26/7/15

Πάθος και αυτοσαρκασμός ως ζωοδότες της καθημερινότητας

ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ

Μέσα της δεκαετίας του 1980, στο στούντιο της ΕΡΑ, στην εκπομπή των Μανόλη Αναγνωστάκη και Γιώργου Ζεβελάκη. Νίκος Χουλιαράς, Μανόλης Αναγνωστάκης, Αλέξης Ζήρας.


ΒΑΣΙΛΗΣ Π. ΡΟΥΒΟΛΗΣ, Το τελευταίο μπλουζ στο καφενείο Ματζέστικ, εκδόσεις Έναστρον, σελίδες 264

Από τα φοιτητικά του χρόνια ο Βασίλης Ρουβολής ζούσε και τρεφόταν από το θέατρο. Το 1998 δημοσίευσε στις εκδόσεις «Δωδώνη» το θεατρικό έργο Χαρτιά και ζάρια σε φόντο κόκκινο, που παίχτηκε σε θεατρικές σκηνές εντός και εκτός συνόρων. Φέτος επανέρχεται με το πρώτο του μυθιστόρημα, Το τελευταίο μπλουζ στο καφενείο Ματζέστικ.
Σκηνές, εικόνες, φράσεις και λέξεις μαρτυρούν την μακρά έκθεσή τους στο μάτι του συγγραφέα και στο χρόνο. Σαν το καλό κρασί, οι σκηνές και οι λέξεις είναι πυκνές, λιτές και ανάλαφρες, καθαρμένες από κάθε περιττό φτιασίδι. Διάλογοι ανάλαφροι, νοτισμένοι με λεπτό και καυστικό χιούμορ, που μετατρέπουν το κείμενο σε νωπογραφίες της καθημερινής ζωής, δεμένες μεταξύ τους από ένα πάθος, γι’ αυτήν, τους ανθρώπους της, παιδιά και ενήλικες κάθε ηλικίας, και τον τόπο που κατοικούνε. Έτσι, ο Ρουβολής καταφέρνει αυτό που πετυχαίνουν οι καλοί συγγραφείς, να μην αφήσουμε την ανάγνωση για αργότερα.
Δύο παράλληλοι, κατά διαστήματα αλληλοτεμνόμενοι, αφηγηματικοί μίτοι οργανώνουν την ιστορία και την πλοκή. Δύο ξαδέλφια, η Ευανθία και ο Μανούσος, ξεριζωμένοι Σμυρνιοί πρόσφυγες, έρχονται, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, με τους δικούς τους στην «άλλη μεριά του Αιγαίου», στη Βόρεια Ελλάδα, σε μια μεγάλη πόλη με λιμάνι. Τα αμέριμνα παιδικά χρόνια ακολουθεί ο έρωτας ανάμεσά τους, καρπός του οποίου είναι ένα αγόρι με ειδικές ανάγκες. Έτσι, ξετυλίγεται, και για τους δύο, μια μοναχική ζωή, γεμάτη βάσανα και ανεκπλήρωτους πόθους, που δένουν με τις έγνοιες τις πόλης και της χώρας ολάκερης. Κοινό τους τόπος η κεντρική πλατεία της πόλης, όπου η Ευανθία ανοίγει ψιλικατζίδικο για να ζήσει το παιδί και τον ακαμάτη σύζυγό της. Ο Μανούσος γίνεται ναυτικός. Όποτε ξεμπαρκάρει πίνει τακτικά ρακές στο παρακμασμένο ιστορικό καφενείο της πλατείας, το Ματζέστικ του Νικόλα.
  
Η πόλη περνά την τελευταία της νύχτα. Μπουλντόζες, με αναμμένες κιόλας μηχανές, θα την ισοπεδώσουν με το πρώτο φως της ημέρας. «Κοίταξε ο Μανούσος το τσιμπούκι του, ακίνητο κι άψυχο, όπως ήταν επάνω στο ψυχρό άσπρο μάρμαρο του τραπεζιού. ‘Δεν είναι άψυχα τα’ αντικείμενα γιαβρί μ’. Παίρνουν ζωή στα χέρια των ανθρώπων τ΄ αντικείμενα, μα κι η ανθρώπινη παρουσία τα ζωντανεύει’’. Δεν το άγγιξε, όμως, το τσιμπούκι του ο καπετάνιος. Μόνο το κοίταξε και συνέχισε: - Αυτούς που ήρθαν μετά να μας διοικήσουν από ‘τούτη τη μεριά’ του Αιγαίου τους είπαν εθνάρχες! Χα,χα,χα… - Γιατί; Ξέρεις Νικόλα, γιατί τους είπαν έτσι; Εθνάρχες; Γιατί γέμισαν την πόλη με τσιμέντο. Γι’ αυτό. Όπως τ’ ακούς. Ούτε πεζοδρόμια να περπατήσεις σαν άνθρωπος ούτε πλατείες για να παίξουν τα παιδιά… Ανοικοδόμηση! – Έτσι υπαγόρεψαν οι ξένοι, Νικόλα. Ανοικοδόμηση! Εκεί είναι το μεγάλο κόλπο. Εκεί είναι, δηλαδή τα λεφτά!».
Τρεις μερικότεροι μίτοι διασταυρώνονται με τον κεντρικό. Ένας Αρμένης ακροβάτης, παρέα με Ρωμιούς κι έναν Τούρκο, ακροβατεί όσο πιο ψηλά γίνεται, χωρίς προστατευτικό δίχτυ, στην ίδια πλατεία. Πρόκληση για να νικήσει την υψοφοβία του; Θωρεί τη ζωή, μάταιη, μπρος στην επικείμενη καταστροφή;
Πιο πέρα, στο γήπεδο μπάσκετ, η πόλη παρακολουθεί τον τελικό των τελικών. Στη λήξη της δεύτερης παράτασης, παίκτης της τοπικής ομάδας σουτάρει για τρίποντο ενώ αυτή χάνει 102-104. Όλοι περιμένουν με κομμένη την ανάσα την κατάληξη του σουτ, που βρίσκει στο σίδερο και αιωρείται πάνω από τη στεφάνη.
Τέλος, στην πλατεία της πόλης, δίπλα στο Ματζέστικ, «κάτι μακρυμάλληδες με σκισμένα τζιν και σκουλαρίκια ξεκίνησαν αυτή την τελευταία νύχτα να παίζουν το αγαπημένο τους μπλουζ. Θα είναι εκεί τα παιδιά μέχρι το ξημέρωμα που θα φτάσουν οι μπουλντόζες. Μπας και με τη μουσική τους τις ημερέψουν και σωθεί η πόλη». Οι νέοι θα σώσουν την πόλη; Όπως και να ’χει, παίζουν και τραγουδούν. Σ’ αυτούς λογαριάζουν και οι γύρω, μαζί τους και ο συγγραφέας.
Οι τρεις μίτοι διασταυρώνονται με τον κεντρικό. Επιτρέπουν το πέρασμα από τη ζωή της Ευανθίας σε αυτή του Μανούσου, και αντίστροφα. Επιτρέπουν δηλαδή αυτό που ο Ρ. Μπαρτ ονομάζει ενσωμάτωση, την ένταξη αλλιώς στο αφήγημα. Η παρεμβολή τους δεν είναι μόνο τεχνικού χαρακτήρα. Ο αφηγητής καταφέρνει έτσι να τεντώσει τις σκηνές, να ανεβάσει την ένταση στο έπακρο, και κατόπιν, πριν το επικείμενο δράμα, να στραφεί αλλού αφήνοντας τον αναγνώστη να πορευτεί κατά που αυτός θωρεί.
Όλα εκτυλίσσονται σε δύο επίπεδα. Σ’ ένα χρόνο μη γραμμικό, κατά διαστήματα σβησμένο, έτσι που οι διαδρομές των ανθρώπων του αφηγήματος να εκτείνονται από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Με τον τρόπο αυτό αγγίζονται πτυχές της ιστορίας της χώρας, χωρίς ο χρόνος να αγγίζει πολύ τα πρόσωπα, τα οποία έχουν το δικό τους βηματισμό.
Με το χρόνο έχουμε μια αλλαγή στην χωρική έκταση της αφήγησης. Σελίδα τη σελίδα ο χώρος εκτύλιξης των πραγμάτων στενεύει. Από τις γειτονιές της Σμύρνης και την καθημερινότητά τους περνάμε σε τοπικές σκηνές, εστιασμένες στη ζωή των κεντρικών προσώπων.  Αυτό οδηγεί σε δύο μεταθέσεις. Οι αρχικές περιγραφές της καθημερινότητας, με αξιόλογα ηθογραφικά στοιχεία, δίνουν προοδευτικά τη θέση τους σε διαλόγους. Έτσι το αφήγημα γίνεται πιο θεατρικό, κερδίζει σε ένταση και χάνει σε περιγραφή, πράγμα που μπορεί να γεννήσει διαφορετικά αισθήματα στον αναγνώστη: να τον συνεγείρει αλλά και να τον αγχώσει, να τον κουράσει. Έτσι ή αλλιώς, ο συγγραφέας είναι συνεπής με μια μέριμνα που διαπερνά το μυθιστόρημα. Να δώσει στον αναγνώστη το ερέθισμα ώστε να συνεχίζει μοναχός του το δρόμο που άρχισε με την ανάγνωσή του. 

Ο Παντελής Κυπριανός διδάσκει Ιστορία της εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Πατρών

Δεν υπάρχουν σχόλια: