Τέσσερα χρόνια από τον θάνατό του
ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΟΥ
«Σταμάτα να τρέχεις σαν τον Βέγγο! Κορόιδο!». Ο Θ.Β., που τον
υποτιμούσα βαθιά ως παιδί, υπήρξε αναπόσπαστο κομμάτι μιας «ενοχικής»
μυθολογίας των λαϊκών οικογενειών, πασπαλισμένης με οργή και φιλότιμο, που
προσπαθούσε πρόχειρα να κρυφτεί πίσω από την κυνικότητα της νέας εποχής, όπως
συνέβη ίσως στο σύνολο της νεοελληνικής κοινωνίας. Ο Θ.Β. δεν βολευόταν σε όλα
αυτά. Και ξεβόλευε (και πόσο ξεβόλευε!) κι ο ίδιος.
Γιατί δεν είναι αλήθεια αυτό που γράφτηκε, ότι ο Βέγγος «εξέφρασε τον
νεοέλληνα όπως θα ήθελε να είναι» κι άλλα τέτοια «θεωρητικά». Καθόλου. Σε
εποχές που θέλαμε να είμαστε ψηλοί δίμετροι Βορειοευρωπαίοι (ή Αμερικάνοι), σε
εποχές που ο μέσος Έλληνας ήθελε να πετύχει ακόμη και πατώντας επί πτωμάτων και
έτσι προέβαλλε τον εαυτό του, σε εποχές που η μέση Ελληνίδα παντρευόταν ένα
επάγγελμα (επιχειρηματία, γιατρό, εισαγγελέα) κι έπειτα έκλαιγε γιατί δεν βρήκε
άνθρωπο, ο Βέγγος «ήταν εκεί» να μας θυμίζει αυτό που ήμασταν πραγματικά.
Όχι ως «κατάσταση» μόνο, μα ως πρόταγμα, ως «ενοχλητικό» στόχο
παλιννόστησης ενός παιδιάστικου ονείρου που έχεις ξεπουλήσει στις συμβάσεις και
στις ματαιοδοξίες της ενήλικης ζωής. Γι αυτό και μας άγχωνε «το άσθμα του». Γι’
αυτό και την ίδια ώρα που θέλεις τόσο να γελάσεις όταν τον βλέπεις στο πανί,
θέλεις άλλο τόσο να κλάψεις. Κι αυτό στην ιστορία του κινηματογράφου,
αρχίζοντας από τον Σαρλό, το έχουν καταφέρει ελάχιστοι.
Λέγεται
ότι την πρώτη φορά που ο Βέγγος μπαίνει στο ελληνικό κάδρο των επωνύμων
κουβαλούσε σανίδες. Τις πήγαινε σε έναν συνάνθρωπό του στην Μακρόνησο για να
μην κοιμάται στην μαύρη γης, για να μην κρυώνει. Ο συνάνθρωπός του αυτός, με το
όνομα Κούνδουρος, εξελίχτηκε σε μεγάλο σκηνοθέτη. Ο Βέγγος ήταν η μαμά όλων
στην Μακρόνησο. Και κάποιων δεσμοφυλάκων του ακόμα. Και ήταν ο μπαμπάς όλων μας
στη ζωή. Ή ο παππούς αργότερα. Ένας κουρασμένος Βαλκάνιος φουκαράς που όρθωνε
το ανάστημά του εκεί που δεν τον μέτραγες, θυμίζοντας με την ιερότητα μιας
βαθιά λυπημένης εμμονής πως η αξία της ζωής δεν ήταν το σώμα, τα ρούχα, το
επάγγελμα, η επιτυχία, το ραχάτι του «έξυπνου μάγκα». Η ανθρωπιά ήταν. Με άλλα
λόγια η αξιοπρέπεια αυτού που δεν τα παρατά, μα και δεν αποκτηνώνεται στην
προσπάθεια..
Εκείνη
η ατάκα, «Καλοί μου άνθρωποι!», δεν ήταν δηλωτική. Ειρωνική ήταν. Και
ερωτηματική. Και παρακλητική. Γιατί σου έδειχνε στο πανί ότι μπορούσες να τον
πατήσεις, να τον ξεγελάσεις, να τον εκμεταλλευτείς όσο ήθελες. Κι έτσι ο
διάλογος «ενδοστρεφόταν» κι έμενες μόνος μπρος στον καθρέφτη να αναρωτιέσαι για
τα όριά σου, για το είδος σου, για την ποιότητά σου. Δεν έφταιγαν μόνο οι από
πάνω. Έμπαινες –επιτέλους!- στο κάδρο κι εσύ: Τι είδους άνθρωπος ήσουν;
Τώρα αυτή η
ατάκα, μαζί με το γέλιο του «Θανάση», πάγωσε στον χρόνο και μονάχα
«αποθηκευμένη» θα ανασύρεται. Αλλά το κρυφό στοίχημα που έθεσε δεν θα σωπάσει
ποτέ. «Καλοί μου άνθρωποι».
Χωρίς τίτλο, κεραμικό, 38 x 30 x 30 εκ. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου