ζητάει με σπαραγμό να διασώσει τα όσα θραύσματα του ερωτικού πάθους
απέμειναν. Από αυτή τη φωνή που πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τους κανόνες της
σύγχρονης ποίησής μας, ούτε η τρυφερότητα ούτε ο ήρεμος στοχασμός της ψεύτισαν
ποτέ.
Το ιδιαίτερο αυτών των ποιημάτων του Κυπαρίσση είναι ότι δεν μένουν στην
καθηλωτική δυναστεία των παιδικών αναμνήσεων του εμφύλιου αίματος στην Ήπειρο.
Ανοίγονται στην τελευταία τους ενότητα
προς την αισθησιακή εξύψωση. Έτσι, με μια έννοια τα «τιμαλφή» που διέσωσε μέσω
της ποίησης, όσο φοβερά κι αν είναι, δεν παύουν να είναι τα ελάχιστα πολύτιμα από τα «προικώα»
που κρατάει στον κόρφο της η ζωή του ποιητή. Όπως και τα ελάχιστα που διέσωσε
από το πήγαιν΄ έλα της μνήμης σε εποχές σκοτεινές, σε χρόνια άνυδρα, αφιλόξενα
και άγρια, που όμως όχι μόνο αλλάζει η αίσθησή τους αλλά και χρωματίζονται
διαφορετικά από τον ερωτικό κατακλυσμό της ύπαρξης. Και το λέω αυτό διότι η
εικαστική έκφραση που αποτυπώνεται γενικότερα στα ποιήματα του Κυπαρίσση, έχει
άμεση σχέση με το εσωτερικό τους εκτόπισμα στον κόσμο του ποιητή. Έτσι, όταν σε
πρωιμότερες εποχές επικρατεί η λύπη, τότε «Φυσάει σιωπή/κι ένα μάταιο παίρνει
τις ρίζες μου/βυθίζοντας τη μνήμη/ σε προσφιλείς δικούς/ σε ξένους που σβήνουν
λασπωμένοι» («Η Αυλή», ΣΤ, σελ. 34). Ενώ, σε χρόνια μεταγενέστερα, όταν το
ψυχικό πεδίο αλλάζει, βλέπουμε ένα στοιχείο, μια απόχρωση που πέφτει αντίθετα
προς το όλο κάδρο της μουντής ποιητικής αναπαράστασης, να συμβολίζει τη μνεία
του διαφορετικού. Παράδειγμα, το έσχατο ποίημα ΙΣΤ΄του βιβλίου, από την ενότητα
«Η Σιγή»: «Παράθυρα κλειστά / βουνά στους ώμους των τοίχων/ κυπαρίσσια
μεσίστια// Λυγίζει η κλαίουσα της αυλής/φυλακίζοντας ημικύκλια φωτεινά/πουλιά
τρομαγμένα //Κάθεται ένα ξανθό στα πλαϊνά/ ένα «ίσως» μικρό κι επιμένει//
Περνούν της θάλασσας άλογα πρωϊνά/ σύννεφα κατοικίδια //Κατεβαίνει ο άγγελος ως
τη σιωπή τους»( σελ. 74).
Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας
Man Ray,
Peggy Guggenheim,
1924, αργυροτυπία, μεταγενέστερη εκτύπωση,
23 Χ 14,5 εκ., Ιδιωτική συλλογή
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου