7/6/15

Συγκρίνοντας τις Ερημιές

Έρημη Χώρα του Τ. Σ. Έλιοτ και η Έρημη Γη του Ηλία Λάγιου)

ΤΗΣ ΤΖΙΝΑΣ ΠΟΛΙΤΗ

Μεταγραφία

Τάσος Παυλόπουλος, The Latest Paris Model, 2012,
ακρυλικά σε καμβά,
50 X 40 εκ.
«Οι ανώριμοι ποιητές μιμούνται∙ οι ώριμοι ποιητές κλέβουν∙ οι κακοί ποιητές παραμορφώνουν αυτά που παίρνουν και οι καλοί ποιητές τα μετατρέπουν σε κάτι καλλίτερο, ή τουλάχιστον διαφορετικό. Ο καλός ποιητής συναρμόζει την κλοπή του σε ένα συναισθηματικό όλον που είναι μοναδικό, απόλυτα διαφορετικό από εκείνο από το οποίο αποσπάστηκε… Ο καλός ποιητής συνήθως δανείζεται από συγγραφείς απόμακρους στο χρόνο, ή ξένης γλώσσας, ή διαφορετικού ενδιαφέροντος».[i]
Με βάση το παραπάνω παράθεμα, πιστεύω πως ο Τ. Σ. Έλιοτ σίγουρα θα κατέτασσε τον Ηλία Λάγιο στην κατηγορία του «καλού ποιητή», αφού η Έρημη Γη, ως «κλοπή», ως «δάνειο», ή ως «μεταγραφία» της δικής του ποιητικής σύνθεσης The Waste Land παράγει «ένα συναισθηματικό όλον» που είναι πράγματι «μοναδικό και απόλυτα διαφορετικό», ακριβώς όπως και το δικό του ποιητικό κείμενο, το οποίο, από μια συγκεκριμένη λογοτεχνική σκοπιά, αποτελεί και αυτό «μεταγραφία» άλλων κειμένων, η γενεαλογία των οποίων χάνεται στα βάθη των αιώνων.
Η σύγκριση δεν περιορίζεται εδώ στα όρια της διακειμενικότητας, αλλά εκτείνεται σε εκείνα της «υπερκειμενικότητας» (hypertextualité) που χαρακτηρίζει, όπως επισημαίνει ο Gerard Genette, «κάθε σχέση που συνδέει ένα κείμενο ως υπερκείμενο Β ( hypertexte) με ένα προηγούμενο υποκείμενο Α (hypotexte) πάνω στο οποίο «προσκολλάται». Το υπερκείμενο Β, παρά τους μετασχηματισμούς που μπορεί να επιφέρει στο υποκείμενο Α (ειδολογικούς, υφολογικούς, πραγματολογικούς, εννοιολογικούς, συμβολικούς), «δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτό».[ii] Ωστόσο, στην ανάλυση της «πατρικής» αυτής σχέσης, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας το γεγονός ότι, μεταξύ ενός υπερκειμένου Β και ενός υποκειμένου Α, συχνά παρεμβάλλεται μια διαχρονική σειρά άλλων υπερκειμένων του Α, που δεν αφήνουν ανεπηρέαστη τη στρωματογραφία του παλίμψηστου. Παράδειγμα: H Οδύσσεια προσφέρεται ως υποκείμενο Α, τόσο για το μυθιστόρημα Οδυσσέας του Τζόις όσο και για τo ποίημα Οι Λωτοφάγοι του Α. Tennyson. Έτσι, στο αντίστοιχο κεφάλαιο, εκτός από την Οδύσσεια θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ως ένθετο υποκείμενο Β και το ποίημα αυτό. Επίσης, μια ευρύτερη συγκριτική μελέτη με υποκείμενο Α την Έρημη Χώρα, θα έπρεπε να συμπεριλάβει ως ένθετο υπερκείμενο Β και το Petrificada Petrificante (1969) του Octavio Paz.

Πέρα από τους όρους που προϋποθέτει η κατά τον Genette έννοια της υπερκειμενικότητας, σε ό,τι αφορά την καταγωγή και τις παραλλάξεις των υπερκειμένων, ίσως θα έπρεπε να λάβουμε υπόψη μας και άλλα γενεαλογικά πρότυπα, τα οποία προσφέρονται στη λογοτεχνία ως «υποκείμενα» σε μεταγενέστερα «υπερκείμενα». Αναφέρομαι εδώ σε πρότυπα τα οποία πέρα από τη μορφολογική καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό και τη σημασιολογική συγγένεια κειμένων. Σε μια τέτοια περίπτωση, τόσο η προέλευση της ποιητικής σύνθεσης του Έλιοτ όσο και του Λάγιου δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν αν δεν προηγείτο το υποκείμενο Α, που εγκαινίασε τον αρχαίο εκείνο τόπο, τον γνωστό ως «αναποδογυρισμένος κόσμος»:
μηκετ’ έπειτ’ ώφελλον εγώ πέμπτοισι μετείναι
άνδρασιν, αλλ’ ή πρόσθε θανείν ή έπειτα
γενέσθαι. νυν γαρ δη γένος εστί σιδηρέον.[iii]
Δεν θα ήταν άσκοπο αν σημειώναμε εδώ ότι οι διάφοροι λόγοι που εκφέρονται στις μέρες μας γύρω από την κρίση που ζούμε, αγνοούν παντελώς τον ποιητικό τόπο στον οποίο οφείλουν την καταγωγή τους! Η αφηγηματική δομή του «αναποδογυρισμένου κόσμου» προϋποθέτει ένα χρόνο «πρόσθε» και έναν «έπειτα» της παρούσας κρίσης. Από αυτούς τους χρόνους, της ανάληψης και της πρόληψης, που περιβάλλουν το αφήγημα της συγκυρίας, απορρέει το δίπολο ευτοπία/δυστοπία. Παρότι η δομική αυτή αντίθεση του αφηγήματος παραπέμπει στην κίνηση της αέναης «επιστροφής» −οι κρίσεις, ακριβώς όπως και οι τέσσερις εποχές του χρόνου, νομοτελειακά επανέρχονται− εντούτοις υποσκάπτει το πεπρωμένο της «κυκλικότητας», αφού η χρονική κίνηση του έπειτα, που ακολουθεί την κατάσταση του αναποδογυρισμένου κόσμου, αναπόφευκτα ανοίγεται στην προοπτική και την ενδεχομενικότητα ενός χρόνου η κατεύθυνση του οποίου δεν εξαρτάται από μια ανορθολογική φυσική ή μοιραία αναγκαιότητα, αλλά από τη διαλεκτική της απροσδιοριστίας μεταξύ ενός χρόνου ιστορικού με το σκοπό και τα πάθη των ανθρώπων.

Αναποδογυρισμένος Κόσμος[iv]

Πόλεμος, βία, εκατόμβες πτωμάτων, ερείπια, ερήμωση. Τόσο η ποιητική σύνθεση του Έλιοτ όσο και η μεταγραφία της από το Λάγιο εστιάζουν το ποιητικό βλέμμα στη φαινομενολογία μιας ανερμάτιστης, υστερικής, μεταπολεμικής κοινωνίας, η οποία, ανίκανη να διαχειριστεί το ανεξίτηλο συλλογικό τραύμα, το θάβει κάτω από τις νευρώσεις μιας ψευδούς συνείδησης. Η Έρημη Χώρα: Λονδίνο, μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στα χρόνια των ξέφρενων Gay Twenties και της ευφορίας της παρακμής. Η Έρημη Γη: Αθήνα, δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, κατοχή, αντίσταση, εμφύλιος. Είναι τα πέτρινα χρόνια της «αντιπαροχής» και της αστυνομοκρατίας, όπου στις Τζιτζιφιές η πλουτοκρατία «τα σπάει» τρώγοντας αστακούς και ακούγοντας μπουζούκια, ενώ στη Μακρόνησο τσακίζονται κόκκαλα και ψυχές. Carpe Diem: Ζήσε τη μέρα! Οblimo carpit rem: Η λήθη αφανίζει την πράξη.
Η καταγγελία, ο καγχασμός, η πίκρα, ο κλαυθμός, η ειρωνεία, η αγωνία, η αυταπάτη, η σάτιρα, η αυτοκριτική, η αποστασιοποίηση, η παρωδία, ενορχηστρώνουν την συναισθηματική κλίμακα της φωνής τού αφηγητή και στις δύο συνθέσεις. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ή μήπως συμμέτοχος στην παράσταση που στήνει και ο ίδιος ο ποιητής; «Εγώ ο Λάγιος, ποιητής με οικείο μικροαστικό/ οραματισμό,/ Μεταμορφώθηκα κι έπαιξα πάλι τη σκηνή» (35). Η πόζα της κατακραυγής δεν αρκεί. Γιατί, πέρα από τη σκηνοθεσία και τη σκηνογραφία της ανερμάτιστης κοινωνίας και του αλλοτριωμένου ατόμου, «μέσα σ’ αυτά τ’ ανθρώπινα ερείπια» ο τόπος του Αναποδογυρισμένου Κόσμου βαραίνει τον αφηγητή με το αίσθημα ευθύνης:
«…Τέκνο της οργής και της ανάγκης,
Τώρα έχεις χρέος να διδάξεις και να πράξεις, μιας και γνώρισες
τη φθινοπωρινή οδύνη των ξεχασμένων που δράξανε τ’ αστέρια» (22).
Η προγονική φωνή τού αναθέτει το χρέος να αναζητήσει στο Χερσότοπο τα μνημονικά ίχνη της παρελθούσας ηρωικής εποχής, που η τεχνολογία της λήθης απώθησε στο συλλογικό ασυνείδητο των ζωντανών. Εκεί, «όλα τα ίχνη είναι παρόντα. Κανένα δεν σημαίνει την απουσία, ακόμα λιγότερο το προγενέστερο».[v] Τότε, και μόνο τότε, το προφητικό βλέμμα θα μπορέσει να διακρίνει την προοπτική εξόδου, που θα οδηγήσει την «Ανυπόστατη Πόλη»,[vi] από την εγκατεστημένη κατάσταση της δυστοπίας και της καθηλωτικής μελαγχολίας, που αποζητά «στο θάνατο σκοπό»,[vii] στο απόμακρο όραμα της ευτοπίας. Κι εδώ είναι που οι δρόμοι του Έλιοτ και του Λάγιου χωρίζουν. Στον Έλιοτ, το πλαίσιο που καθορίζει την κατεύθυνση εξόδου προσφέρεται από το εσχατολογικό, μεγαλειώδες αφήγημα της θρησκείας∙ στο Λάγιο, από το μεγαλειώδες αφήγημα της χειραφέτησης του ανθρώπου και της αταξικής κοινωνίας.

Ίδιο/Άλλο

Αν, όπως επισημαίνει ο Genette, το υπερκείμενο Β δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς το υποκείμενο Α στο οποίο «προσκολλάται», τότε το υποκείμενο Α εμφανίζεται ως φορέας εξουσίας, απέναντι στον οποίο το υπερκείμενο Β έχει δύο τρόπους αντίδρασης: ή να το υπηρετήσει πιστά, ή να του αντισταθεί. Τόσο στο επίπεδο της δομής όσο και της μορφής, η σύγκριση των δύο κειμένων δείχνει ότι το υπερκείμενο Έρημη Γη υπηρετεί πιστά το υποκείμενο The Waste Land.
Έτσι, και στις δύο ποιητικές συνθέσεις έχουμε πέντε Ενότητες με όμοιους ή παρόμοιους τίτλους, ίδιο αριθμό ομιλητών/τριών, που παράγουν το συνθεμένο από θραύσματα πολυφωνικό αφήγημα της αδιέξοδης κοινωνικής παράλυσης, διακειμενικά αποθέματα ποιητικών σπαραγμάτων, που παρεισφρέουν, και παρεμβολή προφητικών αποφάνσεων. Παρόντα και τα τέσσερα στοιχεία της φύσης -γη, νερό, αέρας, φωτιά-, όπως και οι τέσσερις εποχές του χρόνου, αρχίζοντας με την Άνοιξη. Ακριβείς οι σύστοιχοι αντικατοπτρισμοί, όπως θα έδειχνε μια ενδελεχής σύγκριση.
 Ωστόσο, αν και πιστό ομοίωμα της μορφής, η «μεταγραφία» του Λάγιου σημαδεύεται από ορισμένες σημαίνουσες «παραλλάξεις», οι οποίες αποσυνδέουν την Έρημη Γη από τη δουλική μίμηση και στρέφουν το βλέμμα από το ίδιο στις όψεις ενός άλλου εικονιζόμενου πραγματικού, ήδη από το Πρωτοσέλιδο! Στο τυπολογικό επίπεδο, και στα δύο κείμενα εμφανίζονται αντικριστά: Τίτλος, Χρονολογία, Παράθεμα, Αφιέρωση. Στο σημασιολογικό πεδίο ωστόσο οι παραλλάξεις μοιάζει να σηματοδοτούν την αντίσταση που προβάλλει η ελληνική εκδοχή στην αισθητική και ιδεολογική στόχευση του αγγλικού προτύπου. Στην Έρημη Χώρα, το Παράθεμα, στη λατινική γλώσσα, προέρχεται από το Σατυρικόν του Πετρώνιου και παραπέμπει στην περίφημη ρήση της Σίβυλλας: «αποθανείν θέλω», ενώ η ποιητική σύνθεση αφιερώνεται στον «Ezra Pound, il miglior fabro». Στην Έρημη Γη, το Παράθεμα και η Αφιέρωση μετατοπίζονται από το λογοτεχνικό στο πολιτικό περικείμενο: το ποίημα αφιερώνεται «στην μνήμη του Άγι Στίνα, επαναστάτη», ενώ το Παράθεμα, στη γερμανική γλώσσα, προέρχεται από την περίφημη, πρώτη παράγραφο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου: «Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη…». Έτσι, η αλλαγή θέ(α)σης μεταθέτει το ελληνικό κείμενο στο πλαίσιο της αντίστασης, όπου, ενάντια στο αγγλικό, οργανώνει αντάρτικο!
Η ποιητική σύνθεση του Έλιοτ αναπαράγει την καπιταλιστική ιδεολογία, που καθιερώνει την αυτονομία της αισθητικής κουλτούρας απέναντι στις υλικές συνθήκες της ζωής και την ιστορία. Γιατί, «Η Ιστορία έχει πολλά περάσματα, περίπλοκους διαδρόμους/ Και εκβάσεις, ξεγελά με ψιθυριστές φιλοδοξίες,/ Με ματαιότητες μας οδηγεί».[viii] Σε αντίθεση, του Λάγιου ριζώνει στους αγώνες για ελευθερία, στην αντιιμπεριαλιστική, ταξική πάλη των νεκρών κομμουνιστών. Παρά τα φαινόμενα, ο τίτλος της ποιητικής του σύνθεσης δεν αντικατοπτρίζει τον αγγλικό. Εντοπίζει την καταγωγή του «στο σολωμικό επίγραμμα όπου η Δόξα
…στην κόμη στεφάνι φορεί
γεναμένο από λίγα χορτάρια
που είχαν μείνει στην έρημη γη» (47)[ix].

 Η σημαντική του Χώρου και οι Τόποι της Μνήμης

Η διάταξη του χώρου και στις δύο συνθέσεις οργανώνεται στη βάση των αντιθέσεων: ιδιωτικός/δημόσιος, πόλη/ύπαιθρος. Στο αναποδογυρισμένο κοσμοείδωλο της Έρημης Χώρας ο ιδιωτικός χώρος κυριαρχεί. Εκεί, αποτυπώνεται η ταξική διαστρωμάτωση της κοινωνίας, εκεί παίζεται και το δράμα των αλλοτριωμένων ανθρώπινων σχέσεων: στα πολυτελή σαλόνια της μεγαλοαστικής τάξης, στα μίζερα δωμάτια της μικροαστικής. Εκεί, ο διάλογος παραπαίει, η επικοινωνία ακυρώνεται, οι λέξεις ασύνδετες κατρακυλούν από το ΤΙΠΟΤΑ στο ΤΙΠΟΤΑ. Δέσμιοι ενός ακίνητου παρόντος, κομήτες που περιστρέφονται καταναγκαστικά γύρω από το Εγώ, λονδρέζοι και λονδρέζες σπεύδουν στο σαλονάκι της Χαρτορίχτρας, για να τους αποκαλύψει η τράπουλα τι τους ετοιμάζει το μέλλον τους. Ακόμα και ο Τειρεσίας, που τώρα κόβει βόλτες στο Λονδίνο, έπαψε να μαντεύει τη μοίρα δύσμοιρων πόλεων και οι προγνώσεις του περιορίζονται στα όσα θα συμβούν κάτω από την κυλόττα της δαχτυλογράφου. Μηχανικά, καταναγκαστικά, μέσα σ’ αυτούς τους πνιγηρούς, ιδιωτικούς χώρους, σμίγουν τα αποξενωμένα σώματα σε άγονη συνουσία. Διόλου τυχαία, οι δύο αναφορές σε δημόσιο χώρο αφορούν σε λαϊκές παμπ, τόποι ανάπαυλας και συντροφικής συνεύρεσης της εργατικής τάξης.
Κατά τ’ άλλα, μέσα στους δρόμους, στις γέφυρες και τα κανάλια του Τάμεση, ανάμεσα σε τραμ, θορυβώδη αυτοκίνητα και άσκοπους πεζούς, αναδύονται, από το μυθικό, θρησκευτικό, και λογοτεχνικό διακείμενο, νεκρικά οράματα, πρόσωπα-φαντάσματα και αινιγματικές εικόνες που ταράζουν τον ποιητικό νου.
Ο τόπος της μνήμης (Lieu de memoire), που σύμφωνα με τον Pierre Nora προφυλάσσει το παρελθόν από τη λήθη και συγκροτεί τη συλλογική μνήμη, σπανίζει στην Έρημη Χώρα. Τέτοιους τόπους μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενα, γεωγραφικές περιοχές, τοπία, μνημεία, κτήρια, αρχεία, ό,τι μπορεί να συνδέεται με ένδοξους νεκρούς, ονομασίες δρόμων και άλλα που καθιστούν αξιομνημόνευτα ιστορικά πρόσωπα και συμβάντα. «Το παρελθόν», όπως σημειώνει ο Paul Ricoeur, «δεν το γνωρίζουμε, το αναγνωρίζουμε».[x] Αν εξαιρέσουμε τη γέφυρα του Λονδίνου (και το παιδικό τραγουδάκι για την κατάρρευσή της), και δρόμους που φέρουν βασιλικά ονόματα, μόνο δύο τόποι μνήμης ξεχωρίζουν στο χώρο της ανυπόστατης πόλης: η εκκλησία της Αγίας Μαρίας Γούλνοθ, κι εκείνη του Αγίου Μάγκνους του Μάρτυρα που χτίστηκαν το 18ου αιώνα. Τι χάνεται, τι μένει, τι απομένει; «Ένας σωρός από σπασμένες εικόνες» που πια δεν θυμίζουν τίποτα.
Στην Έρημη Χώρα, ο τόπος του Αναποδογυρισμένου Κόσμου δεν περιορίζεται μόνο στην πόλη. Εκτείνεται και στην Ύπαιθρο, όπου η τοπογραφία παίρνει τρομακτικές όψεις. Εκεί, κυριαρχούν τα Αδύνατα, ρητορικό σχήμα που αντιστρέφει τους νόμους της φύσης και της λογικής, παράγοντας τερατώδεις, αφύσικες εικόνες, σμίξεις αντιθέτων, υπερφυσικά φαινόμενα που συμβολίζουν το τέλος ενός πολιτισμού:[xi] «Νεκρό βουνίσιο στόμα με χαλασμένα δόντια ανήμπορο να φτύσει... Και νυχτερίδες με μωρουδίστικες όψεις… καμπαναριά στον αέρα αναποδογυρισμένα».[xii] Μόνο εξ ουρανού μπορεί να έρθει η ζωογόνα βροχή, ο Ιππότης ν’ απαντήσει στα ερωτήματα, ο αλιέας βασιλιάς, ακμαίος πάλι, να ξαναστήσει τον κόσμο στα πόδια του, να βλαστήσει η στέρφα γη, η Βία και η Εκδίκηση να εξουδετερωθούν και ο τραγικός Ιερώνυμος να μην τρελαθεί ξανά ποτέ πια. Αν γίνεται. Στο μεταξύ,
«Δόξα εν υψίστοις θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία».
Η σημαντική του χώρου ακολουθεί μιαν άλλη διάταξη στην Έρημη Γη. Μιας απαρχής, ο ιδιωτικός χώρος στιγματίζεται από το κείμενο στη σκηνή όπου το αγόρι, δειλιάζοντας τη στιγμή εκτέλεσης του ελασίτη μπάρμπα του, το σκάει, κλειδαμπαρώνει την πόρτα τού σπιτιού του και μαζί την «ενοχή με «λήθη», για να γεράσει εκεί διαβάζοντας «Εστία» (21-2). Έτσι, τα όσα πράττονται και λέγονται στην ανυπόστατη πόλη διαδραματίζονται σε δημόσιους χώρους: στην καφετέρια του Παπασπύρου, τη ντισκοτέκ Twins των Σπετσών, στο γειτονικό καφενείο όπου οι θαμώνες παίζουν πρέφα, στο «κουτούκι» της εργατιάς πάνω από το Μοναστηράκι, εκεί «που οι επαγγελίες για τη Μεγάλη Επανάσταση κρατούν» (37). Ακόμα, στον τόπο συλλογικής μνήμης που είναι το πανεπιστήμιο, «στο «ηλεκτροφωτισμένο αμφιθέατρο… δεύτερο όροφο της Φ.Μ.Σ.», σε ατελείωτες φοιτητικές συνελεύσεις, όπου ο αφηγητής και οι σύντροφοι «άλαστοι ιδεολόγοι», συμμετέχουν «ορχούμενοι στου λαϊκού κινήματος το πτώμα» (33).
Λόγια, λόγια, λόγια, «διακηρύξεις για το σοσιαλισμό και την επανάσταση που θα φέρει» (33), που πίσω τους ο αφηγητής βλέπει την ιστορία να επαναλαμβάνεται σα φάρσα, μια παρωδία, που μόνο η ποίηση έχει την τόλμη να συνθέσει για να δείξει, κάτω απ’ τη μάσκα ενός ανέξοδου, αριστερού λάιφ στάιλ, την επηρμένη φάτσα ενός άτολμου μικροαστού!
Από αυτό, το «ακατανόμαστο ενύπνιο» του αναποδογυρισμένου κόσμου, προσπαθεί ν’ αποδράσει ο αφηγητής, «θηρεύοντας το παρελθόν και το μέλλον / στο πεπρωμένο ενεστώς» (23). Ως θηρευτής, ακολουθεί σε πόλη και ύπαιθρο τα ίχνη από τα χαλάσματα που άφησε ο προδομένος Αγώνας, για να χαράξει στο χάρτη τους τόπους της συλλογικής μνήμης που ενώνουν το κομμένο νήμα του ιστορικού χρόνου. Ώστε να συνεχίσει το μεγαλειώδες αφήγημα που ανήγγελλε das Gespenst des Kommunismus.
Ιδού οι Τόποι της συλλογικής μνήμης στο χάρτη της Έρημης Γης: Μάντρα Καισαριανής, Άγνωστος Στρατιώτης, Παρθενώνας, γωνία Πατησίων και Στουρνάρη, Μακρόνησος, ξερονήσια, τσιμεντένια κελιά. Ο κήρυκας Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ, ο Άρης, ο Μπελογιάννης, η Λούξεμπουργκ, ο Γκράμσι, ο Μπουχάριν, ο Ζαχαριάδης, ο Πουλιόπουλος, ο Στρατοδίκης, ο Χαφιές, η φοβερή σφραγίδα καταδίκης από τα αρχεία του ΚΚΕ, τα τραγούδια Στ’ άρματα, στ’ άρματα, και Γιούπι για για. Και άλλοι τόποι, πρόσωπα και συμβάντα, που σώζονται στο ιστορικό και λογοτεχνικό διακείμενο.
Στην ύπαιθρο της Έρημης Γης, καμιά εικόνα της φύσης δεν είναι φανταστική. Είναι όλες τόποι μνήμης του Αγώνα:
«Του βουνού τα χιόνια κόκκινα βαφτήκανε∙ τα Παρατημένα κουφάρια,
Λιώνουν και σμίγουν το χώμα το ξερό. Ο βορέας
Στη ματωμένη γης διαβαίνει, δακρυσμένος. Προδόθηκαν οι ήρωες.
Βίτσι μου, στράψε να σε δω, τραγούδι για ν’ αρχίσω» (32).
Τα αδύνατα, δείχνουν εδώ μιαν άλλη, καλοσυνάτη όψη: τη θύμηση του Άρη, που ξέγραψε η κομματική σφραγίδα, την κρατούν «τ’ αηδονάκια κι οι παχιόσκιες λαγγαδιές». Γι’ αυτόν, ο σεμνός Μπάτης τραγουδά: «...Παντρεμένος τον αγώνα/ Σταύρωσε τη ζωή του μες στη νιότη/ Προς ένα τόπο όλο βουνό ελιά και θάλασσα» (40).
Άφησα τελευταίο το χωροχρονικό πλαίσιο της όλης σύνθεσης, που εδράζεται στο παράδοξο. «Καρφωμένος εν τω μέσω απτού ορατού/ και ονείρου» (34), ο πολυπρόσωπος αφηγητής πασχίζει να δραπετεύσει από τον εφιάλτη της ανυπόστατης πολιτείας: «Δος μου το χέρι σύντροφε, σφιγμένες οι γροθιές, ν’ αποδράσουμε απ’ το ενύπνιο» (22). Τι το «πραγματικό» τι το «ονειρικό»; Τι το «τώρα», τι το «μετά»; Αν μέσω της ταυτολογίας «Ονείρου όνειρο» θα μπορέσει να ξυπνήσει ο αφηγητής, ώστε να γίνει πράξη η υπόσχεση «με τη θύρα ανοιχτή στο μέλλον» (44), τότε η ανυπόστατη πολιτεία είναι κατασκεύασμα ενός κίβδηλου ονείρου, ενώ η πραγματική καρτερεί εγκιβωτισμένη μέσα στο απωθημένο Όνειρό του: «Βγήκα απ’ το αμφιθέατρο/ Ξυπνώντας… Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα/ Σήμερα αρραβωνίζεται αητός την περιστέρα.
Επανάσταση Έρως Ελευθερία
Θάνατος Θάνατος Αθάνατος
 Σύντροφοι» (46)
«Κι αύριο μια χασισωμένη ανθρωπότητα να δημιουργεί/ Με το ίχνος των κορμιών μας» (45).
Αδιαχώριστα, η ποίηση ποιεί και πάσχει εντός της Ιστορίας.

Η Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμη καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας του ΑΠΘ

[i] T. S. Eliot, Selected Essays, New York: Harcourt, Brace &Co, 1950, σ. 182. Όλα τα ξενόγλωσσα παραθέματα είναι σε δική μου μετάφραση.
[ii] Για τους παραπάνω ορισμούς βλέπε: Gerard Genette, Palimpsestes, Paris Seuil, 1982, σσ.11-17, 36-37.
[iii] Ησίοδος, Έργα και Ημέραι, 179-81.
[iv] Βλέπε: E. R. Curtius, European Literature and the Latin Middle Ages New York: Bolingen, 1948, σσ. 94-8.
[v] Paul Ricoeur, La nature et la règle, Paris: Odile Jacob, 1998, σ. 170.
[vi] Δανείζομαι το επίθετο από την εξαιρετική, σχολιασμένη μετάφραση του Κλείτου Κύρου, Η ΡΗΜΑΓΜΕΝΗ ΓΗ, Αθήνα: Ύψιλον, 1990, σ. 25.
[vii] Η Έρημη Γη, σ. 22.
[viii] T. S. Eliot, “Gerondion”, Collected Poems 1909-1935London: Faber &Faber, 1954, σ. 38.
[ix] Η επισήμανση με πλάγια είναι δική μου.
[x] La nature et la règle, σ. 165.
[xi] Σχετικά με τα Αδύνατα βλέπε: E. R. Curtius, σσ. 95-98, και Roland Barthes, Sade, Fourier, Loyola, Paris: Seuil, 1971, σσ. 122-124.
[xii] Κλείτος Κύρου, σσ. 47, 49.

Δεν υπάρχουν σχόλια: