Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος
Νίκος Κεσσανλής, Νο121, υγρή εμουλσιόν σε καμβά, 120 x 120 εκ. |
στις περιοχές του βορά είχαμε λάβει τα μέτρα μας: mit der wahren welt haben wir auch die scheinbare abgeschafft.
όμως στις χώρες της
μεσογείου, το καλοκαίρι, τα πιο ωραία δειλινά δεν παρομοιάζονται διόλου με βασιλεία
των ουρανών εφόσον είναι τω όντι τέτοια.
επιπλέον, όταν
βραδιάζει ορισμένα θρυλικά ονοματεπώνυμα ανάβουν σαν τα φώτα του δρόμου.
εδώ οι σκληροί δεν
χορεύουν.
οι οδοιπόροι
χαμογελάνε σπανίως.
οι νεκροί
νοσταλγούν την αβεβαιότητα.
οι ποιητές δεν λένε
όχι αν τους προσφέρεις ένα ποτό πηγαίνει 1 τα ξημερώματα.
πηγαίνει 2 πηγαίνει 3 πηγαίνει 6.
οι υπόλοιποι
ζωγραφίζουμε όπως στάζουν οι αποχρώσεις του δειλινού στην καρδιά της
παρομοίωσης, η οποία στέκεται έκτοτε αλληλόχρεη με τον άνθρωπο.
«όποτε ζωγραφίζω
ένα πορτρέτο», είχε πει ο τζων σίνγκερ σάρτζεντ, «χάνω έναν φίλο» εμ δεν θα ’χανε;
εγώ ανάποδα: κάθε
που χάνω έναν φίλο, ζωγραφίζω ένα πορτρέτο.
διότι
ο νεκρός είναι ο καθρέφτης μου, θα καταλάβω πάρα πολλά από τον νεκρό.
τουναντίον, ο ζωντανός αντέχει να συγκριθεί μ’ ετοιμοθάνατο.
μονίμως
ετοιμοθάνατος, ο ποιητής ηλίας λάγιος προετοίμαζε την κηδεία του με μιαν άνευ
προηγουμένου μεσογειακή ζωτικότητα.
εξού και πίστεψαν
πολλοί ότι ήταν ηθοποιός, δηλαδή κάποιος του οποίου οι εμμονές και φοβίες
υποδαυλίζουν τον πυρετό της αναπαράστασης.
ηθοποιοί και
πορτρετίστες είμαστε οι πιο πιστοί φίλοι μια και δεν έχουμε τίποτα να
μοιράσουμε, ουδεμία κοινή διεκδίκηση δεν αρνείται να προφέρει την τελευταία
της λέξη: το λυκόφως απλώνεται ταυτοχρόνως και για τους μεν και για τους δε,
τους οποίους, αντίστοιχα, παρατηρεί ή ακροάζεται.
ζωντανός υπό
προθεσμίαν, ο ηλίας υποδυόταν ποικίλους ρόλους με αποτέλεσμα να μην τον βρίσκει
ο θάνατος πουθενά.
και ρωτούσαν οι
γείτονες: αυτός ο λάγιος, ποιος είναι;
ήταν αλήτης και
ρεμάλι ή μήπως ήταν οσιομάρτυρας;
ήταν μήπως
ψυχοπαθής ή απλώς ήξερε πως ο θάνατος βγάζει τα προς το ζην εργαζόμενος σαν
βοηθός σκηνοθέτη;
ήτανε, μήπως, ένας
παρείσακτος με ταλέντο στην από μνήμης απαγγελία; ή μήπως ήταν ερμηνευτής των
οιωνών, προσκυνητής και θεολόγος, ζητιάνος και προβοκάτορας που ξενυχτούσε
περιμένοντας τη σελήνη να μαραθεί και να πέσει;
από τις τόσες
προσποιήσεις, ο λάγιος, σύντομα, έπαψε να θυμάται ποιος ήταν και παραχώρησε τα
υπολείμματα της ειλικρίνειας στην αρρώστια.
δεδομένου πως η
αρρώστια δεν ήταν, λέει, σημαντικότερη απ’ τους άρρωστους, όπως μας
δίδασκε η Ηθική των δυτικών, αλλά μετείχε κατά περίστασιν στην αλήθεια ενός
εκάστου εξ ημών ως γραμματέας και συνοδός.
υπαγόρευε ο λάγιος
και η ασθένεια κρατούσε σημειώσεις: εάν μάντευες περί ποίας ασθένειας πρόκειται,
ίσως μάντευες και την ταυτότητα του αρρώστου.
ήταν άραγε και η
ποίηση μια αρρώστια;
αν αληθεύει πως η
ποίηση είναι πεδίο αληθείας εξ ορισμού, αληθεύει επίσης πως κι η αρρώστια είναι
ένας τύπος αλήθειας, για τον λόγο ότι η αλήθεια ―το βλέπουμε― ασθενεί.
μπορούσες άρα να
σκιαγραφήσεις το προφίλ του ηλία με τη μέθοδο των τριών:
ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΑΛΗΘΕΙΑ
ΠΟΙΗΣΗ x
ο λάγιος (x) ήταν η αλήθεια της ποίησής του διαιρεμένη απ’ την
αρρώστια που, a propos, θα της αποδώσουμε
τ’ όνομά της, το οποίο εκκρεμεί εδώ και ώρα: βαριάς μορφής νοσταλγία του
ιδανικού αντικειμένου.
καθώς αυτή η
νοσταλγία ενέπλεκε τον μαστό, η γλώσσα έγινε το σύμβολο ενός πράγματος του οποίου
μετωνυμία ήταν το αλκοόλ (C2H6O), τουτέστιν το δηλητήριο.
η χημεία του
οργανισμού θα αναλωνόταν, εφεξής, στην αποκατάσταση των αδικιών γύρω απ’ το
ισοζύγιο του σακχάρου.
κάτι απ’ τη γλύκα
της ρίμας, που άρχιζε να μεθάει, αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα της θερινής πλησμονής ο Θεός του ηλία
είτε δεν ήθελε καθόλου ν’ αναμειχθεί, είτε μας κυβερνούσε με φονική βαναυσότητα,
επιτρέποντας να γραφτούν, σα να λέμε εξ αντιδιαστολής, ποιήματα που παρέπεμπαν
στις συνταγές του ζαχαροπλάστη.
έτσι, κάθε υποκατάσταση μας έφερνε πλησιέστερα στο μυστήριο
της παρακάτω μεταφοράς:
ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΓΛΥΚΥΤΗΤΑ
ΠΟΙΗΣΗ x
απόψε,
ρίχνοντας το ζάρι σ’ ένα δοχείο πορσελάνης, ο ηλίας περίμενε ν’ αντηχήσει η
λέξη ΚΑΡΥΚΕΥΜΑ όμως κανένας έντεχνος λόγος δεν έμοιαζε πειστικός, ούτε υπήρχε
συγχωροχάρτι που να μην είχε ήδη υπογραφεί, άρα εκπνεύσει
οι συνταγές είχαν όλες εκτελεστεί.
οδηγήθηκε επομένως στο να συναινέσει στην αμοιβαιότητα μεταξύ
της ομιλούμενης γλώσσας κι εκείνης των τροβαδούρων, που εν προκειμένω, και
υποθετικά, ήταν εξίσου μελίρρυτες, ώστε να δείξει πως, αν η γλύκα υπερχείλιζε
απ’ τα σονέτα και τα σουξέ πάσης φύσεως, ήταν διότι η σιωπή είχε πικρή γεύση
φαρμάκου.
credo
quia absurdum
est,
η γλύκα ειρωνευόταν τον ψευδεπίγραφο χαρακτήρα του σημαίνοντος, ενώ η πικρία
διοχετευόταν στην εύθυμη ένταση του σπασμού ενός αρλεκίνου η υπόσχεση ότι
κανένας ηθοποιός δεν θα μεγαλουργούσε δίχως τον πορτρετίστα του απείχε απ’ την
πραγμάτωση όσο το x απ’ τη γλύκα, στη μέθοδο των τριών.
δεν υφίσταται
φάρμακο για τη γλύκα
βαθμιαία, ο κόσμος παραμελούσε το καθήκον να προβάλλει επιφυλάξεις απέναντι
στην ενάρετη εικασία ότι οι ελάσσονες του μεσοπολέμου συγκροτούσαν με τρόπο
αφοπλιστικό την Ολότητα.
ασθενείς και γιατροί, ηθοποιοί και
πορτρετίστες, γίναμε οι καλύτεροι φίλοι, η ομάδα πετούσε ένθεν κακείθεν,
αντιρρησίες συνείδησης έπαιζαν τώρα το περνάει περνάει η μέλισσα, στο
μεταίχμιο ζωής/θανάτου, η γλύκα έπαιρνε τη ρεβάνς.
στην οδό
καλλιδρομίου νυχτώνει, πυρετώδεις εξάρσεις λυρικών νοημάτων αντιστέκονται
ηρωικά στους τετριμμένους καταναγκασμούς μιας γλώσσας που κατέληξε αμίλητη
και που εκχωρήθηκε στους γιατρούς, αφού οι άρρωστοι, απ’ την πλευρά τους, ήταν
λαλίστατοι.
ζωντανεύει το
πορτρέτο, ο εικονιζόμενος αποσύρεται στον θάνατο ώστε να αφήσει να
εξωτερικευθούν οι αποχρώσεις οι ικανές να ωθήσουν στα άκρα τις συνέπειες μιας
παρεξήγησης.
ματαίως εμείς οι
άλλοι περιμέναμε τους κριτικούς να αποφανθούν, το πορτρέτο είχε στεγνώσει όλα συνέβαιναν στο
παρόν.
η ηθοποιία ήταν
πλέον ο σωστός υπολογισμός της δόσης του tonic
στη βότκα σου και μπορούσε να σε σκοτώσει άπαξ κι ο θάνατος δεν έσπευδε,
εγκαίρως, στο ραντεβού με τον ίαμβο.
όπου ακούς για
μέθοδο των τριών, κράτα δύο καλάθια, το ένα άδειο.
στις περιοχές του βορά είχαμε λάβει τα
μέτρα μας: mit der wahren
welt haben
wir auch die
scheinbare abgeschafft, όμως στις χώρες
της μεσογείου, το καλοκαίρι, δεν υφίσταται φάρμακο για την αρρώστια της γλύκας
διότι η γλύκα είναι φάρμακο η ίδια.
ήτοι φάρμακο για την αρρώστια της
θεραπείας, που εδώ στην μεσόγειο την ονομάζουμε θέατρο, νοσταλγία του ιδανικού
αντικειμένου, βασιλεία των ουρανών.
ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ
(γέν.
1955)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου