ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
ΤΗΣ HANNAH ARENDT
Προκειμένου να ξεχάσουμε ακόμα πιο αποτελεσματικά μάλλον αποφεύγουμε
οποιαδήποτε νύξη για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή τα στρατόπεδα εγκλεισμού τα
οποία γνωρίσαμε σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες – κάτι τέτοιο θα μπορούσε
να ερμηνευτεί ως απαισιοδοξία ή έλλειψη αυτοπεποίθησης στη νέα μας πατρίδα. Ακόμα και μεταξύ μας δεν μιλάμε
για αυτό το παρελθόν. Αντ’ αυτού, έχουμε βρει τον τρόπο μας να διαχειριζόμαστε
ένα αβέβαιο μέλλον. Απ’ τη στιγμή που όλοι κάνουν σχέδια, εύχονται και
ελπίζουν, το ίδιο κάνουμε κι εμείς. Ωστόσο, εκτός από αυτές τις γενικές
ανθρώπινες συμπεριφορές, προσπαθούμε να τακτοποιήσουμε το μέλλον περισσότερο
επιστημονικά. Μετά από τόση κακοτυχία θέλουμε μια απόλυτα σίγουρη πορεία.
Συνεπώς, αφήνουμε πίσω μας τη γη με όλες της τις αβεβαιότητες και στρέφουμε το
βλέμμα μας στον ουρανό. Τα άστρα –κι όχι οι εφημερίδες– θα μας πουν πότε θα
ηττηθεί ο Χίτλερ και πότε θα γίνουμε Αμερικανοί πολίτες. Θεωρούμε τα άστρα πιο
αξιόπιστους συμβούλους απ’ ό,τι όλους τους φίλους μας· από τα άστρα μαθαίνουμε
πότε θα δειπνήσουμε με τους ευεργέτες μας καθώς και ποιά μέρα θα ήταν καλύτερο
να συμπληρώσουμε ένα από αυτά τα αμέτρητα ερωτηματολόγια που συνοδεύουν τις τωρινές
μας ζωές. Μερικές φορές δεν στηριζόμαστε ούτε στ’ άστρα, αλλά μάλλον στις
γραμμές των χεριών ή στα σημάδια του γραφικού μας χαρακτήρα. Έτσι μαθαίνουμε
λιγότερα για τα πολιτικά γεγονότα αλλά περισσότερα για τους αγαπητούς εαυτούς
μας, έστω και αν η ψυχανάλυση είναι κάπως ντεμοντέ. Οι ευτυχισμένες εποχές κατά
τις οποίες βαριεστημένες κυρίες και κύριοι της καλής κοινωνίας συζητούσαν για
τις χαριτωμένες αταξίες των παιδικών τους χρόνων έχουν παρέλθει. Δεν θέλουν πια
ιστορίες με φαντάσματα· υπάρχουν πραγματικές εμπειρίες που τους κάνουν να
ανατριχιάσουν. Δεν υπάρχει πλέον καμιά ανάγκη να μας μαγεύει το παρελθόν·
υπάρχει αρκετή μαγεία στην πραγματικότητα. Έτσι, παρά την ανεπιφύλακτη
αισιοδοξία μας, χρησιμοποιούμε κάθε είδους μαγικά κόλπα για να ξορκίσουμε τα
πνεύματα του μέλλοντος.
Δεν ξέρω ποιες αναμνήσεις και ποιες σκέψεις κατοικούν κάθε βράδυ στα
όνειρά μας. Δεν τολμώ να ρωτήσω, δεδομένου ότι κι εγώ υπήρξα μάλλον αισιόδοξη.
Μερικές φορές όμως φαντάζομαι ότι τουλάχιστον τα βράδια σκεφτόμαστε τους
νεκρούς μας ή ότι θυμόμαστε τα ποιήματα που κάποτε αγαπήσαμε. Θα μπορούσα ακόμα
και να καταλάβω πως οι φίλοι μας της Δυτικής Ακτής, κατά τη διάρκεια της
απαγόρευσης κυκλοφορίας, έχουν τέτοιες περίεργες απόψεις όπως το να πιστεύουν
ότι είμαστε «αυριανοί πολίτες» αλλά απλώς προσωρινά «εχθρικοί αλλοδαποί». Υπό
το φως της ημέρας, φυσικά, μόνο «από τεχνικής απόψεως» γινόμαστε εχθρικοί
αλλοδαποί – όλοι οι πρόσφυγες το ξέρουν αυτό. Αλλά όταν τεχνικοί λόγοι σε
εμποδίζουν να βγεις από το σπίτι μόλις σκοτεινιάσει, σίγουρα δεν είναι εύκολο
να αποφύγεις κάποιες σκοτεινές σκέψεις γύρω από τη σχέση μεταξύ τεχνικού και
πραγματικού.
Όχι, κάτι δεν πάει καλά με την αισιοδοξία μας. Υπάρχουν ανάμεσά μας
εκείνοι οι ιδιόρρυθμοι αισιόδοξοι άνθρωποι που, έχοντας κάνει πολλές αισιόδοξες
ομιλίες, επιστρέφουν στο σπίτι και ανάβουν το γκάζι ή χρησιμοποιούν τον
ουρανοξύστη με έναν αρκετά αναπάντεχο τρόπο. Φαίνεται να αποδεικνύουν ότι η
διακηρυγμένη μας ευθυμία βασίζεται σε μια επικίνδυνη ετοιμότητα για θάνατο.
Αναθρεμμένοι με την πεποίθηση ότι η ζωή είναι το υψηλότερο αγαθό και ο θάνατος
η μεγαλύτερη συμφορά, γινόμαστε μάρτυρες και θύματα χειρότερων φρικαλεοτήτων
απ’ ό,τι ο θάνατος – δίχως να είμαστε ικανοί να ανακαλύψουμε ένα ιδανικό
υψηλότερο απ’ τη ζωή. Έτσι, μολονότι ο θάνατος χάνει για εμάς τη φρίκη του, δεν
γινόμαστε ούτε πρόθυμοι ούτε ικανοί να ρισκάρουμε τη ζωή μας για κάποιον σκοπό.
Οι πρόσφυγες, αντί να παλεύουν –ή να σκέφτονται πώς θα μπορούσαν να παλέψουν–
έχουν συνηθίσει να εύχονται το θάνατο των συγγενών και φίλων· αν κάποιος πεθάνει,
φανταζόμαστε με χαρά όλα τα βάσανα από τα οποία γλύτωσε. Τελικά, πολλοί από
εμάς καταλήγουν να εύχονται ότι κι εμείς, επίσης, θα μπορούσαμε να γλυτώσουμε
από ορισμένα βάσανα, και πράττουν αναλόγως.
Οι καινούργιοι μας φίλοι, μάλλον παραζαλισμένοι από τόσους πολλούς
σπουδαίους και διάσημους ανθρώπους, δύσκολα καταλαβαίνουν ότι στη βάση όλων μας
των περιγραφών για τα περασμένα μεγαλεία βρίσκεται μια ανθρώπινη αλήθεια:
κάποτε ήμαστε κάποιοι για τους οποίους νοιάζονταν ορισμένοι άνθρωποι, μας
αγαπούσαν οι φίλοι μας και οι ιδιοκτήτες των σπιτιών μας ήξεραν ότι πληρώναμε
το νοίκι κανονικά. Κάποτε μπορούσαμε να αγοράσουμε το φαγητό μας και να
ανέβουμε στον υπόγειο σιδηρόδρομο δίχως να μας πούνε ότι είμαστε ανεπιθύμητοι.
Γίναμε λίγο υστερικοί όταν οι δημοσιογράφοι άρχισαν να μας παρατηρούν και να
μας λένε δημόσια να σταματήσουμε να είμαστε αηδιαστικοί όταν ψωνίζουμε ψωμί και
γάλα. Αναρωτιόμαστε πώς μπορεί να γίνει αυτό· είμαστε ήδη τόσο καταραμένα
προσεκτικοί σε κάθε στιγμή της καθημερινής μας ζωής προσπαθώντας να αποτρέψουμε
οποιονδήποτε απ’ το να μαντέψει ποιοί είμαστε, τί είδους διαβατήριο έχουμε, πού
συμπληρώθηκαν τα πιστοποιητικά γέννησής μας – και ότι δεν αρέσουμε στον Χίτλερ.
Κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε για να χωρέσουμε σε έναν κόσμο όπου πρέπει, κατά
κάποιον τρόπο, να φυλάγεσαι πολιτικά ακόμα κι όταν αγοράζεις το φαγητό σου.
Μπορεί κανείς να εκπλαγεί που η προφανής έλλειψη χρησιμότητας όλων των
αλλόκοτων μεταμορφώσεών μας δεν έχει σταθεί ικανή να μας αποθαρρύνει. Αν είναι
αλήθεια ότι οι άνθρωποι σπανίως διδάσκονται από την ιστορία, είναι επίσης
αλήθεια ότι μπορεί να διδαχθούν από τις προσωπικές τους εμπειρίες, οι οποίες,
όπως στη δική μας περίπτωση, επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά. Προτού όμως ρίξετε
τον πρώτο λίθο εναντίον μας, θυμηθείτε ότι το να είναι κανείς Εβραίος δεν
προσφέρει κανένα νομικό στάτους σε αυτό τον κόσμο. Αν αρχίσουμε να λέμε την
αλήθεια, ότι δηλαδή δεν είμαστε τίποτα άλλο παρά Εβραίοι, αυτό θα σήμαινε ότι
εκθέτουμε τους εαυτούς μας στη μοίρα εκείνων των ανθρώπινων όντων που,
απροστάτευτα από κάποια συγκεκριμένη νομοθεσία ή πολιτική συνθήκη, δεν είναι
τίποτα άλλο παρά σκέτα ανθρώπινα όντα. Δύσκολα μπορώ να φανταστώ μια
συμπεριφορά περισσότερο επικίνδυνη, δεδομένου ότι ζούμε σήμερα σε έναν κόσμο
στον οποίο τα ανθρώπινα όντα καθαυτά έχουν πάψει να υφίστανται εδώ και καιρό,
δεδομένου ότι η κοινωνία έχει ανακαλύψει τις διακρίσεις ως το μεγάλο κοινωνικό
όπλο με το οποίο μπορεί κανείς να σκοτώσει ανθρώπους δίχως αιματοχυσία,
δεδομένου τέλος ότι τα διαβατήρια και τα πιστοποιητικά γέννησης, και μερικές
φορές ακόμα και οι αποδείξεις φόρου εισοδήματος δεν είναι πλέον τυπικά έγγραφα
αλλά ζήτημα κοινωνικών διακρίσεων. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι από εμάς
εξαρτιόμαστε εξολοκλήρου από τα κοινωνικά κριτήρια· χάνουμε την αυτοπεποίθησή
μας αν η κοινωνία δεν μας επιδοκιμάζει· είμαστε έτοιμοι –και πάντοτε ήμασταν–
να πληρώσουμε οποιοδήποτε τίμημα προκειμένου να γίνουμε αποδεκτοί από την
κοινωνία. Είναι όμως εξίσου αλήθεια ότι οι λιγοστοί ανάμεσά μας που προσπάθησαν
να πορευτούν δίχως όλα αυτά τα κόλπα και τα τεχνάσματα της προσαρμογής και της
αφομοίωσης, πλήρωσαν ένα πολύ υψηλότερο τίμημα από ό,τι θα μπορούσαν να
αντέξουν: διακινδύνευσαν τις λιγοστές ευκαιρίες που ακόμα και οι προγραμμένοι
έχουν σε ένα χαώδη κόσμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου