21/6/15

Εργασία πένθους

Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος

Νίκος Κεσσανλής, Νο121, υγρή εμουλσιόν σε καμβά, 120 x 120 εκ.


στις περιοχές του βορά είχαμε λάβει τα μέτρα μας: mit der wahren welt haben wir auch die scheinbare abgeschafft.

όμως στις χώρες της μεσογείου, το καλοκαίρι, τα πιο ωραία δειλινά δεν παρομοιάζονται διόλου με βασιλεία των ουρα­νών εφόσον είναι τω όντι τέτοια.

επιπλέον, όταν βραδιάζει ορισμένα θρυλικά ονοματεπώνυμα ανάβουν σαν τα φώτα του δρόμου.

εδώ οι σκληροί δεν χορεύουν.

οι οδοιπόροι χαμογελάνε σπανίως.

οι νεκροί νοσταλγούν την αβεβαιότητα.

οι ποιητές δεν λένε όχι αν τους προσφέρεις ένα ποτόž πηγαί­νει 1 τα ξημερώματα.

πηγαίνει 2         πηγαίνει 3                  πηγαίνει 6.

οι υπόλοιποι ζωγραφίζουμε όπως στάζουν οι αποχρώσεις του δειλινού στην καρδιά της παρομοίωσης, η οποία στέκε­ται έκτοτε αλληλόχρεη με τον άνθρωπο.

«όποτε ζωγραφίζω ένα πορτρέτο», είχε πει ο τζων σίνγκερ σάρτζεντ, «χάνω έναν φίλο»ž εμ δεν θα ’χανε;

εγώ ανάποδα: κάθε που χάνω έναν φίλο, ζωγραφίζω ένα πορτρέτο.

διότι ο νεκρός είναι ο καθρέφτης μου, θα καταλάβω πάρα πολλά από τον νεκρό.

τουναντίον, ο ζωντανός αντέχει να συγκριθεί μ’ ετοιμοθά­νατο.


μονίμως ετοιμοθάνατος, ο ποιητής ηλίας λάγιος προετοί­μαζε την κηδεία του με μιαν άνευ προηγουμένου μεσογεια­κή ζω­τικότητα.

εξού και πίστεψαν πολλοί ότι ήταν ηθοποιός, δηλαδή κά­ποιος του οποίου οι εμμονές και φοβίες υποδαυλίζουν τον πυρετό της αναπαράστασης.

ηθοποιοί και πορτρετίστες είμαστε οι πιο πιστοί φίλοι μια και δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε, ουδεμία κοινή διεκδί­κηση δεν αρνείται να προφέρει την τελευταία της λέξη: το λυκόφως απλώνεται ταυτοχρόνως και για τους μεν και για τους δε, τους οποίους, αντίστοιχα, παρατηρεί ή ακρο­άζεται.

ζωντανός υπό προθεσμίαν, ο ηλίας υποδυόταν ποικίλους ρόλους με αποτέλεσμα να μην τον βρίσκει ο θάνατος που­θενά.

και ρωτούσαν οι γείτονες: αυτός ο λάγιος, ποιος είναι;

ήταν αλήτης και ρεμάλι ή μήπως ήταν οσιομάρτυρας;

ήταν μήπως ψυχοπαθής ή απλώς ήξερε πως ο θάνατος βγάζει τα προς το ζην εργαζόμενος σαν βοηθός σκηνοθέτη;

ήτανε, μήπως, ένας παρείσακτος με ταλέντο στην από μνή­μης απαγγελία; ή μήπως ήταν ερμηνευτής των οιωνών, προ­σκυνητής και θεολόγος, ζητιάνος και προβοκάτορας που ξε­νυχτούσε περιμένοντας τη σελήνη να μαραθεί και να πέσει;

από τις τόσες προσποιήσεις, ο λάγιος, σύντομα, έπαψε να θυμάται ποιος ήταν και παραχώρησε τα υπολείμματα της ει­λικρίνειας στην αρρώστια.

δεδομένου πως η αρρώστια δεν ήταν, λέει, σημαντικότερη απ’ τους άρρωστους, όπως μας δίδασκε η Ηθική των δυτι­κών, αλλά μετείχε κατά περίστασιν στην αλήθεια ενός εκά­στου εξ ημών ως γραμματέας και συνοδός.

υπαγόρευε ο λάγιος και η ασθένεια κρατούσε σημειώσεις: εάν μάντευες περί ποίας ασθένειας πρόκειται, ίσως μάντευες και την ταυτότητα του αρρώστου.

ήταν άραγε και η ποίηση μια αρρώστια;

αν αληθεύει πως η ποίηση είναι πεδίο αληθείας εξ ορισμού, αληθεύει επίσης πως κι η αρρώστια είναι ένας τύπος αλή­θειας, για τον λόγο ότι η αλήθεια ―το βλέπουμε― ασθενεί.

μπορούσες άρα να σκιαγραφήσεις το προφίλ του ηλία με τη μέθοδο των τριών:

                             ΑΡΡΩΣΤΙΑ                               ΑΛΗΘΕΙΑ
                             ΠΟΙΗΣΗ                                           x

                               ο λάγιος (x) ήταν η αλήθεια της ποίη­σής του διαιρεμένη απ’ την αρρώστια που, a propos, θα της αποδώσουμε τ’ όνομά της, το οποίο εκκρεμεί εδώ και ώρα: βαριάς μορφής νοσταλγία του ιδανικού αντικειμένου.

καθώς αυτή η νοσταλγία ενέπλεκε τον μαστό, η γλώσσα έγινε το σύμβολο ενός πράγματος του οποίου μετωνυμία ήταν το αλκοόλ (C2H6O), τουτέστιν το δηλητήριο.

η χημεία του οργανισμού θα αναλωνόταν, εφεξής, στην αποκατάσταση των αδικιών γύρω απ’ το ισοζύγιο του σακ­χάρου.

κάτι απ’ τη γλύκα της ρίμας, που άρχιζε να μεθάει, αιωρού­νταν στην ατμόσφαιρα της θερινής πλησμονήςž ο Θεός του ηλία είτε δεν ήθελε καθόλου ν’ αναμειχθεί, είτε μας κυβερ­νούσε με φονική βαναυσότητα, επιτρέποντας να γραφτούν, σα να λέμε εξ αντιδιαστολής, ποιήματα που παρέπε­μπαν στις συνταγές του ζαχαροπλάστη.

έτσι, κάθε υποκατάσταση μας έφερνε πλησιέστερα στο μυ­στήριο της παρακάτω μεταφοράς:

                               ΑΡΡΩΣΤΙΑ                             ΓΛΥΚΥΤΗΤΑ
                               ΠΟΙΗΣΗ                                           x

                                  απόψε, ρίχνοντας το ζάρι σ’ ένα δο­χείο πορσελάνης, ο ηλίας περίμενε ν’ αντηχήσει η λέξη ΚΑΡΥ­ΚΕΥΜΑž όμως κανένας έντεχνος λόγος δεν έμοιαζε πειστικός, ούτε υπήρχε συγχωροχάρτι που να μην είχε ήδη υπογρα­φεί, άρα εκπνεύσειž οι συνταγές είχαν όλες εκτελεστεί.

οδηγήθηκε επομένως στο να συναινέσει στην αμοιβαιότητα μεταξύ της ομιλούμενης γλώσσας κι εκείνης των τροβαδού­ρων, που εν προκειμένω, και υποθετικά, ήταν εξίσου μελίρ­ρυτες, ώστε να δείξει πως, αν η γλύκα υπερχείλιζε απ’ τα σο­νέτα και τα σουξέ πάσης φύσεως, ήταν διότι η σιωπή είχε πι­κρή γεύση φαρμάκου.

credo quia absurdum est, η γλύκα ειρωνευόταν τον ψευδε­πίγραφο χαρακτήρα του σημαίνοντος, ενώ η πικρία διοχε­τευόταν στην εύθυμη ένταση του σπασμού ενός αρλεκίνουž η υπόσχεση ότι κανένας ηθοποιός δεν θα μεγαλουργούσε δί­χως τον πορτρετίστα του απείχε απ’ την πραγμάτωση όσο το x απ’ τη γλύκα, στη μέθοδο των τριών.

δεν υφίσταται φάρμακο για τη γλύκαž βαθμιαία, ο κόσμος παραμελούσε το καθήκον να προβάλλει επιφυλάξεις απέ­να­ντι στην ενάρετη εικασία ότι οι ελάσσονες του μεσο­πο­λέμου συγκροτούσαν με τρόπο αφοπλιστικό την Ολό­τη­τα.

ασθενείς και γιατροί, ηθοποιοί και πορτρετίστες, γίναμε οι καλύτεροι φίλοι, η ομάδα πετούσεž ένθεν κακείθεν, αντιρ­ρη­­σίες συνείδησης έπαιζαν τώρα το περνάει περνάει η μέλισσα, στο μεταίχμιο ζωής/θανάτου, η γλύκα έπαιρνε τη ρεβάνς.

στην οδό καλλιδρομίου νυχτώνει, πυρετώδεις εξάρσεις λυρι­κών νοημάτων αντιστέκονται ηρωικά στους τετριμ­μέ­νους καταναγκασμούς μιας γλώσσας που κατέληξε αμί­λητη και που εκχωρήθηκε στους γιατρούς, αφού οι άρρω­στοι, απ’ την πλευρά τους, ήταν λαλίστατοι.

ζωντανεύει το πορτρέτο, ο εικονιζόμενος αποσύρεται στον θάνατο ώστε να αφήσει να εξωτερικευθούν οι αποχρώσεις οι ικανές να ωθήσουν στα άκρα τις συνέπειες μιας παρεξή­γη­σης.

ματαίως εμείς οι άλλοι περιμέναμε τους κριτικούς να απο­φανθούν, το πορτρέτο είχε στεγνώσειž όλα συνέβαιναν στο παρόν.

η ηθοποιία ήταν πλέον ο σωστός υπολογισμός της δόσης του tonic στη βότκα σου και μπορούσε να σε σκοτώσει άπαξ κι ο θάνατος δεν έσπευδε, εγκαίρως, στο ραντεβού με τον ίαμβο.

όπου ακούς για μέθοδο των τριών, κράτα δύο καλάθια, το ένα άδειο.

στις περιοχές του βορά είχαμε λάβει τα μέτρα μας: mit der wahren welt haben wir auch die scheinbare abgeschafft, όμως στις χώρες της μεσογείου, το καλοκαίρι, δεν υφίσταται φάρμακο για την αρρώστια της γλύκας διότι η γλύκα είναι φάρμακο η ίδια.

ήτοι φάρμακο για την αρρώστια της θεραπείας, που εδώ στην μεσόγειο την ονομάζουμε θέατρο, νοσταλγία του ιδα­νικού αντικειμένου, βασιλεία των ουρανών.

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ
(γέν. 1955)

Δεν υπάρχουν σχόλια: